ΑΠΟΦΑΣΗ
AsDAC κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 08.12.2020 (αρ. προσφ. 47384/07)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αξίωση αποζημίωσης δημιουργών για πνευματικά δικαιώματα επί των έργων τους που χρησιμοποίησε η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας. Δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Η προσφεύγουσα εταιρεία έχει ως σκοπό την συλλογική διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργών έργων τέχνης. Η υπόθεση αφορούσε τη χρήση εκ μέρους της Εθνικής Τράπεζας της Μολδαβίας έργων τέχνης που δημιουργήθηκαν από δύο μέλη της προσφεύγουσας ένωσης χωρίς η Τράπεζα να καταβάλλει οποιαδήποτε αποζημίωση για την χρήση των πνευματικών δικαιωμάτων και χωρίς να προηγηθεί η υπογραφή σύμβασης με τους σχετικούς όρους εκμετάλλευσης. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν αμετάκλητα την αγωγή της προσφεύγουσας εταιρείας για καταβολή αποζημίωσης λόγω της εκμετάλλευσης των έργων τέχνης της μελών της.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού που διοργάνωσε η Τράπεζα για να επιλέξει το σχέδιο των αναμνηστικών κερμάτων, τα έργα των δημιουργών δεν είχαν αποκλειστεί από το πεδίο προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, συνεπώς η προσφεύγουσα ένωση που είχε αναλάβει την εκμετάλλευση τους, είχε ιδιοκτησιακά συμφέροντα που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση των επίμαχων έργων.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η απόκτηση περιουσίας χωρίς καταβολή αποζημίωσης συνιστά δυσανάλογη παρέμβαση και η πλήρης έλλειψη αποζημίωσης μπορεί να δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Στην υπό κρίση υπόθεση ούτε τα εθνικά δικαστήρια ούτε η κυβέρνηση είχαν αναφερθεί σε εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη καταβολή αποζημίωσης ούτε είχε συναφθεί γραπτή σύμβαση με τους δημιουργούς ή την προσφεύγουσα ένωση ή οποιαδήποτε συμφωνία σχετικά με την αμοιβή. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση δεν είχε προβλεφθεί από το νόμο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση την οποία κατήγγειλε η προσφεύγουσα ένωση είχε επιβάλει δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος σε αυτή και δεν επιτεύχθηκε «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της και του γενικού συμφέροντος.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα AsDAC είναι μια μη κυβερνητική οργάνωση της Μολδαβίας με έδρα το Κισινάου, και δημιουργήθηκε για τη συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών και των αντίστοιχων δικαιωμάτων των μελών της.
Τον Δεκέμβριο του 2005, η Κυβέρνηση της Μολδαβίας αποφάσισε ότι το 2006 η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας θα εξέδιδε τέσσερα αναμνηστικά ασημένια νομίσματα. Η τράπεζα διοργάνωσε διαγωνισμό για την επιλογή σχεδίασης των κερμάτων και επέλεξε τα γραφικά και τα μοντέλα των L.C. και O.C.
Στη συνέχεια οι L.C. και O.C. ανέθεσαν την αποκλειστική διαχείριση των δικαιωμάτων των έργων τους στην προσφεύγουσα ένωση. Σύμφωνα με τις συμφωνίες τους, μόνο η ένωση είχε εξουσιοδότηση να εκδίδει άδειες για τη χρήση αυτών των έργων και τη συλλογή των αμοιβών που οφείλονται σε αυτά. Οι L.C και O.C. δεν θα μπορούσαν απευθείας να εισπράξουν τα ποσά για τα δικαιώματα από τον χρήστη των έργων τους. Σε αντάλλαγμα, η προσφεύγουσα ένωση ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να διανείμει οποιοδήποτε εισόδημα σε αυτούς και να προσφύγει στα αντίστοιχα δικαστήρια εξ ονόματός τους για την υπεράσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων που της είχαν ανατεθεί.
Τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 2006 η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας εξέδωσε τέσσερα αναμνηστικά νομίσματα στα οποία απεικονίζονταν τα έργα τέχνης των L.C. και O.C.
Τον Νοέμβριο του 2006 η προσφεύγουσα ένωση ζήτησε από την τράπεζα το ποσό των 11.800 ευρώ για την χρηματική και ηθική βλάβη που ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί, ισχυριζόμενη ότι η χρήση των έργων των L.C. και O.C. ήταν παράνομη, καθώς η Τράπεζα δεν είχε λάβει νόμιμα τη συγκατάθεσή τους, ούτε τους κατέβαλε αμοιβή.
Τον Δεκέμβριο του 2006, η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ένωσης ως αβάσιμες. Στη συνέχεια, η ένωση άσκησε αγωγή εναντίον της Τράπεζας, ζητώντας αποζημίωση για χρηματική και ηθική βλάβη και την επιστροφή των έργων τέχνης που δημιουργήθηκαν από τους L.C. και O.C.
Τον Μάρτιο του 2007, το Εφετείο του Chișinău δέχθηκε εν μέρει το αίτημα, διατάσσοντας την Τράπεζα να πληρώσει περίπου 6.000 ευρώ ως αποζημίωση και να επιστρέψει τα αρχικά έργα τέχνης. Η Τράπεζα άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Τον Ιούνιο του 2007 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου. Επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ένωσης εκτός από το αίτημα επιστροφής των έργων τέχνης. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τα γραφικά που χρησιμοποιούνται για το διαγωνισμό δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαιώματα στον δημιουργό, όπως αποδέχτηκαν και συμφώνησαν οι L.C. και O.C. όταν παρέδωσαν τα έργα τους στην Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας για τη δημιουργία των εν λόγω νομισμάτων.
Βασιζόμενη κυρίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (προστασία περιουσίας),η προσφεύγουσα ένωση παραπονέθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να της καταβάλλει αποζημίωση, υποστηρίζοντας ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας δύο από των μελών της παραβιάστηκαν.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας)
- 1. Παραδεκτό: εάν το άρθρο 1 του Πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου είχε εφαρμογή και το ζήτημα του καθεστώτος του θύματος
Προκειμένου να εξακριβωθεί εάν η προσφεύγουσα ένωση είχε τη δυνατότητα να προσφύγει, το Δικαστήριο έπρεπε να διαπιστώσει εάν είχε κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Πρώτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι δημιουργοί των επίμαχων έργων τέχνης ήταν οι L.C. και O.C. Στην ενότητα 4 (2) του Ν. 293, τα δικαιώματα του δημιουργού προέρχονταν αυτόματα από τη δημιουργία του έργου.
Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δημιουργώντας τα έργα που ζήτησε η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας και κατά την παράδοση στην τελευταία, οι L.C. και O.C. είχαν αποδεχτεί ότι αποποιούνται τα πνευματικά δικαιώματα του δημιουργού, χωρίς να διευκρινίζεται μέχρι ποιο σημείο αυτά τα έργα εξέπιπταν από το πεδίο προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, δηλαδή κατά τη δημιουργία τους ή σε μεταγενέστερο στάδιο. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία πριν υποστηρίξει τη δεύτερη υπόθεση. Καθοριστικής σημασίας ήταν το γεγονός ότι η εγχώρια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση και προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού, δηλαδή ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας, επιβεβαίωσε ότι οι L.C. και O.C. είχαν δικαιώματα κυριότητας επί των επίμαχων έργων. Επιπλέον, η νομιμότητα του πιστοποιητικού που εξέδωσε η εν λόγω αρχή δεν αμφισβητήθηκε.
Τέλος, δεν υπήρχε ένδειξη ότι οι όροι του διαγωνισμού που διοργανώθηκε από την Τράπεζα (για να επιλέξει το σχέδιο των αναμνηστικών κερμάτων) είχε αποκλείσει τα υποβληθέντα έργα από το πεδίο των δικαιωμάτων των δημιουργών από τη στιγμή της δημιουργίας τους.
Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα των L.C. και O.C. εμφανίστηκαν όταν τα επίμαχα έργα δημιουργήθηκαν και ως εκ τούτου οι καλλιτέχνες είχαν κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δεύτερον, το Δικαστήριο εξέτασε εάν αυτό ίσχυε και για την προσφεύγουσα ένωση και κατά πόσο είχε οποιοδήποτε συμφέρον στη διαδικασία. Συναφώς, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ένωση στηρίζετο σε νομοθετική διάταξη να παρακρατήσει ένα ορισμένο ποσοστό των δικαιωμάτων που εισπράχθηκαν, είχε ουσιαστικά συμφέροντα που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση των επίμαχων έργων των L. C. και O.C., μεταξύ άλλων. Τα συμφέροντα αυτά καθορίστηκαν επαρκώς βάσει του εθνικού δικαίου και η προσφεύγουσα ένωση είχε το δικαίωμα να βασιστεί σε μια «νόμιμη εμπιστοσύνη» που εμπίπτει στο έννοια της «κατοχής» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Κατά συνέπεια, η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να χορηγήσουν αποζημίωση για την εικαζόμενη παράνομη χρήση των έργων των L.C. και O.C. ήταν σε άμεση αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα της προσφεύγουσας ένωσης, η οποία θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί ότι ήταν θύμα κατά την έννοια του άρθρου 34 (δικαίωμα ατομικής προσφυγής) της Σύμβασης.
- 2. Επί της ουσίας: αν υπήρξε παρέμβαση και αν ναι, αν ήταν δικαιολογημένη
Όσον αφορά την παρέμβαση: Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε πράγματι παρέμβαση στο δικαιώματα της προσφεύγουσας ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Αν και δεν υπήρξε επίσημη πράξη αποποίησης, το επίμαχο έργο τέχνης είχε αποκλειστεί από την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού και είχε τόσο σοβαρές συνέπειες που θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με στέρηση της ιδιοκτησίας.
Όσον αφορά το αν η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο: Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η νομική βάση που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το άρθρο 7 (1) (β) του Ν. 293, σύμφωνα με το οποίο τα σχέδια που χρησιμοποιούνται σε δημόσιες δημοπρασίες δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν και να δημιουργήσουν πνευματικά δικαιώματα στο δημιουργό. Το Ανώτατο Δικαστήριο ωστόσο δεν εξέτασε το ζήτημα αν οι νομικές προϋποθέσεις για τη διάθεση των δικαιωμάτων του δημιουργού είχαν ικανοποιηθεί. Πρώτον, ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο ούτε η Κυβέρνηση αναφέρθηκαν σε κάποια νομική διάταξη η οποία ορίζει ρητά τους όρους που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να αποκλειστεί ένα έργο από το πεδίο των δικαιωμάτων του δημιουργού. Δεύτερον, σύμφωνα με τα άρθρα 19, 24 και 25 του Ν. 293, ο μόνος τρόπος για να εκμεταλλευτεί ένα τρίτο μέρος τα έργα ενός δημιουργού ήταν να συνάψει γραπτή συμφωνία με τον δημιουργό ή τους διαδόχους του. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι μία από τις υποχρεωτικές ρήτρες της σύμβασης θα ήταν το ποσό της αμοιβής του δημιουργού ή η μέθοδος υπολογισμού της. Ωστόσο, η Εθνική Τράπεζα της Μολδαβίας είχε χρησιμοποιήσει τα έργα τέχνης χωρίς να υπάρχει γραπτή σύμβαση με τους δημιουργούς ή την προσφεύγουσα ένωση ή οποιαδήποτε συμφωνία σχετικά με την αμοιβή. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση δεν είχε προβλεφθεί από το νόμο.
Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό: Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είχε δηλώσει ποιος ήταν ο νόμιμος στόχος στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αναμνηστικά κέρματα είχαν κοπεί βάσει της νομισματικής πολιτικής και συνεπώς εμπίπτει στην έννοια του γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Όσον αφορά την αναλογικότητα του μέτρου: Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η κατοχή ιδιοκτησίας χωρίς τη καταβολή ενός ποσού που λογικά σχετίζεται με την αξία της, θα αποτελούσε κανονικά δυσανάλογη παρέμβαση και η πλήρης έλλειψη αποζημίωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε λάβει καμία αποζημίωση για την παραίτηση από τα δικαιώματα του δημιουργού στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση των εν λόγω δικαιωμάτων και από τα οποία είχε νόμιμο δικαίωμα να αντλήσει εισόδημα. Ωστόσο, ούτε τα εθνικά δικαστήρια ούτε η Κυβέρνηση αναφέρθηκαν στις εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογούν τη συνολική έλλειψη αποζημίωσης Επιπλέον, ο σκοπός γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές θα μπορούσε να εκπληρωθεί διαφορετικά χωρίς να παραβιαστούν τα δικαιώματα της προσφεύγουσας ένωσης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν εντόπισε κάποιον επιτακτικό λόγο για τους οποίους τα έργα τέχνης των L.C. και O.C. έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ειδικά και συγκεκριμένα χωρίς να πληρωθούν πνευματικά δικαιώματα οι δημιουργοί τους. Ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει οποιονδήποτε λόγο για τη μη υπογραφή σύμβασης με την προσφεύγουσα ένωση ή τους δημιουργούς.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση που υπέστη η προσφεύγουσα ένωση είχε επιβάλλει δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος σε αυτήν και ότι η «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ της προστασίας του δικαιώματός της για την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της και το γενικό συμφέρον δεν επιτεύχθηκε.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).