ΑΡΙΘΜΟΣ 1100/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ευθύνη από διαπραγματεύσεις. Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης.
– Στο άρθρο 197 ΑΚ ορίζεται ότι “κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη”, ενώ στην πρώτη παράγραφο του επόμενου άρθρου 198 ΑΚ προβλέπεται ότι “όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 298 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι α)ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, το οποίο αρχίζει από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η προσέγγιση των προσώπων που ενδιαφέρονται για τη σύναψη ισχυρής μεταξύ τους σύμβασης, για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων σύναψης και καθορισμού των όρων αυτής και λήγει είτε με την οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων, είτε με τη σύναψη της σύμβασης, β)συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το ανωτέρω στάδιο, γ)επέλευση ζημίας, δ)υπαιτιότητα, για την οποία αρκεί και η κατ’άρθρο 330 εδ.β’ΑΚ αμέλεια, ε)αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας αντισυναλλακτικής και κακόπιστης συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της ζημίας. Ειδικότερα, υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, συμπεριφορά των μερών σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι η επιβαλλόμενη στα μέρη συναλλακτική ευθύτητα κατά την αντίληψη του έμφρονος συναλλασσομένου, η τήρηση δηλαδή από τα μέρη των τρόπων ενέργειας που γενικώς ακολουθούνται στις εντίμως διεξαγόμενες συναλλαγές, ενώ διαπραγματεύσεις είναι οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη συμβάσεως, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση συμβάσεως μέχρι και την τελική σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Η αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων τότε μόνο αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όταν οι διαπραγματεύσεις είχαν ουσιαστικώς περατωθεί με συμφωνία των ενδιαφερομένων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και υπολειπόταν η απαιτούμενη από το νόμο ή τη συμφωνία των μερών τυπική κατάρτισή της ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1232/2000, ΑΠ 1678/2001, ΑΠ 554/2011). Έτσι, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και επί ματαιώσεως καταρτίσεως της συμβάσεως σε χρόνο, κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικώς με συμφωνία τούτων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και δεν υπολείπεται παρά μόνον η τυπική υπογραφή της συμβάσεως, περί της οποίας ο υπαίτιος της ματαιώσεως είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βεβαία (ΑΠ 12/2006, ΑΠ 197/2007). Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαιώσεως της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης, με συνέπεια να πιστέψει ως επικείμενη την κατάρτισή της (ΑΠ 1231/2008). Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλ. η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους. Η ζημία δε αυτή πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (ΑΠ 1565/2000, ΑΠ 12/2006, ΑΠ 197/2007, ΑΠ 1231/2008).