Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος το Ι.Κ.Α. χορηγεί στον εργαζόμενο.
Εάν ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ι.Κ.Α., ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωσή του, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα όσο και από την προβλεπόμενη στον ν. 551/1915ειδική αποζημίωση, ακόμη και αν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι κανόνες για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων.
Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος το Ι.Κ.Α. χορηγεί στον εργαζόμενο.
Αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος, όχι όμως και η ενσυνείδητη αμέλεια.
Η απαλλαγή αφορά και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, που αφορά την παράβαση ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο παθών διατηρεί τις αξιώσεις του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ.1 και 19) όταν η αγωγή κρίθηκε κατ’ ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, δεν αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο της αναίρεσης το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υπόθεσης, η έννοια που αποδίδει αυτός στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει, επιπλέον, να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής.
Τούτο διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου.
Επομένως, η παράθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί, με βάση το περιεχόμενό του, αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό ή αν τα δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο πραγματικά περιστατικά αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς στην απόφαση, ώστε να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.
Κρίση ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος μισθωτού για την ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματός του και για το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν ιδρύουν ορισμένους και, συνεπώς, παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, διότι στο αναιρετήριο δεν διαλαμβάνονται οι κρίσιμες παραδοχές επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο ως θεμελιωτικά της κρίσης του σχετικά με την υπαιτιότητα των εναγομένων, τη συνυπαιτιότητα του παθόντος, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων αυτών και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, καθώς και οι περιστάσεις βάσει των οποίων οδηγήθηκε το δικαστήριο στον σχηματισμό της κρίσης του ως προς το «εύλογο» της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, όπως επίσης ουδεμία παραδοχή διαλαμβάνεται σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος και τον συνεπεία αυτού τραυματισμό του αναιρεσείοντος (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2020, σ. 970 επ.).