ΑΠΟΦΑΣΗ
Αντωνοπούλου κατά Ελλάδας της 11.02.2021 (αρ. 46505/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δάνεια ελβετικού φράγκου και αποπληρωμή των δανείων σε ευρώ. Η προσφεύγουσα συνήψε σύμβαση δανείου με την τράπεζα Eurobank Ergasias ποσού 243.225 ελβετικών φράγκων (που αντιστοιχούσε σε 150.000 ευρώ στις 10 Ιανουαρίου 2007, την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου). Λόγω, όμως, της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, το αρχικό δανεισθέν κεφάλαιο των 150.000 ευρώ εκτινάχτηκε σε 239.041,76 ευρώ έως τις 4 Φεβρουαρίου 2015. Το ποσό που έπρεπε να επιστρέψει η προσφεύγουσα σε ευρώ υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που είχε δανειστεί σε ελβετικά φράγκα.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η εθνική νομοθεσία παρείχε στην προσφεύγουσα κατάλληλα μέσα για να διεκδικήσει τις αξιώσεις της. Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αιτούμενη να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίμαχης ρήτρας της σύμβασης λόγω καταχρηστικότητας. Είχε επίσης το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών προκειμένου να αιτηθεί την αναπροσαρμογή του συμβατικού προγράμματος του επίμαχου δανείου ή ακόμη και τη λύση της σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 388 του Αστικού Κώδικα. Τέλος, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, θα μπορούσε να είχε ζητήσει ανά πάσα στιγμή από την τράπεζα να μετατρέψει το δάνειο σε ευρώ και θα μπορούσε να έχει ασφαλιστεί έναντι της αύξησης των μηνιαίων αποπληρωμών. Επομένως, το ισχύον νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από το κράτος παρείχε στην προσφεύγουσα έναν μηχανισμό με τον οποίο μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Απαράδεκτη προσφυγή.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Ξανθή Αντωνοπούλου, είναι Ελληνίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1957 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Η προσφεύγουσα συνήψε δανειακή σύμβαση με την Eurobank σε ελβετικά φράγκα και διαμαρτυρήθηκε ότι έπρεπε να επιστρέψει στην τράπεζα το δανεισθέν ποσό σε ευρώ, το οποίο όμως υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που είχε αρχικά δανειστεί σε ελβετικά φράγκα.
Με σκοπό να αγοράσει ένα διαμέρισμα, η προσφεύγουσα, η οποία διατηρούσε μια μικρή βιοτεχνική επιχείρηση, συνήψε σύμβαση δανείου με την τράπεζα Eurobank Ergasias ποσού ύψους 243.225 ελβετικών φράγκων (CHF) (που αντιστοιχούσε σε 150.000 ευρώ στις 10 Ιανουαρίου 2007, την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου) και υποθήκευσε το διαμέρισμά της. Το δάνειο το συνήψε σε ελβετικά φράγκα κατόπιν συμβουλής της δανείστριας τράπεζας . Η συμφωνία προέβλεπε τη μετατροπή του δανείου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ. Το δάνειο περιλάμβανε την ασφάλιση σε περίπτωση θανάτου ή της αναπηρίας της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα συμφώνησε επίσης με την τράπεζα την ασφάλιση έναντι του κινδύνου αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας και για μια περίοδο αρκετών ετών. Έως τις 26 Φεβρουαρίου 2015, πραγματοποιούσε τις μηνιαίες αποπληρωμές του δανείου σε ευρώ.
Δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις στις 24 Αυγούστου 2011, έχοντας χάσει την όρασή της και έχοντας σταματήσει να εργάζεται, η προσφεύγουσα ζήτησε ρύθμιση της δανειακής σύμβασης που δίεπε την αποπληρωμή του δανείου, την οποία αποδέχθηκε η τράπεζα. Συνολικά, υπέγραψε τέσσερα πρόσθετα συμφωνητικά με την τράπεζα για την τροποποίηση της αρχικής δανειακής σύμβασης.
Η προσφεύγουσα επισήμανε ότι, λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, το ποσό του κεφαλαίου δανεισμού είχε αυξηθεί από 150.000 ευρώ σε 239.041,76 ευρώ έως τις 4 Φεβρουαρίου 2015. Στις 18 Φεβρουαρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά της τράπεζας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αιτούμενη πρώτον, το δικαστήριο να κηρύξει άκυρη, ως καταχρηστική, τη ρήτρα της δανειακής σύμβασης που προέβλεπε την αποπληρωμή του χρέους σε ευρώ βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ελβετικό φράγκο που ισχύει κατά την ημερομηνία αποπληρωμής. Δεύτερον, ζήτησε να αναγνωριστεί ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου. Τέλος, ζήτησε από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την ανυπαρξία της οφειλής προς την τράπεζα. Η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε την απόφαση στο Εφετείο, αλλά άσκησε απευθείας Αίτηση Αναίρεσης στον Άρειο Πάγου. Το Τμήμα του δικαστηρίου αυτού, εκτιμώντας ότι η υπόθεση αφορούσε ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, την παρέπεμψε στην Ολομέλεια. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσης.
Βασιζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι έπρεπε να επιστρέψει στην τράπεζα το δανεισθέν ποσό σε ευρώ, το οποίο όμως υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που είχε δανειστεί σε ελβετικά φράγκα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά της τράπεζας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ζητώντας, ειδικότερα, από το δικαστήριο να κηρύξει άκυρη, ως καταχρηστική, τη ρήτρα της σύμβασης δανείου που προέβλεπε την αποπληρωμή του χρέους της σε ευρώ βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ελβετικό φράγκο που ισχύει κατά την ημερομηνία αποπληρωμής. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη καταχρηστικότητα της επίμαχης ρήτρας και αυτό διότι ο όρος αυτός εντασσόταν στους δηλωτικούς όρους της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλάμβανε τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να την συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα με ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13/ΕΕ. Διαπίστωσε επίσης ότι η εν λόγω ρήτρα δεν μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική ή αόριστη. Ο Άρειος Πάγος, έκρινε ότι το Πρωτοδικείο δεν διέπραξε κανένα σφάλμα. Ενώ ο Ν. 2251/1994 δεν μετέφερε ρητά στο εσωτερικό δίκαιο την εξαίρεση τέτοιων δηλωτικών ρητρών από δικαστική εκτίμηση, η εξαίρεση αυτή αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του Νόμου βάσει μιας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας σύμφωνης με το σκοπό της Οδηγίας 93/13/ΕΕ.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη του κινδύνου που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε ελβετικά φράγκα αλλά και του κινδύνου της διακύμανσης τέτοιου ισχυρού νομίσματος προς τα πάνω κατά τη διάρκεια της 25ετούς διάρκειας του δανείου. Είχε ασφαλιστεί για τρία χρόνια έναντι του κινδύνου αύξησης των μηνιαίων αποπληρωμών της λόγω αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και θα μπορούσε να έχει ανανεώσει την ασφάλιση αυτή. Η σύμβαση δανείου της επέτρεπε επίσης να ζητήσει ανά πάσα στιγμή τη μετατροπή του σε ευρώ. Τέλος, η προσφεύγουσα είχε υπογράψει τέσσερες πρόσθετες τροποποιητικές της αρχικής συμφωνίες με την τράπεζα, μειώνοντας τις μηνιαίες δόσεις, παρατείνοντας τις προθεσμίες αποπληρωμής και αναστέλλοντας ακόμη προσωρινά ορισμένες αποπληρωμές. Επιπλέον, μεταξύ 2007 και 2015 η προσφεύγουσα συνέχισε να καταβάλει τις δόσεις χωρίς να επικαλεστεί ότι δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της λόγω της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Εάν είχε θεωρήσει ότι η ικανότητά της να εξοφλήσει το δάνειο είχε μειωθεί λόγω απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών πέρα από τον έλεγχό της και της τράπεζας, θα μπορούσε να ζητήσει από τα δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 388 του Αστικού Κώδικα την αναπροσαρμογή του συμβατικού προγράμματος ή ακόμη και τη λήξη της σύμβασης δανείου.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εγχώρια νομοθεσία παρείχε στην προσφεύγουσα κατάλληλα μέσα για να διεκδικήσει τα δικαιώματα στην περιουσία της. Αυτά τα ένδικα μέσα ήταν η αγωγή προς τα αστικά δικαστήρια για την ακύρωση της επίμαχης ρήτρας στη σύμβαση δανείου την οποία θεώρησε καταχρηστική- μια επιλογή της οποίας είχε κάνει χρήση – και η δυνατότητα υποβολής αγωγής στα δικαστήρια για αναπροσαρμογή του συμβατικού προγράμματος ή ακόμη και λήξη της δανειακής σύμβασης, βάσει του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα. Επιπλέον, σύμφωνα με τους ίδιους τους όρους της υπογραφείσας σύμβασης, θα μπορούσε να ζητήσει ανά πάσα στιγμή από την τράπεζα να μετατρέψει το δάνειο σε ευρώ και θα μπορούσε να είχε ασφαλιστεί έναντι πιθανής αύξησης των μηνιαίων δόσεις που κατέβαλε. Τέλος, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας που είχε επιλέξει, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι είχε δοθεί στην προσφεύγουσα η ευκαιρία να εκθέσει όλα τα επιχειρήματά της ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων και εκδόθηκε απόφαση από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος είχε ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, το νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από το κράτος παρείχε στην προσφεύγουσα έναν μηχανισμό με τον οποίο μπορούσε να διεκδικήσει τις αξιώσεις της σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη (επιμέλεια echrcaselaw.com).