ΑΡΙΘΜΟΣ 698/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Αίτηση για επιβολή προσημείωσης υποθήκης και επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου δυνάμει με οριστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Περιορισμός συντηρητικής κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 ορίζεται ότι ο δανειστής μπορεί, με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής. Το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής μπορεί, με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται και κατά την διαδικασία του άρθρου 702 παρ.1του ΚΠολΔ, να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολικά ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση ή η διαταγή πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη η εισαγωγή της υφιστάμενης ρύθμισης, με την οποία καθιερώνεται η οριστική απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναμη εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Περαιτέρω, οι διαφορές σχετικά με το κύρος, την απόσβεση ή τον περιορισμό και την εξάλειψη ή διόρθωση της προσημείωσης υποθήκης ή της συντηρητικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε με τίτλο δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της ανακοπής, κατ’ άρθρο 702 του ΚΠολΔ, από το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Μετά την άσκηση ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων κατά της οριστικής απόφασης ή της διαταγής πληρωμής (π.χ. έφεσης κατά της οριστικής απόφασης ή ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής), αρμόδιο για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της συντηρητικής κατάσχεσης είναι, κατ’ άρθρο 697 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο ή βοήθημα, ως δικαστήριο της κύριας δίκης (Κράνης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ΚΠολΔ Τόμος ΙΙ (2000), άρθρα 724 αρ. 4 και 697 αρ. 4). Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, που αφορά στη διάταξη του άρθρου 697του ΚΠολΔ, η τελευταία δεν θέτει περιορισμούς για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που δεν εκδόθηκε από το δικαστήριο της κύριας δίκης και, προπάντων, δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων. Έτσι, η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση ενεργεί ως υποκατάστατο των καταρχήν απαγορευμένων, από το άρθρο 699 του ίδιου Κώδικα, ένδικων μέσων, δηλαδή μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων, που διέταξε. Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επέβαλε, κατά το νομοθέτη, τον έλεγχο απόφασης, που απέρριψε ασφαλιστικό μέτρο, προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Έτσι, με τη συμπληρωματική ρύθμιση του Ν. 4335/2015, το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει την δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιον του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό, να καταστήσει ανενεργή, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένα απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικού υποβληθέντος αιτήματος, τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου. Επίσης, από το ίδιο το άρθρο 697 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, το οποίο δικάζει την κυρία υπόθεση, μπορεί ύστερα από αίτηση του διαδίκου, που έχει έννομο συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κύρια υπόθεση είτε και αυτοτελώς, δηλαδή κατά πάντα χρόνο και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ήμη στάσης δίκης για την πιο πάνω υπόθεση και χωρίς ακόμη επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων), να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση, που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα, με βάση μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας. Η ανακλητική αίτηση, που απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 697 του ΚΠολΔ, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την κύρια δίκη, στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας της αγωγής, λειτουργεί ως υποκατάστατο των ενδίκων μέσων, που απαγορεύονται κατά το άρθρο 699 του ίδιου Κώδικα (Κράνης «Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 724 ΚΠολΔ» Αρμ. 2020, σελ. 1, Απαλαγάκη ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,4η έκδοση 2016, άρθρο 724, αρ. 3,σχετ. ΑΠ 168/2019και Κράνης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος ΙΙ 2000, άρθρο 724 αρ. 4). Για το λόγο αυτό η ανακλητική αυτή αίτηση παύει να ασκεί αυτή τη λειτουργία (του υποκατάστατου των απαγορευμένων ενδίκων μέσων) εκεί που επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, όπως για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή κατοχής (άρθρο 734 παρ.3του ΚΠολΔ),όπου απαιτείται επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων. Και ναι μεν στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 697 του ίδιου Κώδικα γίνεται λόγος μόνο για το Πολυμελές Πρωτοδικείο, γίνεται όμως δεκτό ότι αρμόδιο να δικάσει ανακλητική αίτηση είναι και το Εφετείο, εάν εκκρεμεί σ’ αυτό η κύρια υπόθεση, ενόψει του ότι το πρώτο εδάφιο της πιο πάνω διάταξης δεν κάνει καμία διάκριση (ΜονΕφΑθ 300/2019, ΜονΕφΑθ 2647/2018ΝοΒ 2018.1658, ΜονΕφΘεσ 2480/2017, ΜονΕφΔωδ 158/2019, ΜονΕφΛαρ 6/2019 και Κράνης “Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 724 ΚΠολΔ” Αρμ. 2020, σελ. 13). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, αρκεί, κατά το γράμμα της, αλλά και την τελολογία της, η έκδοση μίας απλώς οριστικής δικαστικής απόφασης και ως τέτοια νοείται(κατά μία άποψη) η καταψηφιστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως, η τελευταία να έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Εξάλλου, η συντηρητική κατάσχεση, όπως και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, ως ασφαλιστικά μέτρα, αποτελούν μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας του δανειστή, για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση χρηματικής απαίτησής του, αν ληφθεί υπόψη η καθυστερημένη οπωσδήποτε οριστική του προστασία και η εξαιτίας τούτου, ύπαρξη κινδύνου αποξένωσης του οφειλέτη από την κατασχετή του περιουσία, με αποτέλεσμα την αδυναμία του δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση, όταν θα έχει αποκτήσει εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 251/2020).