ΑΠΟΦΑΣΗ
Victor Rotaru κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 08.12.2020 (αρ. προσφ. 26764/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης και αναλογικότητα παραβίασης του δικαιώματος.
Ο προσφεύγων ζήτησε την ανανέωση διαβατηρίου όταν επέστρεψε στην Μολδαβία μετά από πολυετή παραμονή του σε άλλη χώρα. Οι εγχώριες αρχές αρνήθηκαν για 12 χρόνια να εκδώσουν στον προσφεύγοντα διαβατήριο, με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποπληρώσει επιδικασμένη οφειλή σε Τράπεζα. Τα εγχώρια Δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση απέρριψαν το αίτημα του για ανανέωση διαβατηρίου.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η άρνηση του διοικητικού οργάνου έμοιαζε με αυτοματοποιημένο μέτρο και, επιπλέον, επιβλήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να γίνει κάποια επανεξέταση της αναλογικότητας του μέτρου δεδομένου ότι η εντολή προς εκτέλεση εναντίον του, είχε λήξει. Παρόλο που το μέτρο επιβλήθηκε βάσει διάταξης νόμου ήταν αντίθετο με τις υποχρεώσεις των αρχών σύμφωνα με το άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι λόγω μη επανεξέτασης του μέτρου, ο προσφεύγων στερήθηκε την απαραίτητη προστασία από αυθαίρετες πράξεις των αρχών. Ήταν κύρωση δυσανάλογη και όχι απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Victor Rotaru, είναι Μολδαβός υπήκοος ο οποίος ζει στο Chișinău.
Στις 11 Ιουνίου 1998, το Δικαστήριο Botanica στο Chișinău διέταξε τον προσφεύγοντα να πληρώσει στην Τράπεζα Ε. 77.908.51 Μολδαβικά λέι (περίπου 16.450 αμερικανικά δολάρια με τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την εν λόγω περίοδο) για οφειλές ληξιπρόθεσμου δανείου πλέον τόκων και εξόδων. Το 2004 ο προσφεύγων έφυγε από τη χώρα για να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στη Ρουμανία, χωρίς να έχει συμμορφωθεί με την δικαστική απόφαση.
Επιστρέφοντας στη Μολδαβία το 2010, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για νέο διαβατήριο. Η αίτησή του απορρίφθηκε από την αρχή με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξοφλήσει την οφειλή του στην Τράπεζα Ε. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την άρνηση χορήγησης διαβατηρίου ενώπιον δικαστηρίου, ισχυριζόμενος παράνομη παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η εντολή εκτέλεσης για την οφειλή του στην τράπεζα δυνάμει της απόφασης της 11ης Ιουνίου 1998 είχε λήξει.
Η Τράπεζα Ε. έδωσε εντολή σε δικαστικό επιμελητή να προβεί σε εκτέλεση της απόφασης του 1998, και ενημέρωσε τον ληξίαρχο να μην εκδώσει στον προσφεύγοντα διαβατήριο. Το Εφετείο Chișinău απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι ήταν αβάσιμη. Η Αναίρεση από τον προσφεύγοντα απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στηριζόμενος στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (ελεύθερη κυκλοφορία), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για τη παράνομη και δυσανάλογη παρέμβαση στην ελεύθερη κυκλοφορία του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές είχαν βασίσει την προσβαλλόμενη πράξη στο άρθρο 8 του Ν. 269, το οποίο τους επέτρεψε να αρνηθούν την έκδοση διαβατηρίου σε περίπτωση υπερήμερης οφειλής. Το ληξιαρχείο αρνήθηκε να εκδώσει διαβατήριο στον προσφεύγοντα μετά από αίτηση του πιστωτή, αφού διαπίστωσε ότι η μόνη προϋπόθεση που επιβάλλεται από τη παραπάνω νομική διάταξη πληρούνταν, δηλαδή το γεγονός ότι δεν αποπληρώθηκε η οφειλή. Η διάρκεια της απαγόρευσης απόκτησης διαβατηρίου δεν είχε προσδιοριστεί και δεν φαίνεται ότι είχε γίνει κάποια επανεξέταση της αναλογικότητας του μέτρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η άρνηση του διοικητικού οργάνου έμοιαζε με αυτοματοποιημένο μέτρο και, επιπλέον, επιβλήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια γενική απαγόρευση εξόδου ήταν αντίθετη με τις υποχρεώσεις των αρχών σύμφωνα με το άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.
Επομένως, το Δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει εάν υπήρξε αποτελεσματικός έλεγχος από τα δικαστήρια σχετικά με τη νομιμότητα και την αναλογικότητα του προσβαλλόμενου μέτρου. Μια τέτοια αξιολόγηση ήταν ακόμη περισσότερο απαραίτητη, δεδομένου ότι το μέτρο είχε ληφθεί περίπου 12 χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης το 2003 βάση της οποίας ο προσφεύγων διατάχθηκε να καταβάλει μία οφειλή και ελλείψει εκκρεμούς διαδικασίας εκτέλεσης εναντίον του. Επιπλέον, μια επανεξέταση της αναλογικότητας για οποιονδήποτε περιορισμό του δικαιώματος στην ελεύθερη κυκλοφορία απαιτούνταν και προβλέπονταν ρητώς από την απόφαση της 15.04.2011 του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια απλώς επικύρωσαν την προσβαλλόμενη πράξη σημειώνοντας ότι συμμορφώνονταν με την εθνική νομοθεσία. Είχαν αποτύχει πλήρως να εξετάσουν εάν η άρνηση έκδοσης διαβατηρίου ήταν συμβατή με τις διατάξεις για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, ιδίως τις διατάξεις που ορίζουν τριετή προθεσμία από την έκδοση διαταγής εκτέλεσης.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αναλύσει την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος ή το ζήτημα αν η παρέμβαση ήταν ανάλογη.
Όσον αφορά την υποχρέωση των αρχών να επανεξετάζουν τακτικά το μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μετά την επιβεβαίωση των εθνικών δικαστηρίων της άρνησης των αρχών να εκδώσουν το διαβατήριο, δεν υπήρξε νέα εξέταση των λόγων απαγόρευσης εξόδου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε υποβληθεί σε διοικητικό μέτρο, αόριστης διάρκειας και χωρίς αποτελεσματική και περιοδική επανεκτίμηση. Αυτά τα στοιχεία επαρκούσαν για το Δικαστήριο ώστε να συμπεράνει ότι η εθνική νομοθεσία, όπως εφαρμόσθηκε στην προκειμένη υπόθεση, δεν είχε παράσχει στον προσφεύγοντα επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να αποτρέψει τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των αρχών, και ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί της απαραίτητης προστασίας έναντι της αυθαιρεσίας που απαιτείται από την αρχή του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία κυκλοφορίας δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Δημοκρατία της Μολδαβίας έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη
(επιμέλεια echrcaselaw.com).