ΑΠΟΦΑΣΗ
PROJECT-TRADE D.O.O. κατά Κροατίας της 19.11.2020 (αρ. προσφ. 1920/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ανάκληση και ακύρωση μετοχών εταιρείας σε τράπεζα, δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας.
Κυβερνητική απόφαση οικονομικής αναδιάρθρωσης της Κροατικής Εθνικής Τράπεζα, όπου η προσφεύγουσα εταιρεία είχε μετοχές. Η επίμαχη κυβερνητική απόφαση, συνίστατο στην ανάκληση και ακύρωση όλων των μετοχών που κατείχαν οι μέτοχοι της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκαν στην προσφεύγουσα εταιρεία. Η προσφεύγουσα είχε χάσει αναμφισβήτητα την περιουσία της ως αποτέλεσμα αυτής της κυβερνητικής απόφασης και θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί ότι είναι θύμα παραβίασης.
Δεδομένου ότι καμία δικαστική αρχή δεν είχε επανεξετάσει ποτέ τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η κυβέρνηση της Κροατίας στήριξε τη διαπίστωσή της ότι η Κροατική Τράπεζα χρειαζόταν αναδιάρθρωση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (πρόσβαση σε δικαστήριο) λόγω αδυναμίας αποτελεσματικής αμφισβήτησης της απόφασης της Κυβέρνησης ενώπιον των δικαστηρίων.
Επίσης, η επίδικη κυβερνητική απόφαση συνιστούσε, δυνάμει του εσωτερικού δικαίου, δευτερογενή νομοθεσία και έτσι δεν μπορούσε να ελεγχθεί από καμία διοικητική αρχή. Σύμφωνα με το Στρασβούργο, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας), καθώς η παρέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας της προσφεύγουσας δεν συνοδεύονταν από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας.
Τέλος, το ΕΔΔΑ, αφού έλαβε υπόψιν όλα τα απαραίτητα κριτήρια, η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου (σχεδόν 5 χρόνια σε ένα επίπεδο δικαιοδοσίας) ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την απαίτηση «εύλογου χρόνου». Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (εύλογη διάρκεια της διαδικασίας) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 1 ΠΠΠ
Άρθρο 34
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Project-Trade D.O.O., είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που έχει συσταθεί βάσει του κροατικού δικαίου και εδρεύει στο Ζάγκρεμπ. Η εταιρεία αυτή ήταν μέτοχος της Κροατικής Τράπεζας (Croatia Bank), μιας ιδιωτικής μετοχικής εταιρείας, η οποία υπάγονταν στο κροατικό δίκαιο.
Η προσφεύγουσα εταιρεία προσέφυγε στο ΕΔΔΑ παραπονούμενη ότι στερήθηκε τις μετοχές της στην παραπάνω τράπεζα μετά την αναδιάρθρωση που πραγματοποίησε η κυβέρνηση.
Το 1999 η Κροατική Εθνική Τράπεζα διόρισε έναν προσωρινό διαχειριστή της Κροατικής Τράπεζας και πρότεινε μια διαδικασία ανάκαμψης και αναδιάρθρωσης στην κροατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση εξέδωσε απόφαση για την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της Κροατικής Τράπεζας στις 23 Σεπτεμβρίου 1999. Όλες οι μετοχές που κατείχαν οι μέτοχοι της τράπεζας ανακλήθηκαν και ακυρώθηκαν. Η τράπεζα εξέδωσε νέες μετοχές, όλες στο όνομα της κρατικής υπηρεσίας που είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία αναδιάρθρωσης. Εξαλείφθηκαν επίσης οι εξουσίες των διοικητικών οργάνων της τράπεζας και τα δικαιώματα των μετόχων.
Το 1999 και το 2000, πέντε μέτοχοι της τράπεζας υπέβαλαν 4 ξεχωριστές αιτήσεις στο Συνταγματικό Δικαστήριο για έλεγχο της συμμόρφωσης της απόφασης της κυβέρνησης με το Σύνταγμα και με τη σχετική πρωτογενή νομοθεσία. Τον Ιανουάριο του 2003 το Συνταγματικό Δικαστήριο διέκοψε τη διαδικασία αφού η νομοθεσία στην οποία βασίστηκε η απόφαση της κυβέρνησης στο μεταξύ είχε καταργηθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 2003, η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε αγωγή κατά της τράπεζας και του κράτους, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση της κυβέρνησης ήταν αδικαιολόγητη από οικονομική άποψη και ότι δεν είχαν εκπληρωθεί οι νομικές απαιτήσεις.
Τον Φεβρουάριο του 2006, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της προσφεύγουσας εταιρείας. Ισχυρίστηκε ότι όλες οι υπάρχουσες μετοχές της τράπεζας είχαν ακυρωθεί και ότι οι νέες μετοχές που εκδόθηκαν ανήκουν στην κρατική υπηρεσία.
Τον Ιούνιο του 2008, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της απόφασης της κυβέρνησης.
Στις 14 Οκτωβρίου 2008, η εταιρεία άσκησε συνταγματική καταγγελία, ισχυριζόμενη παραβίαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων
Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2013, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την συνταγματική καταγγελία της προσφεύγουσας εταιρείας και στις 10 του Οκτωβρίου 2013 επέδωσε την απόφαση στον εκπρόσωπο της εταιρείας.
Βασιζόμενη κυρίως στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε ότι στερήθηκε τις μετοχές της στην Κροατική Τράπεζα μετά την κυβερνητική απόφαση για την αναδιάρθρωση και ανάκαμψή της, την έλλειψη πρόσβασης στα εθνικά δικαστήρια για την προσβολή της απόφασης και τη μακρόχρονη διάρκεια της διαδικασίας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 34
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν η προσφεύγουσα εταιρεία, ως πρώην μέτοχος της Κροατικής Τράπεζας, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν θύμα της φερόμενης παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Κατά το ΕΔΔΑ, ήταν σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ καταγγελιών που υπέβαλαν οι μέτοχοι σχετικά με μέτρα που επηρέαζαν τα δικαιώματά τους (όπου θα μπορούσαν να θεωρηθούν θύματα) και εκείνων σχετικά με πράξεις που επηρέαζαν τις εταιρείες, στις οποίες κατείχαν μετοχές ( δεν μπορούσαν να θεωρηθούν θύματα κατά την έννοια του άρθρου 34). Για να μπορούν οι μέτοχοι να ισχυρίζονται ότι είναι θύματα, τα επίμαχα μέτρα ή πράξεις πρέπει να είχαν επηρεάσει τα νομικά τους δικαιώματα τόσο άμεσα όσο και προσωπικά και πέρα από την απλή διατάραξη των συμφερόντων τους στην εταιρεία, αναστατώνοντας τη θέση τους στη δομή της εταιρείας.
Το καταγγελλόμενο μέτρο, δηλαδή η επίμαχη κυβερνητική απόφαση για την ανάκτηση και την αναδιάρθρωση της Κροατικής Τράπεζας, συνίστατο στην ανάκληση και ακύρωση όλων των μετοχών που κατείχαν οι μέτοχοι της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκαν στην προσφεύγουσα εταιρεία. Επομένως, η εταιρεία είχε χάσει αναμφισβήτητα την περιουσία της ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης. Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα της προσφεύγουσας εταιρείας που προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου είχαν επηρεαστεί άμεσα με τρόπο που υπερέβαινε απλώς την αναστάτωση της θέσης της εταιρείας κατά την αναδιάρθρωση της Κροατικής Τράπεζας.
Η προσφεύγουσα εταιρεία θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί ότι είναι θύμα.
Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (Πρόσβαση στο δικαστήριο)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κυβερνητική απόφαση της 23.09.1999 σχετικά με την ανάκτηση και την αναδιάρθρωση της Κροατικής Τράπεζας δεν τέθηκε υπό δικαστικό έλεγχο του πεδίου εφαρμογής που απαιτείται από το άρθρο 6 § 1.
Συγκεκριμένα, καμία δικαστική αρχή δεν έχει επανεξετάσει ποτέ τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η κυβέρνηση της Κροατίας στήριξε τη διαπίστωσή της ότι η Κροατική Τράπεζα χρειαζόταν αναδιάρθρωση, ούτε εξέτασε εάν πληρούνταν οι λοιπές νομικές απαιτήσεις, δηλαδή εάν ο σχετικός νόμος εφαρμόστηκε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία αποτελεσματικής αμφισβήτησης της απόφασης της Κυβέρνησης ενώπιον των δικαστηρίων ήταν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο της προσφεύγουσας εταιρείας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε δικαστήριο.
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, για να είναι νόμιμη μια παρέμβαση σε ένα δικαίωμα της Σύμβασης, πρέπει να συνοδεύεται από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά το εν λόγω μέτρο.
Το Δικαστήριο επισήμανε το γεγονός ότι η κυβερνητική απόφαση της 23.09.1999 σχετικά με την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της Κροατικής Τράπεζας συνιστούσε, δυνάμει του εσωτερικού δικαίου, δευτερογενή νομοθεσία και ότι δεν μπορούσε να ελεγχθεί από καμία διοικητική αρχή.
Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στην εταιρεία από τις εγχώριες αρχές δεν της προσέφεραν την ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το επίμαχο μέτρο και επομένως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ούτε τις απαιτήσεις του άρθρου 1.
Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εξακριβώσει εάν είχαν τηρηθεί οι άλλες απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης. Συνεπώς, το Δικαστήριο απέφυγε να εκφράσει γνώμη σχετικά με τη σκοπιμότητα της κυβερνητικής απόφασης της 23.09.1999 να ανακτήσει και να αναδιαρθρώσει την Κροατική Τράπεζα ή για το ζήτημα αν το εν λόγω μέτρο ήταν προς το γενικό συμφέρον και, εάν ναι, εάν έχει επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και την προστασία του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας εκ μέρους της προσφεύγουσας εταιρείας.
Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, και λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας της προσφεύγουσας δεν συνοδεύονταν από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας και, επομένως, δεν ήταν νόμιμη κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (Εύλογη διάρκεια της διαδικασίας)
Η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεσή της ήταν ασυμβίβαστη με την απαίτηση «εύλογου χρόνου» που ορίζεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η σχετική περίοδος που πρέπει να εξεταστεί είναι η περίοδος κατά την οποία εκκρεμούσε η επίμαχη διαδικασία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δηλαδή η περίοδος μεταξύ 14.10.2008 (όταν η εταιρεία υπέβαλε τη συνταγματική της καταγγελία) και 10.10.2013 (όταν επιδόθηκε στην προσφεύγουσα η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου). Έτσι η δίκη διήρκεσε σχεδόν πέντε χρόνια σε ένα επίπεδο δικαιοδοσίας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης και με αναφορά στα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών και το διακύβευμα για τον προσφεύγοντα στη διαφορά.
Το ΕΔΔΑ έλαβε δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα που πρόβαλε η κυβέρνηση. Ωστόσο θεώρησε ότι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης δεν μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς την καθυστέρηση της διαδικασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, στην παρούσα περίπτωση, η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την απαίτηση «εύλογου χρόνου».
Κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.
Δίκαιη ικανοποίηση
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας εταιρείας για δίκαιη ικανοποίηση
(επιμέλεια echrcaselaw.com).