Δικαστήριο ΕΕ: Περιορισμός στη χρήση μετρητών μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αυτή η πληρωμή συνεπάγεται υπέρμετρο κόστος για τη Διοίκηση λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού οφειλετών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 26-01-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ένα κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ μπορεί να υποχρεώσει τη δημόσια διοίκησή του να δέχεται πληρωμές σε μετρητά, αλλά μπορεί επίσης να περιορίζει αυτή τη δυνατότητα πληρωμής για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί, μεταξύ άλλων, να δικαιολογείται όταν η πληρωμή σε μετρητά είναι δυνατόν να συνεπάγεται υπέρμετρο κόστος για τη Διοίκηση λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των οφειλετών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Δύο Γερμανοί πολίτες, υπόχρεοι στην καταβολή του ραδιοτηλεοπτικού τέλους στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης (Γερμανία), πρότειναν στην Hessischer Rundfunk (ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό της Έσσης) να καταβάλουν σε μετρητά το τέλος αυτό. Η Hessischer Rundfunk, επικαλούμενη το καταστατικό της για τη διαδικασία εκτέλεσης πληρωμών των ραδιοτηλεοπτικών τελών, το οποίο αποκλείει κάθε δυνατότητα πληρωμής του εν λόγω τέλους σε μετρητά [άρθρο 10 παράγραφος 2, του Satzung des Hessischen Rundfunks über das Verfahren zur Leistung der Rundfunkbeiträge (καταστατικού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της Έσσης για τη διαδικασία εκτέλεσης πληρωμών των ραδιοτηλεοπτικών τελών), της 5ης Δεκεμβρίου 2012], απέρριψε την πρότασή τους και τους απέστειλε ειδοποιήσεις πληρωμής.
Οι δύο Γερμανοί πολίτες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως κατά των εν λόγω ειδοποιήσεων πληρωμής και η διαφορά υποβλήθηκε εν τέλει στην κρίση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία). Το δικαστήριο αυτό επισήμανε ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας καταβολής του ραδιοτηλεοπτικού τέλους μέσω τραπεζογραμματίων σε ευρώ, ο οποίος προβλέπεται στο καταστατικό της Hessischer Rundfunk για τη διαδικασία εκτέλεσης πληρωμών, αντιβαίνει σε υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη του ομοσπονδιακού δικαίου, κατά την οποία τα τραπεζογραμμάτια σε ευρώ αποτελούν νόμιμο μέσο πληρωμής χωρίς περιορισμούς [άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Gesetz über die Deutsche Bundesbank (νόμου για τη γερμανική κεντρική τράπεζα), όπως δημοσιεύθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1992 (BGBl. 1992 I, σ. 1782) και τροποποιήθηκε με τον νόμο της 4ης Ιουλίου 2013 (BGBl. 2013 I, σ. 1981)].
Ωστόσο, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο), διερωτώμενο αν η διάταξη αυτή του ομοσπονδιακού δικαίου συνάδει με την αποκλειστική αρμοδιότητα που διαθέτει η Ένωση στον τομέα της νομισματικής πολιτικής για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό ζήτησε επίσης να διευκρινιστεί αν η ιδιότητα των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος συνεπάγεται ότι απαγορεύεται στους δημόσιους φορείς των κρατών μελών να αποκλείουν τη δυνατότητα εκπλήρωσης σε μετρητά μιας χρηματικής υποχρέωσης που επιβάλλεται από δημόσια αρχή, όπως ισχύει για την πληρωμή του ραδιοτηλεοπτικού τέλους στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ μπορεί, στο πλαίσιο της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησής του, να λαμβάνει μέτρο το οποίο υποχρεώνει τη διοίκηση αυτή να δέχεται πληρωμές σε μετρητά ή να εισάγει, για λόγο δημοσίου συμφέροντος και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρέκκλιση από την υποχρέωση αυτή.
Σε πρώτο στάδιο, το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια της «νομισματικής πολιτικής» στον τομέα της οποίας η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η έννοια αυτή δεν περιορίζεται στην επιχειρησιακή εφαρμογή της, αλλά ενέχει και μια κανονιστική διάσταση που αποσκοπεί στη διασφάλιση του καθεστώτος του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του «νομίμου χρήματος» μόνο στα τραπεζογραμμάτια σε ευρώ που εκδίδουν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, σύμφωνα με το άρθρο 128, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, ΣΛΕΕ, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και το άρθρο 10, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 974/98 του Συμβουλίου, για την εισαγωγή του Ευρώ, απηχεί τον επίσημο χαρακτήρα που έχουν τα εν λόγω χαρτονομίσματα στη ζώνη του ευρώ, αποκλείοντας τη δυνατότητα να έχουν και άλλα χαρτονομίσματα τέτοιο χαρακτήρα. Συναφώς, πρόσθεσε ότι η έννοια του «νομίμου χρήματος» που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ενός μέσου πληρωμής εκφραζόμενου σε συγκεκριμένη νομισματική μονάδα σημαίνει ότι κατά κανόνα δεν επιτρέπεται η μη αποδοχή του εν λόγω μέσου πληρωμής για την εξόφληση οφειλής εκφραζόμενης στην ίδια νομισματική μονάδα. Τέλος, υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί, δυνάμει του άρθρου 133 ΣΛΕΕ, να θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα για τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος απηχεί την απαίτηση καθιέρωσης ενιαίων αρχών για όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και συμβάλλει στην επιδίωξη του κύριου σκοπού της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης που συνίσταται στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι μόνον η Ένωση είναι αρμόδια να διευκρινίσει την ιδιότητα του νομίμου χρήματος που αναγνωρίζεται στα τραπεζογραμμάτια σε ευρώ. Συναφώς, υπενθύμισε ότι, όταν απονέμεται αποκλειστική αρμοδιότητα στην Ένωση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διάταξη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα αυτή, ακόμη και στην περίπτωση που η Ένωση δεν έχει ασκήσει την αποκλειστική αρμοδιότητά της.
Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, προκειμένου να κατοχυρωθεί η ιδιότητα των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος ή να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ιδιότητας αυτής, δεν είναι αναγκαίο να επιβληθεί απόλυτη υποχρέωση αποδοχής των τραπεζογραμματίων αυτών ως μέσου πληρωμής. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο ούτε να προβλεφθούν από την Ένωση κατά τρόπο εξαντλητικό και ομοιόμορφο οι εξαιρέσεις από αυτήν την καταρχήν υποχρέωση, εφόσον είναι δυνατόν, κατά γενικό κανόνα, οι πληρωμές να πραγματοποιούνται σε μετρητά.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ είναι αρμόδια να ρυθμίζουν τον τρόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων πληρωμής, εφόσον είναι δυνατόν, κατά κανόνα, οι πληρωμές να πραγματοποιούνται σε μετρητά στο νόμισμα αυτό. Επομένως, ένα κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρο το οποίο υποχρεώνει τη δημόσια διοίκησή του να δέχεται πληρωμές σε μετρητά στο νόμισμα αυτό.
Σε δεύτερο στάδιο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η ιδιότητα των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος συνεπάγεται, καταρχήν, την υποχρέωση αποδοχής τους. Εντούτοις, διευκρίνισε ότι τα κράτη μέλη μπορούν, καταρχήν, να περιορίζουν την υποχρέωση αυτή για λόγους δημοσίου συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν και άλλα διαθέσιμα νόμιμα μέσα εξόφλησης χρηματικών οφειλών.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον το να υπάρχει δυνατότητα εξόφλησης των χρηματικών οφειλών προς τις δημόσιες αρχές κατά τρόπον ώστε να μην επιβαρύνονται οι αρχές αυτές με υπέρμετρο κόστος το οποίο θα τις εμπόδιζε να εξασφαλίσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος. Επομένως, ο λόγος δημοσίου συμφέροντος που αντλείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης πληρωμής επιβαλλόμενης από τις δημόσιες αρχές είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό των πληρωμών σε μετρητά, ιδίως όταν είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των οφειλετών από τους οποίους πρέπει να εισπραχθεί η απαίτηση.
Εντούτοις, στο Bundesverwaltungsgericht απόκειται να εξακριβώσει αν ένας τέτοιος περιορισμός είναι ανάλογος προς τον σκοπό αποτελεσματικής είσπραξης του ραδιοτηλεοπτικού τέλους, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ενδέχεται να μην έχουν όλοι οι υπόχρεοι καταβολής του τέλους αυτού εύκολη πρόσβαση στα εναλλακτικά νόμιμα μέσα πληρωμής του.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA