Ανάλυση της λειτουργίας του πρωτοκόλλου BitTorrent, των ζητημάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τη νομιμότητας συλλογής διευθύνσεων IP χρηστών
Τις προτάσεις του σε μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα υπόθεση που αφορά τη μεταφόρτωση από διομότιμο δίκτυο (peer-to-peer) αρχείου που περιέχει προστατευόμενο έργο, την προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τις ισορροπίες με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δημοσίευσε ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Maciej Szpunar.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η Mircom International Content Management & Consulting (M.I.C.M.) Limited, μία εταιρία κυπριακού δικαίου, δυνάμει συμβάσεων που έχει συνάψει με διάφορους παραγωγούς πορνογραφικών κινηματογραφικών ταινιών, εγκατεστημένων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, διαθέτει άδειες για την παρουσίαση στο κοινό των ταινιών τους σε δίκτυα peer-to-peer και σε δίκτυα ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, μεταξύ άλλων στο «έδαφος της Ευρώπης».
Η Telenet BVBA, καθώς και οι Proximus NV και Scarlet Belgium NV, είναι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο στο Βέλγιο.
Στις 6 Ιουνίου 2019 η Mircom άσκησε ενώπιον του ondernemingsrechtbank Antwerpen (εμποροδικείου Αμβέρσας, Βέλγιο) αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η Telenet να προσκομίσει τα στοιχεία ταυτοποίησης των πελατών της των οποίων οι διαδικτυακές συνδέσεις χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή, μέσω δικτύου peer-to-peer, με τη βοήθεια του πρωτοκόλλου BitTorrent, ταινιών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Mircom.
Οι διαδικτυακές διευθύνσεις («διευθύνσεις IP») των εν λόγω συνδέσεων συνελέγησαν για λογαριασμό της Mircom από τη Media Protector GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού. Η Telenet αντιτάσσεται στο αίτημα αυτό.
Το ondernemingsrechtbank Antwerpen (εμποροδικείο Αμβέρσας) επέτρεψε στις Proximus και Scarlet Belgium, κατά των οποίων έχουν επίσης ασκηθεί παρόμοιες αγωγές από τη Mircom, να παρέμβουν στην κύρια δίκη υπέρ της Telenet.
Το δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το βάσιμο της αγωγής της Mircom:
Πρώτον, διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των δικτύων peer-to-peer, οι χρήστες προβαίνουν σε παρουσίαση στο κοινό των έργων που ανταλλάσσουν μέσω των δικτύων αυτών.
Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον σε μια εταιρία όπως η Mircom μπορεί να χορηγηθεί η προστασία που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τον σεβασμό (την «επιβολή») των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθόσον η Mircom στην πραγματικότητα δεν εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει από τους παραγωγούς των ταινιών, αλλά περιορίζεται στο να αξιώνει αποζημίωση από τους φερόμενους ως παραβάτες. Η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει σχεδόν απόλυτα στον ορισμό που δίνει η θεωρία στην έννοια «copyright troll».
Τέλος, τρίτον, το δικαστήριο αυτό αμφιβάλλει για τη νομιμότητα της συγκέντρωσης των διευθύνσεων IP των χρηστών του διαδικτύου οι οποίοι φέρονται ότι αντάλλαξαν προστατευόμενα έργα σε δίκτυα peer-to-peer.
Ο γεν. εισαγγελέας, αφού προχώρησε σε μία εκτενή ανάλυση της λειτουργίας του πρωτοκόλλου BitTorrent και των εμπλεκόμενων μερών (seeders, peers, leachers), κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα εξής συμπεράσματα:
– Οι χρήστες των δικτύων peer-to-peer, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφόρτωσης από τους υπολογιστές τους τμημάτων των αρχείων που περιέχουν έργα προστατευόμενα με το δικαίωμα του δημιουργού, είτε κατά τη μεταφόρτωση των αρχείων αυτών είτε ανεξαρτήτως της μεταφόρτωσης αυτής, καθιστούν τα εν λόγω έργα προσιτά στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29. Επομένως, θεωρεί ότι η διάθεση προς μεταφόρτωση στο πλαίσιο δικτύου (peer-to-peer) τμημάτων αρχείου που περιέχει προστατευόμενο έργο εμπίπτει στο δικαίωμα διάθεσης στο κοινό, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, ακόμη και πριν ο ίδιος ενδιαφερόμενος χρήστης μεταφορτώσει το σύνολο του εν λόγω αρχείου και χωρίς να είναι καθοριστική η επίγνωση εκ μέρους του χρήστη.
– Σε σχέση με τα copyrights trolls υπό το πρίσμα του δικαίου της ΕΕ, ο Γεν. Εισαγγελέας θεωρεί ότι φορέας ο οποίος, μολονότι έχει αποκτήσει ορισμένα δικαιώματα επί προστατευόμενων έργων, δεν τα εκμεταλλεύεται και περιορίζεται στο να αξιώνει αποζημίωση από εκείνους που προσβάλλουν τα δικαιώματα αυτά, δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48, εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κτήση των δικαιωμάτων εκ μέρους του φορέα αυτού αποσκοπούσε αποκλειστικά να επιτύχει την ως άνω νομιμοποίηση.
– Σε σχέση με την προστασία δεδομένων με βάση τον ΓΚΠΔ/GDPR, ο Γεν. Εισαγγελέας προτείνει πως η καταχώριση των διευθύνσεων IP των προσώπων των οποίων οι συνδέσεις με το διαδίκτυο χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή προστατευόμενων έργων μέσω διομότιμων δικτύων (peer-to-peer) συνιστά σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όταν η καταχώριση αυτή πραγματοποιείται προς επιδίωξη εννόμου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή τρίτου, ιδίως προκειμένου να υποβληθεί αιτιολογημένο αίτημα γνωστοποίησης των ονομάτων των κατόχων διαδικτυακών συνδέσεων, οι οποίες ταυτοποιήθηκαν μέσω των διευθύνσεων ΙΡ, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ.
Ευρύτερο πλαίσιο της προβληματικής
Το φαινόμενο της ανταλλαγής, μέσω «διομότιμων δικτύων» (peer-to-peer), έργων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα, χωρίς την άδεια των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών, αποτελεί για τους δημιουργούς και τον κλάδο του πολιτισμού και της ψυχαγωγίας ένα από τα πλέον δισεπίλυτα προβλήματα που συνδέονται με το διαδίκτυο.
Το φαινόμενο αυτό έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και κάθε χρόνο προξενεί ζημίες της τάξεως δισεκατομμυρίων. Η καταπολέμησή του είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως λόγω του αποκεντρωμένου χαρακτήρα των δικτύων αυτών και λόγω της υποστήριξης που τυγχάνει από μέρος της κοινής γνώμης η ιδέα της δωρεάν πρόσβασης στον πολιτισμό και στην ψυχαγωγία. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι διαρκώς ανακύπτουν νέα νομικά ζητήματα σχετικά με το φαινόμενο αυτό.
Το ΔΕΕ με την απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Stichting Brein, C‑610/15, ήδη έκρινε ότι η διάθεση και η διαχείριση πλατφόρμας ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, η οποία παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα να εντοπίζουν έργα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού και να τα ανταλλάσσουν στο πλαίσιο δικτύου peer‑to‑peer, συνιστούν παρουσίαση των έργων αυτών στο κοινό, καθόσον τα έργα διατίθενται στο δίκτυο αυτό χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων του δικαιώματος του δημιουργού.
Εντούτοις, προβληματισμό δημιουργεί εξίσου ένα πολύ πιο θεμελιώδες ζήτημα, συγκεκριμένα το κατά πόσον προβαίνουν οι ίδιοι οι χρήστες ενός δικτύου peer-to-peer σε πράξεις παρουσίασης στο κοινό.
Μολονότι η καταφατική απάντηση φαίνεται εκ πρώτης όψεως προφανής, ωστόσο μπορεί τεχνηέντως να προβληθούν επιχειρήματα υπέρ του αντιθέτου, στηριζόμενα στις τεχνικές ιδιαιτερότητες της λειτουργίας των δικτύων αυτών. Τότε, χιλιάδες πρόσωπα θα είχαν πρόσβαση σε έργα χωρίς να καταβάλλουν το αντίτιμο. Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση υπόθεση το ΔΕΕ έχει την ευκαιρία να διευκρινίσει το σημείο αυτό.
Λόγω των νομικών αυτών δυσχερειών, ορισμένοι κάτοχοι του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων αποφάσισαν να “πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα” τους χρήστες των δικτύων peer-to-peer. Επιχειρήσεις ή εξειδικευμένα δικηγορικά γραφεία αποκτούν περιορισμένα δικαιώματα εκμετάλλευσης έργων, με μοναδικό σκοπό να μπορέσουν να αποκτήσουν διά της δικαστικής οδού τα ονόματα και τις διευθύνσεις των χρηστών αυτών, αφού έχουν προηγουμένως εντοπίσει τις διευθύνσεις IP των συνδέσεών τους με το διαδίκτυο. Στη συνέχεια, αποστέλλονται στους εν λόγω χρήστες αιτήματα αποζημίωσης για τη ζημία που φέρεται ότι υπέστησαν οι επιχειρήσεις αυτές, υπό την απειλή άσκησης αγωγής. Ωστόσο, αντί να κινήσουν διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, οι επιχειρήσεις αυτές συνήθως προτείνουν εξώδικη επίλυση της διαφοράς με την καταβολή ενός ποσού το οποίο, μολονότι υπερβαίνει ενίοτε την πραγματική ζημία, υπολείπεται σαφώς των αποζημιώσεων που θα μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαστικώς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έστω και αν ένα μέρος μόνον από τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται δεχθεί να πληρώσει, οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν από τη δραστηριότητα αυτή έσοδα τα οποία ορισμένες φορές υπερβαίνουν εκείνα που θα προέρχονταν από τη νόμιμη εκμετάλλευση των έργων, έσοδα τα οποία στη συνέχεια μοιράζονται με τους κατόχους των δικαιωμάτων επί των έργων αυτών.
Μολονότι η μέθοδος αυτή είναι τύποις νόμιμη, ωστόσο, καταλήγει στην εκμετάλλευση όχι των οικονομικών δικαιωμάτων του δημιουργού, αλλά των προσβολών των δικαιωμάτων αυτών, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια πηγή εσόδων στηριζόμενη σε προσβολή του δικαιώματος. Το δικαίωμα του δημιουργού εκτρέπεται, συνεπώς, σε σχέση με τους σκοπούς του και γίνεται χρήση, ή και κατάχρησή του, για σκοπούς ξένους προς αυτό.
Μια επιχείρηση που ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο χαρακτηρίζεται συχνά από τη θεωρία ως «troll του δικαιώματος του δημιουργού» (copyright troll). Το νομικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται ιδιαίτερα ευνοϊκό για τα copyright trolls, αλλά το φαινόμενο απαντάται επίσης σε πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που έχει θεσπιστεί με το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει ή απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη μια τέτοια κατάχρηση, εφόσον αυτή αποδεικνύεται, κατά την εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων του συστήματος αυτού.
Η απάντηση αυτή θα πρέπει να λάβει υπόψη τη σχέση μεταξύ, αφενός, της αναγκαίας δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των ενδεχόμενων παραβατών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Mircom International Content Management & Consulting (M.I.C.M.) Limited είναι εταιρία κυπριακού δικαίου. Δυνάμει συμβάσεων που έχει συνάψει με διάφορους παραγωγούς πορνογραφικών κινηματογραφικών ταινιών, εγκατεστημένων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, διαθέτει άδειες για την παρουσίαση στο κοινό των ταινιών τους σε δίκτυα peer-to-peer και σε δίκτυα ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, μεταξύ άλλων στο «έδαφος της Ευρώπης». Συν τοις άλλοις, οι συμβάσεις αυτές υποχρεώνουν τη Mircom να ερευνά τις πράξεις προσβολής των αποκλειστικών δικαιωμάτων των παραγωγών αυτών οι οποίες διαπράττονται σε δίκτυα peer‑to‑peer και σε δίκτυα ανταλλαγής αρχείων και να στρέφεται, ιδίω ονόματι, κατά των αυτουργών των ως άνω προσβολών, προκειμένου να της καταβάλλονται αποζημιώσεις, από τα ποσά των οποίων οφείλει να αποδίδει το 50 % στους εν λόγω παραγωγούς.
Η Telenet BVBA, καθώς και οι Proximus NV και Scarlet Belgium NV, είναι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο στο Βέλγιο.
Στις 6 Ιουνίου 2019 η Mircom άσκησε ενώπιον του ondernemingsrechtbank Antwerpen (εμποροδικείου Αμβέρσας, Βέλγιο) αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η Telenet να προσκομίσει τα στοιχεία ταυτοποίησης των πελατών της των οποίων οι διαδικτυακές συνδέσεις χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή, μέσω δικτύου peer-to-peer, με τη βοήθεια του πρωτοκόλλου BitTorrent, ταινιών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Mircom. Οι διαδικτυακές διευθύνσεις («διευθύνσεις IP») των εν λόγω συνδέσεων συνελέγησαν για λογαριασμό της Mircom από τη Media Protector GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού. Η Telenet αντιτάσσεται στο αίτημα αυτό.
Το αιτούν δικαστήριο επέτρεψε στις Proximus και Scarlet Belgium, κατά των οποίων έχουν επίσης ασκηθεί παρόμοιες αγωγές από τη Mircom, να παρέμβουν στην κύρια δίκη υπέρ της Telenet.
Το ondernemingsrechtbank Antwerpen (εμποροδικείο Αμβέρσας) διατηρεί αμφιβολίες ως προς το βάσιμο της αγωγής της Mircom. Πρώτον, διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των δικτύων peer-to-peer, οι χρήστες προβαίνουν σε παρουσίαση στο κοινό των έργων που ανταλλάσσουν μέσω των δικτύων αυτών. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον σε μια εταιρία όπως η Mircom μπορεί να χορηγηθεί η προστασία που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τον σεβασμό (την «επιβολή») των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθόσον η Mircom στην πραγματικότητα δεν εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει από τους παραγωγούς των ταινιών, αλλά περιορίζεται στο να αξιώνει αποζημίωση από τους φερόμενους ως παραβάτες. Η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει σχεδόν απόλυτα στον ορισμό που δίνει η θεωρία στην έννοια «copyright troll». Τέλος, τρίτον, το δικαστήριο αυτό αμφιβάλλει για τη νομιμότητα της συγκέντρωσης των διευθύνσεων IP των χρηστών του διαδικτύου οι οποίοι φέρονται ότι αντάλλαξαν προστατευόμενα έργα σε δίκτυα peer-to-peer.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ondernemingsrechtbank Antwerpen (εμποροδικείο Αμβέρσας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα, συναφώς.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Maciej Szpunar κατέληξε ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο δικαίωμα διάθεσης στο κοινό, όπως ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, η διάθεση προς μεταφόρτωση στο πλαίσιο διομότιμου δικτύου (peer-to-peer) τμημάτων αρχείου που περιέχει προστατευόμενο έργο, τούτο δε ακόμη και πριν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος χρήστης μεταφορτώσει το σύνολο του εν λόγω αρχείου και χωρίς να είναι καθοριστική η επίγνωση εκ μέρους του χρήστη.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα, το άρθρο 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, έχει την έννοια ότι φορέας ο οποίος, μολονότι έχει αποκτήσει ορισμένα δικαιώματα επί προστατευόμενων έργων, δεν τα εκμεταλλεύεται, αλλά περιορίζεται στο να αξιώνει αποζημίωση από εκείνους που προσβάλλουν τα δικαιώματα αυτά, δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής, εφόσον το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κτήση των δικαιωμάτων εκ μέρους του φορέα αυτού αποσκοπούσε αποκλειστικά να επιτύχει την ως άνω νομιμοποίηση. Η οδηγία 2004/48/ΕΚ δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη αλλ’ ούτε και τα εμποδίζει να αναγνωρίσουν, στην εσωτερική τους νομοθεσία, ότι νομιμοποιείται συναφώς ο εκδοχέας απαιτήσεων που συνδέονται με προσβολές δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Ακόμα, ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτής, έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, αν διαπιστώνουν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς, ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι αδικαιολόγητο ή είναι καταχρηστικό.
Τέλος, κατά τον γεν. εισαγγελέα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι συνιστά σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων η καταχώριση των διευθύνσεων IP των προσώπων των οποίων οι συνδέσεις με το διαδίκτυο χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή προστατευόμενων έργων μέσω διομότιμων δικτύων (peer-to-peer) όταν η καταχώριση αυτή πραγματοποιείται προς επιδίωξη εννόμου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή τρίτου, ιδίως προκειμένου να υποβληθεί αιτιολογημένο αίτημα γνωστοποίησης των ονομάτων των κατόχων διαδικτυακών συνδέσεων, οι οποίες ταυτοποιήθηκαν μέσω των διευθύνσεων ΙΡ, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA