Λευτέρης Σπ. Σεραφείμ*
Η συνάθροιση (το «συνέρχεσθαι») κατοχυρώνεται ως δικαίωμα από το Σύνταγμα, μπορεί δε να ρυθμιστεί η άσκησή του με νόμο. Ομως ο νόμος δεν θα πρέπει να καθιστά αδύνατη ή να δυσχεραίνει ή να αποδυναμώνει δυσανάλογα την άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης. Για τον λόγο αυτό προβλέπονται περιοριστικά στην ίδια τη συνταγματική διάταξη οι προϋποθέσεις για τον περιορισμό του, ο οποίος σε κάθε περίπτωση πρέπει να διέπεται επιπρόσθετα από αναλογικότητα.
Αυτοί οι γενικοί περιορισμοί ποτέ δεν πρέπει να συναρτούν την άσκηση αυτού του δικαιώματος με την οριζόντια επιβολή οποιωνδήποτε προληπτικών υποχρεώσεων στους οργανωτές μιας συνάθροισης, όπως την αναγγελία της ή την προηγούμενη άδεια. Η ρύθμιση δηλαδή της άσκησης του δικαιώματος δεν νοείται να κατατείνει στη ματαίωσή του.
Οι συναθροίσεις ως αυθεντική, αδιαμεσολάβητη και άμεση λαϊκή έκφραση είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Η αστυνομική παρουσία, εάν κρίνεται αναγκαία, θα πρέπει να στοχεύει πρωτίστως στη διασφάλιση της ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος της συνάθροισης (με τη διακοπή κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, για παράδειγμα).about:blank
Θα πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης μόνο για λόγους προστασίας, όχι της δημόσιας τάξης, αλλά της δημόσιας ασφάλειας.
Με βάση τα παραπάνω, είναι αντισυνταγματική η απαγόρευση της συνάθροισης των πολιτών, εφόσον δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ακόμα και εάν γίνεται επίκληση προστασίας της δημόσιας υγείας (που δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους τους οποίους προβλέπει το Σύνταγμα, όπως προαναφέρθηκε).
Κατά συνέπεια οι όποιες αντίθετες προς τα παραπάνω αστυνομικές, γενικού απαγορευτικού χαρακτήρα, διατάξεις τίθενται προς εφαρμογή, παραβιάζουν ευθέως τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώθηκε, το πρώτον, με το Σύνταγμα του έτους 1864, δεδομένου ότι η αστυνομική αρχή μπορεί να απαγορεύσει τις υπαίθριες συναθροίσεις με πλήρως όμως αιτιολογημένη απόφασή της και όπως νόμος ορίζει, αποκλειστικά και μόνο στις εξής δύο περιπτώσεις: α) με γενικό τρόπο, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και β) σε ορισμένη περιοχή, αν εντός της περιοχής αυτής απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Τη νομιμότητα της απαγόρευσης ελέγχει ευθέως το ΣτΕ, παρεμπιπτόντως δε, κατ’ άρθρον 87 του Συντάγματος, τα ποινικά δικαστήρια, αφού αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, όταν η απαγόρευση είναι παράνομη και οι πολίτες, επομένως, άσκησαν νόμιμα το συνταγματικό τους δικαίωμα. Είναι ορθές οι διατυπωθείσες απόψεις τόσο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων όσο και της ΕλΕΔΑ, καθόσον η επίκληση της προστασίας της δημόσιας υγείας δεν συνδέεται ούτε με τη δημόσια ασφάλεια ούτε και με τη διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
*Δικηγόρος στον Αρειο Πάγο, συγγραφέας του Συνδικαλιστικού και Σωματειακού Δικαίου