«Τρύπα» στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και στη νομοθεσία περί Ανωνύμων Εταιρειών προκαλεί ο νέος Ποινικός Κώδικας και συγκεκριμένα οι αμφιλεγόμενες διατάξεις που αφορούν στην κακουργηματική απιστία. Εν μέσω τριβών μέσα στην ίδια τη Δικαιοσύνη για το επίμαχο θέμα, επενδυτές με ενεργό ρόλο σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης θεωρούν πως ο νέος Ποινικός Κώδικας αποδυναμώνει τη θέση των μικρομετόχων και εμφανίζονται έτοιμοι να προσφύγουν στα ευρωπαϊκά όργανα σε περίπτωση που ο Άρειος Πάγος δεν διευθετήσει το θέμα.
Ο Άρειος Πάγος αποφασίζει
Τις εξελίξεις θα κρίνει η απόφαση από το ΣΤ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου για το κρίσιμο θέμα της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του Ποινικού Κώδικα, που αφορά στην κακουργηματική απιστία των τραπεζικών στελεχών. Το θέμα εξετάσθηκε από το ΣΤ ‘ Τμήμα του Αρείου Πάγου το Δεκέμβριο σε συνεδρίαση στην οποία προέδρευσε η Αεροπαγίτης Αβροκόμη Θούα. Η υπόθεση έφθασε στο Τμήμα του Αρείου Πάγου μετά την αναίρεση που ασκήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου από την Εισαγγελία του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας σχετικά με εκκρεμή υπόθεση.
Η αναίρεση ασκήθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Παπαγεωργίου και αφορά στον Νόμο 4637 που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2019, με βάση τις διατάξεις του οποίου η δίωξη των τραπεζικών στελεχών για κακουργηματική απιστία δεν γίνεται αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα, αλλά ύστερα από έγκληση των ίδιων των διοικήσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στη συνέχεια αυτής της τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εκκρεμείς εισαγγελικές διώξεις πάγωσαν, ενώ δεκάδες υποθέσεις με εμπλεκόμενους τραπεζίτες αρχειοθετήθηκαν ή κατέπεσαν κατά το σκέλος της κακουργηματικής απιστίας, διότι οι τράπεζες ή ο ειδικός εκκαθαριστής δεν υπέβαλαν εγκλήσεις (σ.σ. ή δεν τις υπέβαλαν εγκαίρως).
Το επίμαχο βούλευμα που έπαυσε τη δίωξη τόσο κατά τραπεζικών στελεχών μπήκε στο μικροσκόπιο του Αρείου Πάγου και ως εκ τούτου το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέτασε το μείζονος σημασίας θέμα, υπό μορφή πιλοτικής δίκης.
Υπενθυμίζεται πως τον Οκτώβριο του 2019, πριν ακόμη η κυβέρνηση ψηφίσει την επίμαχη αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος είχε επισημάνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας, αλλά και διεθνούς έκθεσης της χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που τότε βρίσκονταν στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύαν, -όπως και έγινε- να ριχθούν στον «κάλαθο των αχρήστων», ως ποινικά μη αξιόλογες και η χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Τελικά οι τραπεζικές διοικήσεις δεν υπέβαλαν εγκλήσεις κατά των τραπεζιτών εντός της τετράμηνης προθεσμίας που προέβλεψε ο Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4637/2019) και έτσι οι ανησυχίες της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος επαληθεύθηκαν.
Τι ζητούν οι Εισαγγελείς
Μέσα στο Νοέμβριο του 2020 η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος επανήλθε στο ζήτημα και με υπόμνημα της προς τον πρόεδρο και τα Μέλη της Διαρκούς Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής παρακολούθησης του τρόπου εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ζήτησε να γίνει ξανά αυτεπάγγελτη η δίωξη τραπεζικών στελεχών για το αδίκημα της απιστίας και όχι κατόπιν έγκλησης από τις διοικήσεις των τραπεζών. Οι εισαγγελείς ζήτησαν να επανέλθει το αυτεπάγγελτο σε ότι αφορά στη δίωξη για το αδίκημα της απιστίας, προφανώς για να μην οδηγούνται στο αρχείο μία σειρά από υποθέσεις που απασχολούν τη Δικαιοσύνη και έχουν να κάνουν με τραπεζικές υποθέσεις.
Για το συγκεκριμένο θέμα έκανε παρατηρήσεις στην Ελλάδα και η GRECO ο βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης που ασχολείται με την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Έγκριτοι νομικοί εκτιμούν πως λόγω του μεγάλου αριθμού των υποθέσεων το θέμα θα παραπεμφθεί από το ΣΤ ‘ Τμήμα του Αρείου Πάγου για να κριθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αυτό θα σήμαινε πως θα απαιτηθούν τουλάχιστον δύο μήνες για να υπάρξει οριστική απόφαση. Οι ίδιες έγκριτες νομικές πηγές αναφέρουν πως τα βουλεύματα Πλημμελειοδικών με τα οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος για την κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών έχουν δομημένα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα που είναι δύσκολο να μην υιοθετηθούν από τον Άρειο Πάγο.
Ο κίνδυνος της «καθολικής έγκλησης»
Ωστόσο, κάποιοι νομικοί κύκλοι αναφέρουν πως υπάρχει ο κίνδυνος η στρέβλωση της μη αυτεπάγγελτης δίωξης της κακουργηματικής απιστίας να επεκταθεί από τις τράπεζες στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα. Αυτό θα σημαίνει πως ακόμη και σε περιπτώσεις που οι εισαγγελείς διαπιστώνουν κακουργηματική απιστία σε μια επιχείρηση, η δίωξη θα ασκείται μόνον εάν υποβάλει έγκληση η Διοίκηση της εν λόγω εταιρείας. Ακόμη, πιο απλά σε μια τέτοια περίπτωση για να ασκηθεί δίωξη θα πρέπει να μηνήσουν τους εαυτούς τους οι ίδιοι που διέπραξαν την απιστία!
Κάποιοι θεωρούν πως θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση, που δεν ισχύσει σε καμία χώρα του κόσμου, εάν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν ξεκαθαρίσει μια και καλή το ζήτημα της κακουργηματικής απιστίας των τραπεζιτών.
Αλλά μια τέτοια κατάσταση θα διέσυρε την Ελλάδα διεθνώς, καθώς θα ήταν η μοναδική χώρα που οι μικρομέτοχοι των επιχειρήσεων θα ήταν απροστάτευτοι σε περιπτώσεις απιστίας των Διοικήσεων. Ήδη η χώρα έχει υποστεί αυτή την κριτική λόγω της μη υποβολής εγκλήσεων από τις τραπεζικές διοικήσεις για μεγάλα σκάνδαλα του παρελθόντος.
Οι μέτοχοι της πλειοψηφίας (σ.σ. το ΤΧΣ) δεν επέβαλλαν στις διοικήσεις την υποβολή εγκλήσεων , κάτι που πεισματικά ζητούσαν οι μέτοχοι της μειοψηφίας.
Απροστάτευτοι οι μικρομέτοχοι
Ο δικηγόρος Γιάννης Κυριακόπουλος, επικεφαλής του δικηγορικού γραφείου Kyros Law Offices και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Επενδυτών, δήλωσε στο Newsbomb.gr πως ενδεχόμενη» απόφαση του Αρείου Πάγου για την επέκταση της κατ΄έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα -και όχι μόνον για τους τραπεζίτες – θα αποτελούσε βόμβα για την εταιρική διακυβέρνηση, τα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας και θα ήταν αντίθετη στο πνεύμα του Ν. 2190/1920, του Ν. 4548/2018, αλλά και του Ν. 4706/2020.
Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε σοβαρό θέμα τόσο με το δικαίωμα των μετόχων μειοψηφίας στην παροχή πληροφοριών για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων και της περιουσιακής κατάστασης της ΑΕ (άρθρο 141 παρ. 7 ν. 4548/2018), όσο και με το δικαίωμα της μειοψηφίας των μετόχων να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της διαχείρισης (άρθρα 142 και 143 ν. 4548/2018). Ακόμη, και εάν από τις ενέργειες των μετόχων μειοψηφίας τεκμηριώνονταν παραβάσεις της Διοίκησης μιας εταιρείας και ειδικά η απιστία, η μη αυτεπάγγελτη δίωξη από τον Εισαγγελέα, θα καθιστούσε τους μετόχους της μειοψηφίας «ομήρους» της Διοίκησης της εταιρείας, η οποία θα ήταν η μόνη αρμόδια για την υποβολή της έγκλησης.
Παράλληλα, στο «βρόντο» θα πήγαιναν και μια σειρά από διαδικασίες που θεσπίσθηκαν με το Ν. 4706/2020 για την εταιρική διακυβέρνηση ανωνύμων εταιρειών, νομοθέτημα που εισήχθη με πρωτοβουλία του υφυπουργού Οικονομικών, αρμόδιου για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, Γιώργου Ζαββού, ως απάντηση στο σκάνδαλο της Folli Follie.
«Η Ένωση Ελλήνων Επενδυτών ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ενώσεων Επενδυτών BETTER FINANCE θα αναδείξει το μείζον αυτό θέμα στα ευρωπαϊκά όργανα που η BETTER FINANCE συμμετέχει» , δήλωσε ο Γιάννης Κυριακόπουλος, ξεκαθαρίζοντας πως στη βάσει αυτής της διαδικασίας θα ενημερωθούν η ESMA, η EIOPA και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.