Ποια είναι τα χρονικά όρια και οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου
Η «Ημερησία» παρουσιάζει όλες τις αλλαγές που έχουν επέλθει στους όρους και στις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης θανάτου (χηρείας), τους δικαιούχους αλλά και τον τρόπο υπολογισμού του τελικού ύψους της παροχής. Τη σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται:
- Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
- Τα τέκνα του θανόντος ασφαλισμένου.
- Ο διαζευγμένος σύζυγος.
Μάλιστα, με τις αλλαγές που επήλθαν τον Μάιο του 2019, από 17/5/2019 ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη λόγω θανάτου ανεξάρτητα από την ηλικία του, μετά την πρώτη τριετία από την αρχική χορήγησή της. Ακόμη προβλέπεται πλέον η 3ετία ως ελάχιστη διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης, για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
Η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους μόνο στην περίπτωση που κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών επιμεριζόμενο ως εξής:
Σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης δικαιούται το 70% επί του ποσού της σύνταξης, το οποίο δικαιούνταν ή έχει χορηγηθεί στον σύζυγο που απεβίωσε.
Σε περίπτωση που πέραν του χήρου επιζώντος συζύγου υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος και αυτός σύνταξη λόγω θανάτου, τότε το 70% της σύνταξης επιμερίζεται σε ποσοστό 75% για τον χήρο και 25% για τον διαζευγμένο.
Για κάθε δε επιπλέον έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου, πέραν του 10ου και μέχρι και του 35ου, η σύνταξη του διαζευγμένου αυξάνεται κατά 1% και μειώνεται αναλόγως κατά 1% η σύνταξη του χήρου, και σε περίπτωση διάρκειας του έγγαμου βίου του διαζευγμένου πέραν των 35 ετών, η σύνταξη λόγω θανάτου επιμερίζεται κατά ποσοστό 50% στον καθένα.
Σε περίπτωση που ο γάμος πραγματοποιήθηκε μετά την απονομή σύνταξης γήρατος στον θανόντα και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του επιζώντος συζύγου, αφού αφαιρεθεί το διάστημα του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, τότε το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος μειώνεται ως ακολούθως:
- Κατά 1% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό.
- Κατά 2% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο.
- Κατά 3% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό.
- Κατά 4% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο.
- Κατά 5% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 36ο και άνω.
Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα για μια τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί.
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του νόμου Κατρούγκαλου για 20 χρόνια ασφάλισης, δηλαδή το ποσό των 384 ευρώ.
https://www.imerisia.gr/syntaxeis/3685_syntaxeis-hireias-ti-ishyei-ti-allazei-kai-oi-dikaioyhoi