Του Λεωνίδα Στεργίου
Από ηλεκτρονικό κόσκινο υψηλής τεχνολογίας του SSM θα περνούν όλα τα δάνεια των τραπεζών, με στόχο να υπολογίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτερα το ύψος των προβλέψεων που θα πρέπει να πάρουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Ο έξυπνος αλγόριθμος θα αξιολογεί βάσει κριτηρίων, όπως ο κλάδος, και κρίνεται σημαντικός ενόψει της λήξης των αναστολών (μορατόρια), μέτρων στήριξης, νέων ρυθμίσεων δανείων, αποτελεσμάτων stress tests τον Ιούνιο και της μετάβασης των τραπεζών σε νέα λογιστικά πρότυπα.
Πρόκειται για αναβάθμιση υφιστάμενων συστημάτων με την προσθήκη ενός ειδικού αλγόριθμου, ο οποίος θα χρησιμοποιεί πολλά κριτήρια και θα τα συνδυάζει με τα πραγματικά δεδομένα ανά δάνειο, τράπεζα, χώρα και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον στην Ε.Ε. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα του αλγόριθμου -όπως συμβαίνει και σήμερα με τα υφιστάμενα συστήματα- θα έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα (recommendation engine) προκειμένου να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά το έργο της εποπτείας.
Ο SSM (Single Supervisory Mechanism), o εποπτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), παρακολουθεί σε καθημερινή βάση και ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα κάθε τράπεζα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανάλογα με το μέγεθος μιας τράπεζας και μιας χώρας, κάθε επόπτης αναλαμβάνει την ευθύνη για μία ή περισσότερες τράπεζες της ίδιας χώρας. Για παράδειγμα, η εποπτεία των ελληνικών τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει ανατεθεί σε δύο επόπτες, δηλαδή από δύο συστημικές τράπεζες ο καθένας. Για τις κυπριακές τράπεζες υπάρχει άλλος επόπτης, ενώ μόνο για μία μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, λόγου χάρη την Deutsche Bank, ασχολείται ένας επόπτης. Η δουλειά του κάθε επόπτη υποστηρίζεται από μια ομάδα εξειδικευμένων στελεχών (Joint Supervisory Team), καθώς η δουλειά της εποπτείας είναι συνεχής και πολυδιάστατη. Για παράδειγμα, κάθε μέρα ο επόπτης και η ομάδα του επικοινωνούν με την τράπεζα, με διαφορετικά διοικητικά επίπεδα και με διαφορετικά τμήματα (π.χ. με τον διευθύνοντα σύμβουλο, το νομικό τμήμα, το business, των δανείων κ.λπ. σε μια ημέρα). Ο στόχος είναι η ανταλλαγή στοιχείων, ποσοτικών και ποιοτικών, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης της τράπεζας ή κάποιας επιμέρους λειτουργίας με τους κανόνες των ευρωπαϊκών αρχών, της ΕΚΤ και του SSM κ.ά.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, ο SSM έχει ήδη ξεκινήσει την ανάπτυξη αυτού του αλγόριθμου για να υπολογίζει τις προβλέψεις των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη ποιοτικά χαρακτηριστικά και προβλέψεις για την πορεία κλάδων και οικονομιών. Οι υπολογισμοί αυτοί έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα, τους οποίους θα λαμβάνει ο επόπτης και στη συνέχεια θα τους συζητά και θα αναλύει με την τράπεζα που εποπτεύει, δηλαδή όπως γίνεται και σήμερα. Δεν πρόκειται δηλαδή να αντικατασταθεί η εποπτεία από ένα μηχάνημα ή ο επόπτης απλά να μεταβιβάζει τα νούμερα του αλγόριθμου για τις προβλέψεις στις τράπεζες. Πρόκειται για ένα ακόμα σύγχρονο εργαλείο, του οποίου ο ρόλος είναι σημαντικός ειδικά σε αυτό το διάστημα και τη μετα-COVID εποχή.
Η σημαντικότητα του έξυπνου αλγορίθμου και ο λόγος που ΕΚΤ/SSM προχωρούν στην ανάπτυξή του όσο το δυνατόν γρηγορότερα εξηγούνται από τα εξής:
Πρώτον, η πανδημία χτύπησε όλες τις οικονομίες, αλλά κάθε χώρα και κάθε κλάδο με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, δεν υπήρξε ο ίδιος βαθμός επίπτωσης ακόμη και στην ίδια κατηγορία δανείων, π.χ., δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις. Από στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την περίοδο πριν από το δεύτερο κύμα του κορονοϊού, ο τζίρος στις αερομεταφορές και στον τουρισμό (περιλαμβάνονται ξενοδοχεία κ.λπ.) μειώθηκε περισσότερο από 60% στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2020 (σε ετήσια βάση). Την ίδια περίοδο, ο τζίρος των τηλεπικοινωνιών μειώθηκε κατά 1,8%. Ακόμα και στον ίδιο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας βρίσκουμε διαφορές. Στο εμπόριο, λόγου χάρη, ο τζίρος στο χονδρικό εμπόριο μειώθηκε κατά 10,9%, στο λιανικό εμπόριο κατά 3,1%, και στην εμπορία και επισκευή αυτοκινήτων-μοτοσυκλετών κατά 15,1%. Το δεύτερο κύμα από τον Νοέμβριο του 2020 και μετά μπορεί να επιδείνωσε ή να ανέτρεψε τα μεγέθη αυτά, πάλι σε επίπεδο κλάδου, υποκλάδου ή ακόμα και σε επίπεδο επιχείρησης. Συνεπώς, ο SSM θέλει να δει το πώς επηρεάζεται κάθε δάνειο/δανειολήπτης ξεχωριστά.
Δεύτερον, σε επίπεδο κλάδων και επιχειρήσεων, κάθε περίπτωση μπορεί να είναι διαφορετική ως προς τη μεταβατική περίοδο της επανεκκίνησης της οικονομίας και στο πέρασμα στη μετά-COVID εποχή. Δηλαδή, άλλοι κλάδοι ή επιχειρήσεις μπορεί να ξεκινήσουν ευκολότερα και να ανακάμψουν ταχύτερα από άλλους κλάδους ή επιχειρήσεις του ίδιου τομέα. Συνεπώς, ο κίνδυνος σε επίπεδο δανείου/δανειολήπτη είναι πάλι διαφορετικός. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος και η κατηγοριοποίηση των δανείων σε δάνεια με εξασφαλίσεις (ακίνητα) ή χωρίς εξασφαλίσεις δεν μπορεί να αποτελεί μοναδικό κριτήριο διαβάθμισης του κινδύνου.
Τρίτον, δημιουργία νέας γενιάς κόκκινων δανείων μετά τη λήξη των πακέτων στήριξης λόγω πανδημίας, των μορατορίων (αναστολές δόσεων), προγράμματος “Γέφυρα”, κ.λπ. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν ανακοινώσει οι ελληνικές τράπεζες προς τις αρμόδιες αρχές, το συνολικό ύψος των δανείων (στεγαστικά, επιχειρηματικά, καταναλωτικά) που είχαν ενταχθεί σε μορατόρια (20 δισ.) και σε κάθε άλλου είδους ρύθμιση (13 δισ.) μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2020 είχαν ανέλθει σε 33 δισ. ευρώ. Αυτή θεωρείται μία από τις πιο πιθανές δεξαμενές δημιουργίας της νέας γενιάς κόκκινων δανείων που εκτιμάται σε περίπου 10 με 12 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στον λεγόμενο κανόνα “ένα προς τρία”, δηλαδή ένα κόκκινο δάνειο από τα τρία που ρυθμίστηκαν ή εντάχθηκαν σε κάποιο πρόγραμμα διευκόλυνσης. Ο κανόνας αυτός έχει προέλθει κυρίως από την εμπειρία και την ιστορικότητα, όμως αυτή τη στιγμή θεωρείται μάλλον αισιόδοξος και ότι πιθανότατα να μην αντιπροσωπεύει το βασικό σενάριο. Ο λόγος είναι η αβεβαιότητα για τη διάρκεια και την τελική επίπτωση της πανδημίας αλλά και το πώς θα ανταποκριθεί η πραγματική οικονομία την επόμενη ημέρα (έναρξη οικονομικής δραστηριότητας, απασχόληση/ανεργία, διαθέσιμο εισόδημα, επενδύσεις, κατανάλωσης, κ.λπ.). Ήδη, κατά το 2020, παρατηρήθηκε μεγάλη αλλαγή στην καταναλωτική συμπεριφορά. Αντί να μειώνονται οι καταθέσεις λόγω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αυτές αυξήθηκαν διότι τα νοικοκυριά έκοψαν τις καταναλωτικές δαπάνες λόγω αβεβαιότητας (και λόγω των περιοριστικών μέτρων κατά τη διάρκεια των οποίων έκλειναν πολλές δραστηριότητες). Επίσης, ο παράγοντας της αβεβαιότητας που επισημαίνεται και από την ΤτΕ φαίνεται και από το “σπάσιμο” των προθεσμιακών καταθέσεων και τη μεταφορά των χρημάτων σε λογαριασμό ταμιευτηρίου και όψεως. Ακόμη, στην αύξηση των καταθέσεων συνέβαλαν τα μέτρα στήριξης και τα επιδόματα. Αλλά το φαινόμενο αυτό δεν θα είχε παρατηρηθεί σε τέτοιο βαθμό εάν τα νοικοκυριά δεν έκοβαν περισσότερο τις δαπάνες προκειμένου να δημιουργήσουν “μαξιλάρι” για ώρα ανάγκης, όπως να βρεθούν στην ανεργία.
Τέταρτον, το πέρασμα των τραπεζών στα νέα λογιστικά πρότυπα (IFRS-9), τα οποία απαιτούν την κατηγοριοποίηση των κεφαλαίων τους σε stage 1, stage 2 και stage 3. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται εκείνα που έχουν τον μικρότερο κίνδυνο και είναι πιο ποιοτικά, ενώ τον υψηλότερο κίνδυνο και τα λιγότερο ποιοτικά κεφάλαια περνάνε στο stage 3.
Πέμπτον, η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των stress tests που αναμένονται τον Ιούνιο από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA). Ήδη, τα stress tests έχουν ξεκινήσει και οι αρμόδιες αρχές βρίσκονται σε στάδιο ανταλλαγής στοιχείων και μετρήσεων.
Έκτον, η πολιτική που θα αποφασιστεί ανά τράπεζα, χώρα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη στήριξη της οικονομίας (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) στη μεταβατική περίοδο και μετά την επανεκκίνηση. Σύμφωνα με τεχνική έκθεση που μοιράστηκε στους υπουργούς Οικονομικών στο τελευταίο Eurogroup, οι τεχνικές ομάδες της Κομισιόν συστήνουν να μην αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης (περιλαμβανομένης της ρευστότητας από την ΕΚΤ) τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Για την Ελλάδα εφιστά την προσοχή στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, τη στήριξη της αγοράς εργασίας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων και την ενίσχυση γενικά του χρηματοοικονομικού/χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Η επόμενη μέρα
Τόσο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης όσο και οι ίδιες οι τράπεζες, παράλληλα με τη μείωση των κόκκινων δανείων (μέσω των τιτλοποιήσεων) προσπαθούν να στηρίξουν τους δανειολήπτες σε μια περίοδο που ολοκληρώνουν τον μετασχηματισμό τους με εσωτερικές αναδιαρθρώσεις και δημιουργία εσωτερικών κεφαλαίων (buffers) για περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Μέχρι στιγμής, οι ελληνικές τράπεζες είναι από τις πιο ισχυρά κεφαλαιοποιημένες στην Ευρώπη. Αυτό επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την παρεχόμενη στήριξη των δανειοληπτών τους και την παράλληλη μείωση των κόκκινων δανείων και του μετασχηματισμού τους.
Ήδη, τράπεζες ανακοίνωσαν ειδικά προγράμματα για ομαλότερη μετάβαση των δανειοληπτών στην πληρωμή του 100% της δόσης μετά τη λήξη των αναστολών, ενώ όλες προσφέρουν εξατομικευμένες λύσεις για όλους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, για τα κεφάλαια και τις προβλέψεις; Όταν λήξει, για παράδειγμα, η εννεάμηνη περίοδος των αναστολών (μορατόρια), οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους και να τις αυξήσουν ανάλογα με τις ανάγκες που θα προκύψουν από την πορεία της γέννησης νέων κόκκινων δανείων.
Επομένως, ανάλογα τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου δανείων κάθε τράπεζας και τον τρόπο που ρυθμίζει οφειλές, ο δείκτης για τις προβλέψεις θα επηρεαστεί άμεσα. Εάν δεν γίνουν προσεκτικές κινήσεις ή εάν δεν επιβεβαιωθεί το θετικό ή το πιθανό σενάριο για νέα κόκκινα δάνεια 10-12 δισ. ευρώ, τότε υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιες τράπεζες να χρειαστούν να αυξήσουν τις προβλέψεις τους. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουν χρήση κεφαλαίων (κόστος). Αν σε κάποια περίπτωση δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια, η λύση είναι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Συνεπώς, ο ακριβής υπολογισμός των προβλέψεων, σε σχέση με κλάδο, δάνειο, προοπτικές κ.λπ., είναι κομβικής σημασίας. Διότι μπορεί για παράδειγμα κάποιες τράπεζες να μη χρειάζεται να διατηρούν τόσο υψηλές προβλέψεις και τελικά να απελευθερώσουν κεφάλαια με θετική επίπτωση στην κερδοφορία και τις χορηγήσεις δανείων. Ή αντίθετα, μία τράπεζα μπορεί να χρειαστεί επιπλέον προβλέψεις για όλα τα δάνεια ή μεγαλύτερες προβλέψεις.