Παράθυρο για τη μονιμοποίηση συμβασιούχων ανοίγει το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, κρίνοντας πως γίνεται καταχρηστική αντιμετώπιση όσων απασχολούνται ως ορισμένου χρόνου, αλλά στην πράξη καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια απόφασή του που αποτελεί σταθμό για τα Ελληνικά νομολογιακά δεδομένα άνοιξε το δρόμο μονιμοποίησης των συμβασιούχων οι οποίοι απασχολήθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας στον Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο τομέα (ΟΤΑ, κ.λπ.).
Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου το απασχόλησε το εν λόγω μείζον θέμα για τα Ελληνικά δεδομένα, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που είχε στείλει το Πρωτοδικείο Λασιθίου.
Ειδικότερα, η νομολογία του Αρείου Πάγου από το έτος 2007 παγίως δέχεται ότι μετά το 2001, που αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα και απαγορεύθηκε η μονιμοποίηση των συμβασιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 103 παρ. 8 Συντάγματος), δεν είναι δυνατός ο δικαστικός αναχαρακτηρισμός (η «μετατροπή») των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, ακόμη και αν οι εργαζόμενοι με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα όπου απασχολούνται.
Έτσι, εφόσον η αρχική σύμβαση των εργαζομένων είχε καταρτισθεί μετά το 2001, οι αγωγές των συμβασιούχων, στη συντριπτική τους πλειονότητα, απορρίπτονταν από τα δικαστήρια. Αλλά ακόμη και οι λίγες αποφάσεις που δικαίωναν τους εργαζομένους αναιρούνταν από τον Άρειο Πάγο, με εξαίρεση μόνο τους εργαζομένους που μονιμοποιήθηκαν με το Προεδρικό Διάταγμα 164/2004 (γνωστό ως «Διάταγμα Παυλόπουλου»).
Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν μπορεί πλέον να σταθεί μετά τη απόφαση-σταθμό που εξέδωσε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Δ.Ε.Ε. της 11.2.2021 στην υπόθεση C-760/18, ΜΒ κ.λπ.) μετά από προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το 2018 το Πρωτοδικείο Λασιθίου με την υπ΄ αριθμ. 472/2018 απόφασή του (Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου έτους 2018, σελ. 1207).
Δεν προσκρούει στο Σύνταγμα
Η υπόθεση που κρίθηκε αφορούσε την ερμηνεία και ορθή εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70 που αφορά την προστασία των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Όπως έκρινε το δικαστήριο του Λουξεμβούργου, μετά τις 10 Ιουλίου 1999, που δημοσιεύθηκε η εν λόγω Οδηγία, η Ελλάδα όφειλε να απέχει από τη θέσπιση νομοθετικών διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η Οδηγία.
Τα κράτη-μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ακόμη και όταν προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Για τους λόγους αυτούς, η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, με βάση το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, δεν μπορεί να αποκλεισθεί με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα προσέκρουσε στο άρθρο 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, όπως δεχόταν μέχρι σήμερα ο Άρειος Πάγος.
Αντίθετα, προκειμένου να αρνηθούν τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων, τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει να διαπιστώσουν ότι στο ελληνικό δίκαιο υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέτρα που αποκλείουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του δημόσιου φορέα-εργοδότη, τα οποία να είναι αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά και τα οποία να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν από το Ελληνικό Κράτος για την προσαρμογή στην Οδηγία.
Παραβίαση των κανόνων
Και ναι μεν ως μέτρο για την προστασία από την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων αναγκών το Π.Δ. 164/2004 προέβλεψε ότι θα πρέπει η κατάρτιση σύμβασης ορισμένου χρόνου με φορείς του δημόσιου τομέα να δικαιολογείται αντικειμενικά (να αποδεικνύεται δηλαδή ότι δεν καλύπτονται με αυτές πάγιες και διαρκείς ανάγκες), καθώς και να μην παρατείνονται αυτές περισσότερες από τρεις φορές ή να ξεπερνούν σε συνολική διάρκεια τους 24 μήνες.
Όμως, όπως επεσήμανε ήδη το Πρωτοδικείο Λασιθίου με την απόφασή του που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα, οι κανόνες αυτοί παραβιάζονται συστηματικά από το Ελληνικό Κράτος. Συνεπώς, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικοί. Μάλιστα η καταχρηστική χρησιμοποίηση ορισμένου χρόνου συμβάσεων για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών συχνά νομιμοποιείται εκ των υστέρων με νόμο.
Έτσι, η μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου, με βάση το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, στην πραγματικότητα αποτελεί το μόνο μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της καταχρηστικής χρησιμοποίησης ορισμένων χρόνου συμβάσεων που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία, το δε άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, μετά τη νέα αυτή απόφαση του Δ.Ε.Ε., δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί ώστε να αποκλειστεί η μετατροπή αυτή.