Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν βάσει διάταξης ανακριτικού οργάνου περί απαγγελίας κατηγορίας και αποτελεσματική δικαστική προστασία
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-01-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να θεωρηθεί άκυρο, δυνάμει των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όταν δεν στηρίζεται σε εθνικό ένταλμα σύλληψης ή σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους έκδοσης να καθορίσει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία έγκυρου εθνικού εντάλματος στην απόφαση να τεθεί και, στην συνέχεια διατηρηθεί, σε προσωρινή κράτηση πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί ποινική διαδικασία.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στη Βουλγαρία κινήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος σαράντα ενός ατόμων λόγω συμμετοχής τους σε εγκληματική οργάνωση παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Δεκαέξι εξ αυτών, συμπεριλαμβανομένου του κατηγορούμενου MM, διέφυγαν τη σύλληψη.
Με διάταξη της 9ης Αυγούστου 2019, το βουλγαρικό ανακριτικό όργανο, κατόπιν αδείας του εισαγγελέα, απήγγειλε στον ΜΜ κατηγορίες για τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Δεδομένου ότι ο MM είχε διαφύγει τη σύλληψη, η διάταξη αυτή, είχε ως μόνο έννομο αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση των κατηγοριών εις βάρος του.
Στις 16 Ιανουαρίου 2020 ο εισαγγελέας εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος του ΜΜ. Στη στήλη «[α]πόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα σύλληψης», μνημονεύεται μόνον η διάταξη της 9ης Αυγούστου 2019 περί απαγγελίας κατηγορίας, την οποία εξέδωσε το ανακριτικό όργανο εις βάρος του MM. Σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο MM συνελήφθη στην Ισπανία και έγινε παράδοσή του στις βουλγαρικές δικαστικές αρχές.
Στις 29 Ιουλίου 2020, μετά τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης κατά την οποία ο MM παρέστη αυτοπροσώπως και έτυχε ακρόασης, το αιτούν δικαστήριο διέταξε την προσωρινή του κράτηση.
Το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία) ερωτά το ΔΕΕ, μεταξύ άλλων, εάν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ), ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να θεωρηθεί άκυρο όταν δεν στηρίζεται σε εθνικό ένταλμα σύλληψης ή σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ.
Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό διερωτάται εάν, ελλείψει διατάξεων στη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, το εθνικό δικαστήριο, που επιλαμβάνεται ένδικης προσφυγής με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της διατήρησης της προσωρινής κράτησης προσώπου που έχει παραδοθεί δυνάμει εντάλματος αρχής, η οποία μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο αντίστοιχο κράτος μέλος αλλά δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο κύρους των προϋποθέσεων έκδοσης του εν λόγω εντάλματος. Τέλος, θέτει το ερώτημα εάν η διαπίστωση ότι το ένταλμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερο το πρόσωπο που τέθηκε σε προσωρινή κράτηση.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, πρώτον, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, έχει την έννοια ότι η ιδιότητα της «δικαστικής αρχής εκδόσεως», κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη δικαστικού ελέγχου της απόφασης εκδόσεως του ευρωπαϊκού δικαστικού εντάλματος και της εθνικής αποφάσεως επί της οποίας αυτό στηρίζεται.
Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, έχει την έννοια ότι ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να θεωρείται άκυρο όταν δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή. Στο εννοιολογικό πεδίο της ως άνω φράσεως εμπίπτουν τα εθνικά μέτρα που λαμβάνει δικαστική αρχή προς αναζήτηση και σύλληψη προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με σκοπό την εμφάνισή του ενώπιον δικαστηρίου για τη διενέργεια των πράξεων της ποινικής διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει εάν εθνική διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, όπως αυτή στην οποία βασίζεται το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, παράγει τέτοια έννομα αποτελέσματα.
Τρίτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ελλείψει διατάξεων στη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος οι οποίες να προβλέπουν μέσο έννομης προστασίας για τον έλεγχο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από αρχή που, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν αποτελεί η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, υπό το φως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, έχει την έννοια ότι επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ένδικης προσφυγής με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως προσώπου που έχει παραδοθεί δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος βάσει εθνικής πράξεως μη δυνάμενης να χαρακτηριστεί ως «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, και με την οποία προβάλλεται αιτίαση περί ακυρότητας του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να κρίνει ότι είναι αρμόδιο να ασκήσει τέτοιο έλεγχο νομιμότητας.
Τέλος, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την έννοια ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκδοθεί νομίμως επειδή δεν στηρίζεται σε «[εθνικό] ένταλμα σύλληψης ή […] οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η διαπίστωση αυτή δεν επιβάλλεται να έχει ως συνέπεια την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση μετά την παράδοσή του από το κράτος μέλος εκτελέσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία τέτοιας εθνικής πράξεως, ως νομικού ερείσματος του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επί της αποφάσεως περί διατηρήσεως, ή μη, της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA