Γλωσσικές απαιτήσεις για τη συσκευασία και την επισήμανση των κτηνιατρικών φαρμάκων – Διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να αρνούνται την παροχή της ζητούμενης έννομης προστασίας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 14-01-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της εν λόγω προστασίας– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη δεν είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με τις αρχές της δικονομικής αυτονομίας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο προσφεύγων κατάγεται από την ιρλανδόφωνη περιφέρεια Gaeltacht του Galway και η μητρική του γλώσσα είναι η ιρλανδική. Μιλά την ιρλανδική γλώσσα τόσο κατ’ οίκον όσο και στην εργασία του αλλά και στο σύνολο των επισήμων συναλλαγών του. Είναι ιδιοκτήτης σκύλου συντροφιάς και, ως εκ τούτου προμηθεύεται κτηνιατρικά φάρμακα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε στον Aire Talmhaíochta, Bia agus Mara, Éire (υπουργό Γεωργίας, Τροφίμων και Αλιείας, Ιρλανδία) ότι οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα κτηνιατρικά φάρμακα αναγράφονται αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα, και όχι σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες του κράτους, ήτοι την ιρλανδική και την αγγλική. Κατά την άποψη του, το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ [οδηγία περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα], η οποία εφαρμόζεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους (κανονιστική απόφαση 2007-2014 περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της κοινοτικής νομοθεσίας περί θεραπειών ζώων).
Κατά τον προσφεύγοντα, η εν λόγω εθνική νομοθεσία μεταφέρει πλημμελώς την οδηγία 2001/82/ΕΚ όσον αφορά τις προβλέψεις της οδηγίας για τις γλώσσες στις οποίες αναγράφονται οι επίμαχες πληροφορίες. Η οδηγία ορίζει μεταξύ άλλων στο άρθρο 61 ότι «…Το φύλλο οδηγιών συντάσσεται σε κατανοητή από το ευρύ κοινό γλώσσα και στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου κυκλοφορεί το φάρμακο». Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι απαιτούμενες πληροφορίες μπορούν να αναγράφονται είτε στην ιρλανδική είτε στην αγγλική γλώσσα.
Ο προσφεύγων ζήτησε από το Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) να του επιτρέψει να ασκήσει ενώπιόν του προσφυγή με αίτημα να ελεγχθεί η νομιμότητα της παραλείψεως του υπουργού να μεταφέρει την οδηγία 2001/82/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο κατά τον προσήκοντα τρόπο, όσον αφορά τις γλωσσικές απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά του Aire Talmhaíochta, Bia agus Mara, Éire, του Ard-Aighne (γενικού εισαγγελέα) και του Ιρλανδικού Δημοσίου.
Το Ard-Chúirt έκανε δεκτή την προσφυγή. Έκρινε ότι η Ιρλανδία είχε μεταφέρει πλημμελώς την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, και ότι το εθνικό δίκαιο επιτρέποντας την αναγραφή των επίμαχων πληροφοριών της συσκευασίας στην αγγλική γλώσσα μόνο και όχι σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες της Ιρλανδίας, παραβιάζει την οδηγία.
Σε χρόνο μεταγενέστερο της προφορικής συζήτησης της υπό κρίση προσφυγής, η οδηγία 2001/82/ΕΚ καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6 [κανονισμός για τα κτηνιατρικά φάρμακα] με έναρξη ισχύος την 28η Ιανουαρίου 2022. Κατά τον νέο κανονισμό, καθίσταται επιτρεπτή η αναγραφή των εν λόγω πληροφοριών στη συσκευασία στην αγγλική γλώσσα μόνον.
Κατόπιν τούτου, το Ard-Chúirt υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Διερωτάται, μεταξύ άλλων κατά πόσον, παρόλο που υφίσταται παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους της Ιρλανδίας, η ζητούμενη δικαστική προστασία είναι σκόπιμη. Καθώς και αν, στην περίπτωση που κριθεί σκόπιμη, μπορεί το δικαστήριο να αρνηθεί την παροχή της ζητούμενης δικαστικής προστασίας.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek επισήμανε, καταρχάς, ότι η παράθεση και η από κοινού εξέταση των ζητημάτων που τίθενται στην υπό κρίση υπόθεση, αποκαλύπτουν τη γνήσια συνταγματική πολυφωνία που χαρακτηρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται, κατ’ αυτόν, για τις αρχές του άμεσου αποτελέσματος, της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της δικονομικής αυτονομίας, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της συνολικής αποτελεσματικότητας της εθνικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, μαζί με το (προβαλλόμενο) δικαίωμα ενημερώσεως στη γλώσσα του ενδιαφερομένου και την πολυγλωσσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρόσθετα, ο γεν. εισαγγελέας τόνισε ότι από την προσεκτική εξέταση των ανωτέρω αρχών προκύπτει το βασικό ερώτημα, ήτοι εάν οι αρχές αυτές και ιδίως η αρχή της αποτελεσματικότητας της εθνικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αντίκεινται προς εθνικούς κανόνες οι οποίοι παρέχουν στον εθνικό δικαστή τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία, παρά το γεγονός ότι η προσφυγή είναι (προφανώς) βάσιμη.
Στη συνέχεια, ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε ότι, αφενός, το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της δικονομικής αυτονομίας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν αντίκειται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας ο εθνικός δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να παράσχει έννομη προστασία –καθώς και να καθορίσει τη μορφή της εν λόγω προστασίας– σε προσφεύγοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν μεταφέρει προσηκόντως κάποια οδηγία, στην περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη.
Αφετέρου, o γεν. εισαγγελέας έκρινε ότι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξασφαλίσει, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και του πλαισίου κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, την ύπαρξη εύλογης σχέσεως μεταξύ της φύσεως των προβαλλόμενων δικαιωμάτων, της βαρύτητας της προσβολής τους ή της προξενηθείσας ζημίας και της ζητούμενης έννομης προστασίας και επομένως και της έννομης προστασίας την οποία αποφασίζει να χορηγήσει (ή, κατά περίπτωση, να μη χορηγήσει) στον προσφεύγοντα.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA