ΑΠΟΦΑΣΗ
Jurčić κατά Κροατίας της 04.02.2021 (αριθ. προσφ. 54711/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία. Άρνηση της κοινωνικής ασφάλισης να καταβάλει νόμιμα επιδόματα στην εργαζόμενη – προσφεύγουσα για το διάστημα που απουσίασε από την εργασία της βρισκόμενη σε άδεια κυήσεως. Οι εγχώριες αρχές έκριναν ότι η σύμβαση εργασίας που προσχώρησε ήταν προσχηματική και δεν έπρεπε να αναζητήσει εργασία όσο βρισκόταν σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης. Άσκησε καταγγελία για παράνομη διάκριση λόγω φύλου.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι μια απόφαση για την άρνηση του καθεστώτος ασφάλισης λόγω απασχόλησης που είχε κηρυχθεί πλασματική λόγω της κυήσεως, συνιστούσε διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου. Τόνισε επιπλέον ότι η ίδια η κύηση δεν μπορεί ποτέ να είναι προσχηματική και δόλια και το κράτος δεν νομιμοποιείται να προβεί σε διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανάληψη εργασιακών καθηκόντων από την πλευρά της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσε να είναι προσχηματική και δόλια ούτε είχε υποχρέωση να ενημερώσει τον εργοδότη για την διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης που υποβάλλονταν. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η άρνηση απασχόλησης ή αναγνώρισης ενός επιδόματος που σχετίζεται με την απασχόληση για μια έγκυο γυναίκα δεν ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη, γεγονός που συνιστούσε παράνομη διάκριση και παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 14
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΑ
Η προσφεύγουσα Kristina Jurčić είναι υπήκοος της Κροατίας, που γεννήθηκε το 1975 και ζει στη Ριέκα (Κροατία).
Η προσφεύγουσα εργάστηκε σχεδόν ανελλιπώς από το 1993 έως την 1η Νοεμβρίου 2009. Στις 17 Νοεμβρίου 2009 υποβλήθηκε σε τεχνητή in vitro γονιμοποίηση (IVF). Στις 27 Νοεμβρίου η προσφεύγουσα ανέλαβε θέση σε εταιρεία στο Σπλιτ και στη συνέχεια εγγράφηκε στο κροατικό σύστημα ασφάλισης υγείας. Έμαθε για την εγκυμοσύνη της τον Δεκέμβριο 2009 και της χορηγήθηκε με ιατρική βεβαίωση άδεια κυήσεως λόγω επαπειλούμενης κύησης.
Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για την πληρωμή των επιδομάτων κατά τη διάρκεια της άδειας. Οι αρχές ανέλαβαν να εξετάσουν το καθεστώς ασφάλισης υγείας της. Αρνήθηκαν εντελώς την ασφάλιση εργασίας, θεωρώντας ότι η απασχόλησή της ήταν πλασματική και αποσκοπούσε αποκλειστικά στην εξασφάλιση πληρωμής κατά τη διάρκεια της κύησης. Υποστήριξαν επίσης ότι ήταν ιατρικά ανίκανη να αναλάβει εργασία σε μια μακρινή πόλη λόγω της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι είχε υποστεί διακρίσεις ως γυναίκα που είχε υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, η οποία αργότερα έγινε δεκτή από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η προσφεύγουσα στράφηκε επίσης στον Διαμεσολαβητή για την Ισότητα των Φύλων, ο οποίος διαπίστωσε ότι η ερμηνεία των αρχών για την κατάσταση της βασίστηκε στην προϋπόθεση ότι κάθε γυναίκα που υποβλήθηκε σε εξωσωματική γονιμοποίηση ή μένει έγκυος δεν θα μπορούσε να προσληφθεί από κανένα εργοδότη.
Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 14 (παράνομη διάκριση)και για παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, υποστηρίζοντας ότι η εξαίρεση της από το σύστημα ασφάλισης βασίζονταν σε παράνομη διάκριση λόγω της τεχνητής γονιμοποίησης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως κάθε γυναίκα που επιδίωκε να επωφεληθεί από πλασματικές συμβάσεις εργασίας. Η απόφαση ελήφθη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια απόφαση για την άρνηση του καθεστώτος ασφάλισης λόγω απασχόλησης που είχε κηρυχθεί πλασματική λόγω της κυήσεως της προσφεύγουσας μπορούσε να ληφθεί μόνο για μια γυναίκα. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, μια τέτοια απόφαση συνιστούσε διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου. Τόνισε επιπλέον ότι η ίδια η κύηση δεν μπορεί να είναι δόλια και ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο κράτος κατά τη διάρκεια της κύησης μιας γυναίκας από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκώς σοβαρούς λόγους για να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση βάσει φύλου.
Στην υπόθεση της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε προσληφθεί λίγο μετά την υποβολή της σε εξωσωματική γονιμοποίηση και ότι οι αρχές είχαν το δικαίωμα να επαληθεύσουν την εγκυρότητα των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων είχε ασφαλιστεί. Ταυτόχρονα, θεώρησε ότι η νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου που υπέβαλε η κυβέρνηση είναι γενικά προβληματική, όπως ανέφερε ότι τέτοιες αναθεωρήσεις στην πράξη στοχεύουν συχνά εγκυμονούσες γυναίκες. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά την απόφαση της υπόθεσης της προσφεύγουσας, οι εγχώριες αρχές περιορίστηκαν στο συμπέρασμα ότι, λόγω της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης, ήταν ιατρικά ανίκανη να λάβει την εν λόγω θέση, υπονοώντας ότι έπρεπε να αποφύγει να το πράξει μέχρι να επιβεβαιωθεί η κύηση της. Η προσέγγιση αυτή ήταν κατά παράβαση τόσο του εσωτερικού όσο και του διεθνούς δικαίου και ισοδυναμούσε με αποθάρρυνση της προσφεύγουσας να ζητήσει απασχόληση λόγω της επικείμενης κύησης. Αυτό από μόνο του ήταν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αρκετό για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε υποστεί διακρίσεις λόγω του φύλου της.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι κροατικές αρχές δεν κατάφεραν να δείξουν πώς η προσφεύγουσα που ανέλαβε την εργασιακή σχέση θα μπορούσε να ήταν μια σκόπιμη κίνηση, καθώς δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά την έναρξη της εργασίας εάν η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης ήταν επιτυχής και δεν είχε καμία νομική υποχρέωση να ενημερώσει τον εργοδότη της για αυτό. Ούτε οι αρχές εξέτασαν εάν είχε πράγματι αρχίσει να εργάζεται ή αν η εξωσωματική γονιμοποίηση που είχε υποβληθεί θα απαιτούσε την απουσία της από την εργασία για λόγους υγείας.
Τέλος, το Δικαστήριο προειδοποίησε ότι το στερεότυπο των φύλων από τις αρχές, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση της προσφεύγουσας, αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στην επίτευξη πραγματικής ουσιαστικής ισότητας των φύλων, έναν από τους κύριους στόχους των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τονίζοντας ότι η άρνηση απασχόλησης ή αναγνώρισης ενός επιδόματος που σχετίζεται με την απασχόληση σε μια έγκυο γυναίκα λόγω της κύησης ισοδυναμεί με άμεση διάκριση λόγω φύλου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορετική μεταχείριση της προσφεύγουσας δεν ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη, γεγονός που οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.150 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).