Απόφαση 1226 / 2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1226/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Μαρία Βασδέκη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Κ. Β. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πολλάλη, για αναίρεση της υπ’αριθ.ΔΤ1587/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.7.2018 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 986/18.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον κατά το κεφάλαιο της επιβολής ποινών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 17-7-2018 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Κ. Β. του Δ. ενώπιον του Δικ. Γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΔΤ 1587/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 20 ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για τις πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει, να εξετασθεί περαιτέρω (άρθρα 465 παρ.1 εδ.α, 473 παρ.1,3 και 474 παρ.1,2 του Κ.Π.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, τιμωρείται με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για τη καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του ΑΝ 1846/1951, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, παρέχουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ` αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται, συνεπώς, για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, αποφάσεως, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, να περιέχονται σε αυτήν τα πιο πάνω κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο προαναφερομένων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει να εκτίθεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση του προσωπικού που είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης), προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ΙΚΑ, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε και ότι δεν τις κατέβαλε εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Επίσης και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποια η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ` αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχειρήσεως. Δεν απαιτείται να αναφέρονται, αφού δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων, ο αριθμός των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε έκαστος αυτών στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές ενός εκάστου. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνο τελέσεως των δύο ως άνω αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής, καθόσον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη αναστελλομένης της προθεσμίας για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχάς αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η επιβαλλόμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει, να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων, μεταξύ των οποίων και οι περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου, των μη ταπεινών αιτίων και της επί σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ.2 στοιχ.α’, β’ και ε’ Π.Κ. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει, ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες τις μορφές της συμπεριφοράς του. Δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων κατά την έννοια του νόμου, απαιτείται ο υπαίτιος να ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια που ως τοιαύτα νοούνται τα μη αντίθετα προς την κοινή, περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης, συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρα και κακοβουλία του δράστη με την αναφορά των συγκεκριμένων αιτίων τα οποία ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του. Η μη ταπεινότητα των αιτίων θα κριθεί όχι υποκειμενικώς κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικώς κατά την αντίληψη της κοινωνίας. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι ταπεινά αίτια είναι κρίση ως προς τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ.2 εδ.ε’ Π.Κ., πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό το καθεστώς ελευθερίας αυτού, απαιτείται δε εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβίωσης του δράστη στην κοινωνία μετά την πράξη με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη. Η καλή, όμως, συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και αυτοπροαιρέτως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει, να υπάρχει συμπεριφορά που να μαρτυρεί την αληθινή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερο.
Συνεπώς, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω ισχυρισμός του δράστη που διαβιώνει σε καθεστώς ελευθερίας, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει, να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής του διαβίωσης μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή, πρέπει, να εκτίθενται για τη θεμελίωση του ισχυρισμού και τα θετικά στοιχεία μετά την πράξη του από τα οποία προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι το συνήθως συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο (Α.Π.522/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επέβαλε κατά της αναιρεσείουσας ποινή φυλάκισης 14 (δέκα τεσσάρων) μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για κάθε πράξη μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ και συνολικώς ποινή φυλάκισης 20 (είκοσι) μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε αφού είχε αναιρεθεί καθ’ ολοκληρίαν, με την 1375/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η 39674/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό είχε καταδικάσει την αναιρεσείουσα σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ για καθεμία πράξη και συνολικά σε φυλάκιση 15 μηνών και χρηματική ποινή 700 ευρώ, ενώ η πρωτόδικη απόφαση 86243/2014 του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών είχε καταδικάσει την αναιρεσείουσα για τις αναφερόμενες πράξεις σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για καθεμία πράξη και συνολικά σε φυλάκιση 18 μηνών και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση αναφέρει σε αυτό ως αιτιολογία τα εξής: ”Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι η κατηγορουμένη λειτουργούσε κατά τα έτη 2010 έως και 2012 ατομική επιχείρηση εστίασης (ουζερί) στο … και παρά το ότι απασχολούσε εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά την περίοδο από Απρίλιο 2010 έως και Ιούνιο 2012, εντούτοις δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες προς το ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 83.851,55 ευρώ και ειδικότερα για εργοδοτικές εισφορές δεν κατέβαλε το ποσό των 55.901,03 ευρώ και για εργατικές εισφορές δεν κατέβαλε το ποσό των 27.950,52 ευρώ. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για τις αποδιδόμενες σ’ αυτή πράξεις, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ.α’, β’ και ε’ Π.Κ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκαν τα στοιχεία που απαιτεί το άρθρο 84 παρ.2 περ.α Π.Κ. για να κριθεί ότι συντρέχει το ελαφρυντικό αυτό, δεδομένου ότι μόνη η ευγένεια, καλοσύνη και ευπρέπεια στις σχέσεις της με άλλους ανθρώπους, πέραν του ότι προβάλλεται κατά τρόπο αόριστο και δεν προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, δεν αρκεί για την αναγνώριση αυτού, ενώ η παροχή των υπηρεσιών της ως οδοντιάτρου εθελοντικά στη … ”….” ξεκίνησε το 2016 και δεν συνιστά συμπεριφορά προγενέστερη των επίδικων πράξεων. Σε σχέση με το αιτούμενο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 περ.β’ Π.Κ., πρέπει να σημειωθεί ότι αποδείχθηκε πως οι επίδικες οφειλές προς το ΙΚΑ δημιουργήθηκαν από τη λειτουργία ατομικής επιχείρησης σε χρόνο που αυτή είχε επαρκή έσοδα, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η δεινή οικονομική κατάσταση κατά τον επίδικο χρόνο. Η μείωση του τζίρου της επιχείρησης της κατηγορουμένης δεν δικαιολογεί την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού, αφού η ίδια με δική της απόφαση συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησης με τον ίδιο αριθμό προσωπικού, αναγνωρίζοντας ότι τα έσοδα από την επιχείρησή της είναι αρκετά για την κάλυψη όλων των υποχρεώσεών της. Τέλος, απορριπτέο είναι και το αίτημα για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 περ.ε’ Π.Κ., αφού η κατά τα έτη 2016-2018 προσφορά εθελοντικής εργασίας στη … ”…” δεν συνιστά μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτός και του ότι δεν προσδιορίζεται από την κατηγορουμένη ο χρόνος και η συχνότητα απασχόλησής της και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί μόνη αυτή η απασχόλησή της να θεωρηθεί ως καλή συμπεριφορά κατά την προαναφερόμενη διάταξη.” Μετά από αυτά, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού της για αναγνώριση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ.2 α, β και ε Π.Κ. του ότι : ”Στην …την 21-9-2012 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία … και …974, υποκατάστημα ΙΚΑ …, είδος επιχείρηση εστίασης (ουζερί), έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1-4-2010 έως 30-6-2012 στην επιχείρηση προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 83.851,55 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αρ….88/2012 Π.Ε.Ε., συνολικού ποσού εισφορών 88.851,55 ευρώ. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ποσού 55.901,03 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον ως άνω οργανισμό μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή της (εργατικές ποσού 27.950,52 ευρώ), προκειμένου να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’ αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Σύμφωνα με τα παραπάνω έχει υποπέσει στις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 375 παρ.1 του Π.Κ. και του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του α.ν.86/67, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε.” Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, τα οποία περιστατικά υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 Π.Κ. και του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του α.ν.86/1967 που εφάρμοσε χωρίς να απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση αναφορικά με το δόλο της κατηγορουμένης, εφόσον οι ανωτέρω εφαρμοσθείσες διατάξεις δεν αξιώνουν για τη στοιχειοθέτηση του υποκειμενικού στοιχείου άμεσο δόλο. Κατά τις παραδοχές της απόφασης παραλείφθηκε η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών (τόσον των εργοδοτικών όσο και των εργατικών) για παρασχεθείσα εργασία χρονικού διαστήματος από 1-4-2010 μέχρι 30-6-2012, οπότε μετά εκδόθηκε η Πράξη Επιβολής των Εισφορών και η συνακόλουθη τέλεση των υπόψη εγκλημάτων άρχισε την 31-5-2010, οπότε κατά την 30-4-2018 ημερομηνία εκδικάσεως της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε παρέλθει οκταετία από την τέλεση των πράξεων και επομένως, δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 111, 112, 113 Π.Κ., οι οποίες ορθώς εφαρμόστηκαν και ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το γεγονός ότι εμφιλοχώρισε στα πρακτικά η φράση ”ή το βαθμό της αμελείας”, ενώ είχε προηγηθεί η φράση ότι μέσα στα αξιολογικά στοιχεία για το σχηματισμό της κρίσης του το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ένταση του δόλου της κατηγορουμένης, καθώς, επίσης, σε δύο σημεία των πρακτικών αναφέρθηκε εσφαλμένος ο αριθμός της εκκαλούμενης απόφασης και έγινε αναφορά σε κατηγορουμένους, ενώ πρόκειται για κατηγορουμένη, δεν δημιουργούν ασάφειες ή αντιφατικότητα ως προς τα περιστατικά που έγιναν δεκτά και συνεπώς, δεν προσβάλλουν την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και οφείλονται σε προφανή παραδρομή . Όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της αναίρεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αντίθετα, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, ο οποίος απορρίφθηκε από το δικαστήριο, περιέχονται στο σκεπτικό της απόφασης τα εξής : … ”η κατά τα έτη 2016 – 2018 προσφορά εθελοντικής εργασίας στη … ”…” δεν συνιστά μεγάλο διάστημα και δεν προσδιορίζεται από την κατηγορουμένη ο χρόνος και η συχνότητα απασχόλησής της και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί μόνη αυτή η απασχόλησή της να θεωρηθεί ως καλή συμπεριφορά κατά την προαναφερόμενη διάταξη.” Το παραπάνω αιτιολογικό είναι ασαφές διότι, ενώ το δικαστήριο δέχεται την ύπαρξη του στοιχείου αυτού στο πρόσωπο της κατηγορουμένης, ότι δηλαδή αυτή ασκεί πράγματι αυτή την αφιλοκερδή εργασία υπέρ των προσφύγων με την ιδιότητα της οδοντιάτρου και επικεφαλής ομάδας οδοντιάτρων, στη συνέχεια δεν αξιολογεί αυτό επαρκώς και ακόμη θέτει αυτό εν αμφιβόλω, παρότι το στοιχείο αυτό θεμελιώνει τη συγκεκριμένη θετική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, η οποία εκδηλώνει ψυχική μεταστροφή της και είναι δηλωτικό της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης μετά την τέλεση της πράξης, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 στ.ε’ του Π.Κ., με αποτέλεσμα ο ίδιος παραπάνω λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης (άρθρο 84 παρ.2 ε’ Π.Κ.) διάταξή της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στην κατηγορουμένη – αναιρεσείουσα ποινών για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε και συνακόλουθα και ως προς αυτήν περί συνολικής ποινής, κατά παραδοχή και του πρώτου λόγου της αναίρεσης αφού η θέση της αναιρεσείουσας με την προσβαλλόμενη απόφαση χειροτέρευσε, δεδομένου ότι το δικαστήριο της επέβαλε μεγαλύτερη επιμέρους και συνολική ποινή από αυτές που είχαν επιβληθεί προηγουμένως, τόσον πρωτοδίκως, όσο και από το μετ’ αναίρεση δικαστήριο κατά παράβαση των άρθρων 480 εδ.α’ και 524 παρ.2 του Κ.Π.Δ., δεκτού γενομένου και του πρώτου λόγου τη αναίρεσης ως βάσιμου κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η’ Κ.Π.Δ. Στη συνέχεια, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). Προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο της κατηγορουμένης – αναιρεσείουσας της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε’ Π.Κ. και αναλόγως προς την επ’ αυτής παραδοχή του, επιβάλλει την αρμόζουσα σ’ αυτήν ποινή, απορριπτομένως κατά τα λοιπά των λοιπών λόγων αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. ΔΤ 1587/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως προς το περί ποινών κεφάλαιό της, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της από 17-7-2018 αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας Β. Κ. του Δ., κατοίκου ….
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ