ΑΡΙΘΜΟΣ 8/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ερμηνεία διαθήκης. Παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων των διατάξεων τελευταίας βούλησης.
– Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Ειδικότερα, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των διατάξεων τελευταίας βούλησης, γενικοί (άρθρο 173 ΑΚ) και ειδικοί (άρθρα 1790 επ. ΑΚ). Παραβιάζονται δε οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού, ασάφειας ή αμφιβολίας, σχετικά με την έννοια της δήλωσης τελευταίας βούλησης του διαθέτη, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας της (ΟλΑΠ 26/2004) ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους ή όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της αληθινής βούλησης του διαθέτη, παρόλο που δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι αυτή είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας ή και στην περίπτωση που, αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της διαθήκης, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνοντας στοιχεία εκτός αυτής, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, αλλά ερμήνευσε τη βούλησή του αντικειμενικά, κατά την συναλλακτική καλή πίστη, όπως την εκλαμβάνουν οι τρίτοι (ΑΠ 1179/2010, ΑΠ 1182/2010). Περαιτέρω, έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας, σχετικά με τη δήλωση τελευταίας βούλησης του διαθέτη, προκύπτει και όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση για την ανυπαρξία τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της αληθινής βούλησής του, από την οποία αποκαλύπτεται ότι αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία ως προς την έννοια της, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία της. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι το δικαστήριο για τη διαπίστωση της αληθινής βούλησης του διαθέτη έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία, που βρίσκονται εκτός του κειμένου της διαθήκης ή χρησιμοποίησε επιχειρήματα. Επομένως, εάν το δικαστήριο της ουσίας, παρά την έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας παραλείπει να προσφύγει στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο τον Αρείου Πάγου.