ΑΠΟΦΑΣΗ
Alfa Glass Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Υαλοπινάκων κατά Ελλάδας της 28.01.2021 (αρ. 74515/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας και αποζημίωση. Αρχή της ενιαίας διαδικασίας. Κατά τη διαδικασία απαλλοτρίωσης τα αστικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν την ένσταση της εταιρείας, με την οποία αμφισβητούσε ότι είχε ωφέλεια λόγω της εκτέλεσης των εργασιών που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση, με αποτέλεσμα να μην της δοθεί αποζημίωση για μέρος της απαλλοτριωμένης γης. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα εταιρεία θα έπρεπε να είχε υποβάλει αίτηση σε διοικητική αρχή αρμόδια από το νόμο εντός καθορισμένης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 του Ν. 2971/2001.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ζήτημα του κατά πόσον η ιδιοκτήτρια της γης που απαλλοτριώθηκε, επωφελήθηκε από την εκτέλεση του έργου, συνιστά αναμφίβολα ζήτημα σχετικό με την απαλλοτρίωση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που η ένσταση αμφισβήτησης του τεκμηρίου ότι ο ιδιοκτήτης επωφελείται από την εκτέλεση των έργων, εξετάζεται μαζί με τον καθορισμό της αποζημίωσης, ο ιδιοκτήτης δεν έχει υποχρέωση να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου 2971/2001. Ως εκ τούτου, αρνούμενες να εξετάσουν το ζήτημα της ανωτέρω τεκμηρίου, οι αρχές της Ελλάδας είχαν παραβιάσει την αρχή της ενιαίας διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε ποσό 50.000 ευρώ για αποζημίωση και 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Alfa Glass Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Υαλοπινάκων, είναι μια ανώνυμη εταιρεία με έδρα στην Αθήνα. Η υπόθεση αφορούσε διαδικασία απαλλοτρίωσης κατά την οποία τα αστικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν την ένσταση της εταιρείας, με την οποία αμφισβητούσε ότι είχε προκύψει ωφέλειά της από την εκτέλεση των εργασιών που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση, με αποτέλεσμα να μην της επιδικασθεί αποζημίωση για μέρος της απαλλοτριωμένης γης. Τα δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα εταιρεία θα έπρεπε να είχε υποβάλει αίτηση σε διοικητική αρχή αρμόδια από το νόμο εντός καθορισμένης προθεσμίας.
Τον Μάιο του 2006 ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Αττικής απαλλοτρίωσε έκταση 33.619 τ.μ. για την επέκταση ενός δρόμου. Η περιοχή περιελάβανε τμήματα τριών οικοπέδων που ανήκαν στην προσφεύγουσα εταιρεία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 653/1977, τα μη απαλλοτριωμένα τμήματα της επίμαχης γης θεωρήθηκαν ότι επωφελήθηκαν από την ολοκλήρωση των σχετικών εργασιών, έτσι ώστε ορισμένα τμήματα της απαλλοτριωμένης γης να μην υπόκεινται σε αποζημίωση, καθώς η εν λόγω ωφέλεια θεωρήθηκε ότι συνιστούσε σιωπηρή αποζημίωση.
Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι τα μη απαλλοτριωμένα τμήματα της γης της δεν επωφελήθηκαν από τις εργασίες απαλλοτρίωσης. Ωστόσο, κατά τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδας της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, το δικαστήριο δεν καθόρισε καμία αποζημίωση για τα τμήματα της γης για τα οποία θεωρήθηκε ότι υπήρξε «σιωπηρή διά της ωφέλειας» αποζημίωση, διαπιστώνοντας ότι αυτό ήταν ένα θέμα που έπρεπε να εξεταστεί από το Εφετείο κατά τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης.
Τον Απρίλιο του 2009, η εταιρεία ζήτησε από το Εφετείο να αναγνωρίσει ότι δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την ολοκλήρωση της εργασίας σε σχέση με τα μη απαλλοτριωμένα τμήματα της γης της. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Νόμου 2971/2001, η εταιρεία θα έπρεπε να είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα στον αρμόδιο φορέα για την εργασία εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης για τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδας της αποζημίωσης.
Τον Ιούνιο του 2013, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση της εταιρείας, κρίνοντας ότι το Εφετείο εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του Νόμου 2971/2001, η οποία προέβλεπε μια ειδική διαδικασία με σκοπό την αμφισβήτηση ενός τεκμηρίου ότι η ιδιοκτήτρια της απαλλοτριωμένης περιουσίας επωφελήθηκε από σχετικές αναπτυξιακές εργασίες.
Στηριζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η προσφεύγουσα εταιρεία διαμαρτυρήθηκε για την άρνηση των αστικών δικαστηρίων να εξετάσουν το αίτημά της προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είχε αποκομίσει κανένα όφελος από τις σχετικές με την απαλλοτρίωση αναπτυξιακές εργασίες κατά τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι τα δικαστήρια, τα οποία είχαν ορίσει την προσωρινή και οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, και αρνήθηκαν να εξετάσουν το αίτημά της να αμφισβητήσει το τεκμήριο ωφέλειας της εταιρείας από την εκτέλεση του έργου, παραβίασαν τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου.
Η κυβέρνηση τόνισε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας για τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, το Εφετείο, το οποίο συμμορφώθηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, εξέτασε σε μια ενιαία διαδικασία, όλες τις ενστάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας ως αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 13 § 4 του νόμου 2882/2001 και, τέλος, και εκείνη που αφορούσε την αμφισβήτηση του επίμαχου τεκμηρίου (άρθρο 33 του νόμου 2971/2001).
Η Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι το Δικαστήριο εξέτασε την ένσταση της προσφεύγουσας, αλλά την κήρυξε απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα παραβίασε τη διαδικαστική υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 33: ήτοι την υποχρέωση προγενέστερης αίτησης της προσφεύγουσας στο «αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση του έργου απαλλοτρίωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η «υποχρέωση» να ακολουθήσει η προσφεύγουσα κάποια διοικητική διαδικασία προκειμένου να μπορεί να αμφισβητήσει το τεκμήριο της ωφέλειας που απορρέει από την απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας, πριν από την προσφυγή στα δικαστήρια είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα από το σεβασμό της αρχής της ενιαίας διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίων για τους σκοπούς του καθορισμού της τιμής μονάδας της απαλλοτρίωσης.
Τέλος, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων ζήτησε, επίσης, την καταβολή μίας ειδικής αποζημίωσης (άρθρο 13 § 4 του Ν. 2882/2001) και σε αυτή την περίπτωση είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση προηγούμενης υποβολής της αίτησης στην αρμόδια αρχή.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία του (Azas κατά Ελλάδας – αρ. προσφ. 50824/99), όταν η ιδιοκτησία ενός προσώπου είναι το «αντικείμενο» απαλλοτρίωσης, πρέπει να εφαρμόζεται μια διαδικασία που να παρέχει μια συνολική αξιολόγηση των συνεπειών της, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης «αποζημίωσης» σε σχέση με την αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση και άλλα θέματα που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση, συμπεριλαμβανομένων των νομικών εξόδων.
Το Δικαστήριο είχε επισημάνει επίσης στην υπόθεση Bibi κατά Ελλάδας (αριθ.προσφ. 15643/10), ότι η διαδικασία με την οποία λαμβάνει χώρα η συνολική εκτίμηση των συνεπειών της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα παραπάνω. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και άλλα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, εκείνα που αφορούν την πιθανή ανατίμηση της αποζημίωσης.
Στην υπόθεση Κουτσοκώστας κατά Ελλάδας (αριθ. προσφ. 64732/12), το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση «εξέτασης» της αίτησης των προσφευγόντων για τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης και του αιτήματός τους να υποβάλουν εκ νέου αίτηση στα αστικά δικαστήρια παραβίασε τις αρχές της οικονομίας και της ταχύτητας της διαδικασίας, αλλά και την αρχή της ενιαίας διαδικασίας.
Τέλος, στην απόφαση Μουστακίδης κατά Ελλάδας (αριθ. προσφ. 58999/13), το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένα από τα αιτήματα του προσφεύγοντος (για το ζήτημα του φερόμενου πλεονεκτήματος που προέκυψε από την εκτέλεση των έργων και συγκεκριμένα ότι έπρεπε να καθοριστεί αποζημίωση για το μέρος που θεωρήθηκε ως αυτο-αποζημίωση, ότι λόγω της απαλλοτρίωσης και της φύσης της εργασίας, η μη απαλλοτριωμένη περιουσία του είχε υποτιμηθεί και ως εκ τούτου έπρεπε να αποζημιωθεί και τέλος ότι έπρεπε να του απονεμηθούν ορισμένα ποσά για το κόστος μεταφοράς της επιχείρησης και για την απώλεια ευκαιριών λόγω της διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης) ήταν σχετικά ζητήματα που αφορούσαν την απαλλοτρίωση και θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί από τα αστικά δικαστήρια κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης για απαλλοτρίωση.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα του κατά πόσον ο ιδιοκτήτης της γης που απαλλοτριώθηκε επωφελήθηκε από την εκτέλεση του έργου, το οποίο θα δικαιολογούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 653/1977, ότι δε θα αποζημιωθεί για ένα μέρος του, συνιστούσε αναμφίβολα ζήτημα σχετικό με την απαλλοτρίωση.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το θέμα αυτό εξετάστηκε στην πραγματικότητα από τα πολιτικά δικαστήρια, ιδιαίτερα κατά το στάδιο του καθορισμού της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης. Ωστόσο, το Εφετείο αρνήθηκε να προχωρήσει στην εξέταση του θέματος, διότι η προσφεύγουσα δεν είχε κάνει χρήση της προδικαστικής διοικητικής διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 33 του Ν. 2971/2001. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία που λαμβάνει χώρα ενώπιον των διοικητικών οργάνων απαιτεί πολλά στάδια κα εκτείνεται σε αρκετούς μήνες και ότι ο νόμος δεν παρέχει καμία εγγύηση ως προς τις προθεσμίες ολοκλήρωσης κάθε σταδίου. Η διαδικασία αυτή επομένως επιμηκύνει τη διαδικασία που διεξάγεται στα αστικά δικαστήρια και αποτελεί απόκλιση από την ενιαία διαδικασία στα αστικά δικαστήρια για την εξέταση όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με τον καθορισμό της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που η ένσταση αμφισβήτησης του τεκμηρίου ότι ο ιδιοκτήτης επωφελείται από την εκτέλεση των έργων εξετάζεται μαζί με τον καθορισμό της αποζημίωσης, ο ιδιοκτήτης δεν έχει υποχρέωση να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου 2971/2001.
Ως εκ τούτου, αρνούμενες να εξετάσουν το ζήτημα της ανωτέρω τεκμηρίου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα της δεν είχε ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33 του Ν. 2971/2001, οι αρχές του εναγόμενου κράτους είχαν παραβιάσει την αρχή της ενιαίας διαδικασίας, που κατοχυρώνεται στην προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου καθώς και του Αρείου Πάγου.
Το ΕΔΔΑ Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου)
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 50.000 ευρώ για όλες τις ζημιές και 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).