Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι: Οι διατάξεις περί «κρατικών» συμβολαίων δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας, ούτε τίθεται ζήτημα προσβολής του δικαιώματος της περιουσίας του Συμβολαιογράφου
ΣτΕ 1227/2020*
Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι. Συνταγματικότητα διατάξεων περί κοινής διανομής αναλογικών δικαιωμάτων επί «κρατικών» συμβολαίων και πράξεων.
Μεταξύ των σκοπών των Συλλόγων είναι και η εξασφάλιση ενός κατωτάτου ορίου εισοδήματος και, μέσω αυτού, τη διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων ως δημοσίων λειτουργών. Για τους σκοπούς αυτούς διατίθεται ποσοστό από τα αναλογικά δικαιώματα, που εισπράττουν οι συμβολαιογράφοι από τη σύνταξη των κατά τις διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων «κρατικών» συμβολαίων και πράξεων.
Σχέση δημοσίου δικαίου μεταξύ Συλλόγου και του συμβολαιογράφου που συνέταξε συμβόλαιο ή πράξη της ως άνω κατηγορίας, η δε διαφορά που γεννάται από την άσκηση αγωγής του Συμβολαιογράφου κατά του Συλλόγου για επιστροφή των αναλογικών δικαιωμάτων, συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας.
Η θέσπιση περιορισμών ως προς την κατανομή των «κρατικών» συμβολαίων γίνεται με τρόπο γενικό, αντικειμενικό και απρόσωπο, με σκοπό την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, που είναι η διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων.
Με τις επίμαχες διατάξεις δεν αναιρείται η κατ’άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των συμβολαιογράφων, ούτε θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας αυτής κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Οι διατάξεις περί κρατικών συμβολαίων δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας, ούτε τίθεται ζήτημα προσβολής του προστατευομένου από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος της περιουσίας του Συμβολαιογράφου.
*Ευχαριστούμε τον δικηγόρο Ανδρέα Κουτσόλαμπρο για την αποστολή της απόφασης.
Απόσπασμα απόφασης
15. Επειδή, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η θέσπιση περιορισμών ως προς την κατανομή των «κρατικών» συμβολαίων και τη σχετική αμοιβή, γίνεται με τρόπο γενικό, αντικειμενικό και απρόσωπο, δοθέντος ότι οι εν λόγω περιορισμοί καταλαμβάνουν όλους τους συμβολαιογράφους (οι οποίοι, άλλωστε, ως άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί υπόκεινται σε αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο ως προς την άσκηση του επαγγέλματός τους), με συνέπεια όλοι να θίγονται και να ωφελούνται ταυτοχρόνως από τις επίμαχες ρυθμίσεις, χωρίς διαφοροποιήσεις (πρβλ. ΣΕ 1438/1442/2005 7μ., 3154/2014 7μ.).
Περαιτέρω, με τις επίμαχες διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση ενός κατωτάτου ορίου εισοδήματος και, μέσω αυτού, στη διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων, οι ρυθμίσεις δε περί καταβολής στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο του συνόλου των αναλογικών δικαιωμάτων από τη σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων ανέκαθεν αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος κατανομής κρατικών συμβολαίων (βλ. και αντίστοιχες διατάξεις προγενέστερων Κωδίκων).
Το επίμαχο μέτρο τελεί, εξάλλου, σε συνάφεια με τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και είναι πρόσφορο για την αντιμετώπιση των λειτουργικών αναγκών των συμβολαιογραφικών συλλόγων και την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων, χωρίς να καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας, ενόψει άλλωστε του ότι:
α) οι περιορισμοί ως προς την αμοιβή αφορούν ειδικές κατηγορίες συμβολαίων, οι οποίες προσδιορίζονται στον νόμο,
β) όπως τονίζεται ατην αιτιολογική έκθεση του ν. 2830/2000, έχει ληφθεί μέριμνα ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης, δια της ανάθεσης της σύνταξης κρατικών συμβολαίων στους αυτούς πάντοτε συμβολαιογράφους, κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής της ισότητας,
γ) τα ποσά εκ των αναλογικών δικαιωμάτων διατίθενται μια τις λειτουργικές ανάγκες των συμβολαιογραφικών συλλόγων, το εναπομείναν δε ποσό διανέμεται υπό τη μορφή μερίσματος σε όλους τους εν ενεργεία και συνταξιούχους συμβολαιογράφους και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα παντελούς αποστέρησης της αμοιβής ή προσβολής του περιουσιακού δικαιώματος του συντάξαντος συμβολαιογράφου (πρβλ. ΑΠ 11/2000, με την οποία κρίθηκε ότι το ποσόν εκ των αναλογικών δικαιωμάτων από συμβόλαια Τραπεζών, που αποδίδεται στον Σύλλογο, δεν αποτελεί ιδιοκτησία του συμβολαιογράφου, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε και προστατευτέα περιουσία κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.).
Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως ορθώς έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο, με τις επίμαχες ρυθμίσεις δεν αναιρείται η κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των συμβολαιογράφων, ούτε θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας αυτής κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας [πρβλ. ΣΕ 458/2001, 1438-1442/2005 7μ., 3154/2014 7μ., καθώς και ΑΠ 684/1 997, 11/2000 (επί αντιστοίχων διατάξεων του ν. 670/1977)]. Περαιτέρω, οι διατάξεις περί «κρατικών» συμβολαίων δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας (πρβλ. ΑΠ 58411997), ούτε τίθεται ζήτημα προσβολής του προστατευομένου από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε. Σ.Δ.Α. δικαιώματος της περιουσίας του συμβολαιογράφου (πρβλ. ανωτ. ΑΠ 11/2000).
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.