Πώς ακριβώς εξηγούνται οι υπάρχουσες μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα;
Ένα ερώτημα, το οποίο αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει η αγορά εργασίας εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού αλλά και ως αποτέλεσμα της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Μια πρώτη εμπεριστατωμένη απάντηση επιχειρεί να δώσει η έρευνα των Θεοδώρα Κοσμά, Παύλου Πετρούλα και Ευαγγελίας Βουρβαχάκη, η οποία δημοσιεύεται στο νέο οικονομικό δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ).
Η μελέτη, ειδικότερα, επιχειρεί να απαντήσει στο κατά πόσο οι μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα αντικατοπτρίζουν διαφορές στα χαρακτηριστικά των εργοδοτών, δηλαδή τη δομή της ελληνικής παραγωγικής διαδικασίας, ή στα χαρακτηριστικά των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της παρατηρούμενης διασποράς των μισθών πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα.
Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το επάγγελμα των εργαζομένων και τα χαρακτηριστικά των εργοδοτών εξηγούν περίπου το 52% της συνολικής διασποράς των μισθών. Ένα επιπλέον 11% εξηγείται από τη συνδυαστική επίδραση επαγγελμάτων και εργοδοτών.
Από την περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων προκύπτει επίσης, ότι και άλλα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά των εργαζομένων -όπως η ηλικία, το φύλο και ο τύπος της σύμβασης εργασίας- διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και εξηγούν έως και το 23,5% της διασποράς των μισθών.
Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σημαντικής μισθολογικής πριμοδότησης, η οποία αυξάνεται με την ηλικία. Αυτό πιθανόν σχετίζεται εν μέρει με το γεγονός ότι η μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία συνεπάγεται υψηλότερες απολαβές, καθώς και με το γεγονός ότι -κατά την υπό εξέταση περίοδο- ήταν σε ισχύ ο υποκατώτατος μισθός για τους νεότερους εργαζομένους (2012-2019).
Φαίνεται, τέλος, ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων και μεταξύ διαφορετικών τύπων συμβάσεων εργασίας (σ.σ. αορίστου ή ορισμένου χρόνου) είναι μεγαλύτερο για τα επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης, γεγονός που ενδέχεται να λειτουργεί ως αντικίνητρο για την απόκτηση δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η μελέτη επισημαίνει ότι το επάγγελμα των εργαζομένων, το οποίο αντικατοπτρίζει τις δεξιότητες και το βαθμό εξειδίκευσής τους, αναδεικνύεται σε σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα των μισθολογικών διαφορών, πολιτικές που προάγουν τη διά βίου εκπαίδευση και διευκολύνουν την κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ επαγγελμάτων δύνανται να έχουν θετική επίδραση στους μισθούς.
Επιπλέον, προς την κατεύθυνση μείωσης του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, το οποίο εμμένει κυρίως για τα επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης, η μελέτη προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σε πολιτικές που επιτρέπουν έναν καλό συνδυασμό επαγγελματικής σταδιοδρομίας και οικογένειας, όπως η επέκταση του συστήματος ολοήμερου σχολείου, η χρηματοδότηση της προσχολικής εκπαίδευσης, αλλά και μέτρα όπως ποσοστώσεις για τη συμμετοχή γυναικών σε θέσεις ευθύνης.