Με την υπ’ αριθμ. 55/2020 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ζ Ποινικό) αναίρεσε απόφαση Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, κρίνοντας ότι η αιτιολογία της δεν ήταν ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «η προπαρατεθείσα αιτιολογία, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι επαρκής, διότι είναι εντελώς τυπική και δεν πρόκειται περί αλληλοσυμπληρώσεως του αιτιολογικού με το διατακτικό, που προϋποθέτει παράθεση περιστατικών της πράξεως στο σκεπτικό, αλλά περιέχει ολική αναφορά και παραπομπή του αιτιολογικού στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο, μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, με το οποίο διατυπώθηκε η σχετική κατηγορία σε βάρος της αναιρεσείουσας».
Απόσπασμα της απόφασης
Έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν.
Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και, όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη, που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού.
Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά, που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν πρόκειται για συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό αλλά ούτε καν για πιστή αντιγραφή του τελευταίου, οπότε, αν το διατακτικό είναι τόσο αναλυτικό και πλήρες, ώστε να καθίσταται εντελώς περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού, η ταύτιση του περιεχομένου σκεπτικού και διατακτικού είναι δυνατό να μην συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
[..] Συγκεκριμένα, η προπαρατεθείσα αιτιολογία, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι επαρκής, διότι είναι εντελώς τυπική και δεν πρόκειται περί αλληλοσυμπληρώσεως του αιτιολογικού με το διατακτικό, που προϋποθέτει παράθεση περιστατικών της πράξεως στο σκεπτικό, αλλά περιέχει ολική αναφορά και παραπομπή του αιτιολογικού στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο, μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, με το οποίο διατυπώθηκε η σχετική κατηγορία σε βάρος της αναιρεσείουσας.
Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης εξεταζόμενος άλλωστε και αυτεπαγγέλτως (άρθρ.511εδ.α’ ΚΠΔ), οπότε, κατά παραδοχή του αναιρετικού τούτου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών αιτιάσεων που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, ως αλυσιτελών, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός απ’ εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Δείτε την απόφαση στο areiospagos.gr