Απόσπασμα απόφασης ΑΠ 523/2020 (Τμήμα ΣΤ Ποινικό)
Κατά το άρθρο 59 παρ 1 και 2 του ΚΠοινΔ , όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη (παρ.1). Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του ΠΚ, αν για γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση( άρθρα 31, 43 παρ.1 εδ.β), αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών.(παρ.2).
Επίσης, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 308 επ., 314, 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠοινΔ αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως (αφού καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα) ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προβλεπόμενη ως άνω αναβολή της ποινικής δίκης, γίνεται όταν στη δίκη αυτή υφίσταται προδικαστικό ποινικό ζήτημα. Τέτοιο νοείται εκείνο, από το οποίο εξαρτάται η κρίση και απόφαση του ποινικού δικαστή, εκείνο δηλαδή, χωρίς τη προηγούμενη λύση του οποίου, δεν είναι δυνατό να προχωρήσει ο δικαστής στην επί της κατηγορίας απόφαση του. Η κατ’ άρθρο 59 παρ.2 ΚΠοινΔ υποχρεωτική αναβολή της δίκης, όρος ταυτόσημος με την αναστολή των άρθρων 362-366 ΠΚ, χωρεί, μετά την προκαταρκτική εξέταση και με βούλευμα και με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών. Η διάταξη του 59 πα ρ. 2 ( που παρέμεινε σε ισχύ και με τον νέο ΚΠΔ), είναι διφυούς χαρακτήρα, ήτοι δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού ποινικού δικαίου και επομένως αναφέρεται σε πράξεις που έχουν τελεσθεί μετά την 17-6- 2005 και δεν μπορεί να έχει δυσμενή αναδρομικότητα σε βάρος του κατηγορουμένου (ΑΠ 51/2011).
Επισημαίνεται, τέλος, ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, ως εκ της λειτουργικής αρμοδιότητας του, όπως αυτή διαγράφεται στις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σ’ αυτές του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στον οποίο αποτυπώνεται και η συνδέουσα τους εισαγγελικούς λειτουργούς σχέση ιεραρχικής εξάρτησης, δεν εκφέρει πρωτογενή δικαιοδοτική κρίση σε όσες περιπτώσεις, κατά τις προβλέψεις του νόμου, εκφράζει τη σύμφωνη γνώμη του ή εγκρίνει πράξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όπως η αρχειοθέτηση, κατ’ άρθρο 43 ΚΠΔ, της μήνυσης, η, κατά τα άρθρα 45 και 59 παρ. 1 και 4 του ίδιου Κώδικα, αποχή από την ποινική δίωξη ή η αναβολή κάθε περαιτέρω ενέργειας έως το τέλος της ποινικής δίωξης, αντιστοίχως, η αναβολή, κατ’ άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, άσκησης της ποινικής δίωξης και η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 3386/2005, αποχή από την ποινική δίωξη για τις πράξεις της παράνομης εισόδου ή εξόδου υπηκόου τρίτης χώρας στο ελληνικό έδαφος, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα και μάλιστα τον εξωτερικό τύπο των συγκεκριμένων ενεργειών του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Η έναρξη αναστολής της παραγραφής των προδιαληφθεισών πράξεων και η επαγωγή των συναρτώμενων με αυτές εννόμων συνεπειών, συμπίπτει με το χρόνο έκδοσης της διάταξης περί αναβολής από τον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και όχι από τότε που ο Εισαγγελέας Εφετών διατυπώνει τη σύμφωνη γνώμη ή τη σχετική έγκρισή του (ΑΠ 1509/2013) .
Στην προκειμένη περίπτωση, το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1302/2019 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις 1) της ψευδούς καταμήνυσης και 2) της ψευδορκίας μάρτυρα και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 12 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία.
Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας για την έρευνα σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με χρόνο τελέσεως αυτών στις 4-8-2009, είχε εκδοθεί η από 3-9-2012 πράξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών (με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως Εφετών ), δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε κάθε περαιτέρω ενέργεια εναντίον του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ.2 ΠΚ, ως το τέλος της ποινικής δίκης για την αξιόποινη πράξη της δυσφημήσεως σε βάρος του καταμηνύσαντος, με χρόνο τελέσεως αυτής ( δυσφήμησης ) στις 6-7-2009.
Δηλαδή, από του χρόνου τελέσεως των φερομένων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (4-8-2019) έως την έκδοση της παραπάνω πράξης αναβολής (αναστολής) του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών (3-9-2012), είχε παρέλθει χρονικό διάστημα 3 ετών και 29 ημερών.
Στη συνέχεια, προέκυψε ότι η ποινική δίωξη για την πράξη της δυσφήμησης περατώθηκε αμετάκλητα στις 20-4- 2016, με την έκδοση της απόφασης 45460/2016 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω ανάκλησης της έγκλησης από μέρους του εγκαλούντος (αναιρεσείοντος) και αντίστοιχης αποδοχής αυτής από την μηνυομένη αντίδικο του ( πρώην σύζυγο του) στην προκείμενη δίκη. Έκτοτε δε (20-4-2016) άρχισε και πάλι να τρέχει η παραγραφή των αποδιδομένων στον αναιρεσείοντα ενδίκων πράξεων (ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρα), η οποία και συμπληρώθηκε στις 21-3-2018.
Συνεπώς, η γενομένη στη συνέχεια, στις 12-6-2018, επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος στον αναιρεσείοντα, για τις πιο πάνω πράξεις, έγινε μετά το πέρας της πενταετίας, οπότε είχε επέλθει η παραγραφή αυτών κατά νόμο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.
Το εφετείο δε, που έκρινε διαφορετικά και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για πράξεις των οποίων είχε ήδη εξαλειφθεί το αξιόποινο συνεπεία παραγραφής, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως που διαλαμβάνεται στην δεύτερη αίτηση.”
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr