Οι προβλέψεις όλων των σημαντικών οίκων διεθνώς, ομοίως και οι δικές μας, προβλέπουν ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να επανέλθει ως το τέλος του 2021 στα προ πανδημίας επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας. Η εκτίμηση αυτή ακούγεται αισιόδοξη δεδομένου ότι είμαστε ακόμη εντός μίας διαταραχής προσφοράς και ζήτησης, η οποία προκάλεσε τη βαθύτερη ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας μεταπολεμικά. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι τόσο ενθουσιαστικό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Προ της πανδημίας η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν με ένα ρυθμό της τάξης του 3,5% ετησίως (μέσος όρος 20ετίας), κυρίως και λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που είχαν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ιδιαίτερα η Κίνα και η Ινδία αναπτύσσονταν με ρυθμό πάνω από 7% ετησίως τα τελευταία χρόνια. Αντί για αυτό, το 2020 σημειώθηκε μία πολύ βαθιά ύφεση λόγω της εφαρμογής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, της τεχνητής διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας, της αποδιοργάνωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων, της επιβράδυνσης του διεθνούς εμπορίου και της μείωσης των ταξιδιών και του τουρισμού. Η παγκόσμια οικονομία εκτιμάται ότι έχασε σχεδόν 4% της αξίας της, η Ευρωζώνη συρρικνώθηκε κατά σχεδόν -7.5% και οι ΗΠΑ κατά σχεδόν -4%. Είναι ίσως ειρωνικό, αλλά η μόνη μεγάλη οικονομία η οποία εκτιμάται ότι σημείωσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης (έστω και κατά πολύ ασθενέστερο από τις προηγούμενες δικές της επιδόσεις) στο 2,3% είναι η Κίνα, η οποία αν και αποτέλεσε την αφετηρία της πανδημίας είναι ταυτόχρονα και η πρώτη χώρα που την έθεσε αποτελεσματικά υπό έλεγχο.
Για τη φετινή χρονιά αναμένουμε να υπάρξει μια ανάκαμψη μεγαλύτερη σε ονομαστικό μέγεθος από την περυσινή ύφεση, στην περιοχή του 5%. Αυτός ο ρυθμός είναι υψηλότερος της μακροχρόνιας τάσης, αλλά όχι τόσο μεγάλος ώστε το παγκόσμιο ΑΕΠ να επιστρέψει στο προ κρίσεως μονοπάτι. Δηλαδή, τα επίπεδα του παγκόσμιου ΑΕΠ του 2019 θα ανακτηθούν μεν εντός του 2021, ωστόσο την διετία 2020-2021, αντί για μια σωρευτική ανάπτυξη της τάξης του 7%-8% αν δεν είχε υπάρξει η πανδημία, θα σημειωθεί σωρευτική ανάπτυξη γύρω στο 1%-1,5%. Ακολούθως και η ανεργία θα παραμείνει το 2021 σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά προ της πανδημίας. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι παρά τα τεράστια δημοσιονομικά πακέτα στήριξης και την υπερ-επεκτατική πολιτική των βασικών κεντρικών τραπεζών (μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια παρέμβασης, κολοσσιαία προγράμματα ποσοτικής επέκτασης), οι πληθωριστικές πιέσεις στις ανεπτυγμένες χώρες παραμένουν πολύ χαμηλές, αντίθετα με αυτό που περίμεναν κάποιοι αναλυτές. Αυτό σχετίζεται με την μεγάλη μείωση της ενεργούς ζήτησης που προκάλεσε η ύφεση, αλλά και με το γεγονός ότι σημαντικό μέρος της διοχετευθείσας ρευστότητας δεν πήγε στην πραγματική οικονομία αλλά τοποθετήθηκε σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (ομόλογα, μετοχές) και σε ακίνητα, των οποίων οι τιμές πράγματι εκτοξεύθηκαν. Ο S&P κινείται σε ιστορικά υψηλά όλων των εποχών και ακόμα και χώρες με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα (όπως η Ελλάδα η οποία δεν έχει επενδυτική βαθμίδα) δανείζονται με κόστος κοντά στο μηδέν ή και κάτω από αυτό. Οι αγορές πληρώνουν τα κράτη για να τα δανείσουν, τέτοια είναι η σπάνη επενδύσεων με θετικές αποδόσεις. Είναι αυτή η αισιοδοξία δικαιολογημένη από τα οικονομικά δεδομένα ή οφείλεται αποκλειστικά στους ωκεανούς φθηνής ρευστότητας που διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες και κινδυνεύει να οδηγήσει σε φούσκες; Ο ορισμός του τι συνιστά φούσκα είναι δυσχερής και συνήθως προσφέρεται ex post, όταν ξέρουμε πως έχουν κινηθεί τα οικονομικά δεδομένα, τα οποία οι αγορές προεξοφλούν με τη σημερινή τους λειτουργία. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις.
Αναμφισβήτητα, το 2021 ξεκινά με κάποια θετικά δεδομένα στα οποία εν μέρει βασίζεται ο ενθουσιασμός των αγορών. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι η έναρξη μαζικών εμβολιασμών. Όσο προχωράει ο εμβολιασμός και μια κρίσιμη μάζα του πληθυσμού αποκτά ανοσία, μειώνεται η πιθανότητα για νέα lockdowns και μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, μειώνεται η αβεβαιότητα και άρα βελτιώνονται οι προσδοκίες, η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη και κατά συνέπεια η οικονομική δραστηριότητα. O δεύτερος σημαντικός θετικός παράγοντας είναι η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, οι οποίες αμφότερες θα παραμείνουν υποστηρικτικές και το 2021. Πολλές μεγάλες οικονομίες εφαρμόζουν νέα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης, με πιο μακροπρόθεσμη και δομική στόχευση σε σχέση με το 2020 που εστιάσθηκαν στη στήριξη των εισοδημάτων. Ομοίως και η νομισματική πολιτική θα παραμείνει πολύ υποστηρικτική, με επιτόκια μηδενικά ή αρνητικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως και μέχρι το 2023, και με νομισματική επέκταση για αντίστοιχο σχεδόν χρονικό διάστημα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν κάποια ρίσκα, όχι ασήμαντα. Το πρώτο έχει να κάνει με την πιθανότητα καθυστέρησης στους εμβολιασμούς, το οποίο θα έπληττε την εμπιστοσύνη. Η αβεβαιότητα οδηγεί σε προληπτική αποταμίευση στα νοικοκυριά, μειώνει την κατανάλωση και οδηγεί σε αναβολή επενδύσεων, άρα γενικά θέτει προσκόμματα στην ανάκαμψη. Επιπλέον, υπάρχουν ιδιοσυγκρατικά ρίσκα σε συγκεκριμένες χώρες και περιοχές. Στην Ευρωζώνη, υπάρχουν τα ζητήματα της οικονομικοπολιτικής συνοχής Βορρά-Νότου και της επίδρασης του Brexit, στις ΗΠΑ το ενδεχόμενο καθυστέρησης της συμφωνίας για ένα νέο δημοσιονομικό πακέτο, ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχουν οι γεωστρατηγικές εντάσεις και τα ρίσκα τα οποία σχετίζονται με την απορρόφηση των πόρων του Eυρωπαϊκού Tαμείου για την Ανθεκτικότητα και την Ανάκαμψη (NGEU). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί και ένας άλλος κίνδυνος ο οποίος, αν και είναι πιο μακροπρόθεσμος και δεν αφορά αποκλειστικά τη χρονιά που διανύουμε, είναι αρκετά σημαντικός και σχετίζεται με το δημόσιο χρέος. Ο εν λόγω κίνδυνος αφορά ιδιαίτερα την Ελλάδα, δεδομένου του ότι είναι μια από τις χώρες που έχουν τους υψηλότερους λόγους δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ παγκοσμίως.
Το δημόσιο χρέος ήταν ήδη υψηλό σε μια σειρά ανεπτυγμένων χωρών και τα δημοσιονομικά πακέτα, αν και αναγκαία για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα, θα το αυξήσουν περαιτέρω, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όσο η νομισματική πολιτική παραμένει υποστηρικτική και τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, το δημόσιο χρέος χρηματοδοτείται ευχερώς. Εάν όμως, όσο προχωρά η ανάκαμψη, οι πληθωριστικές πιέσεις μεταφερθούν από τα χρεόγραφα στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αυξήσουν τα επιτόκια για να τις αντιμετωπίσουν και αυτό θα δημιουργήσει πιέσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους. Επομένως, είναι σημαντικό οι χώρες με επιβαρυμένο προφίλ χρέους να γυρίσουν γρήγορα σε δημοσιονομική σταθερότητα.
*Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.