ΑΡΙΘΜΟΣ 849/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Πνευματικά δικαιώματα σε φωτογραφίες.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 38 Εισ.Ν. Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Αντίθετα σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. (ΟλΑΠ 28/2005). Εξ άλλου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενο της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 677/2017).
– Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 ορίζεται ότι “Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις, με κείμενο ή χωρίς, τα θεατρικά έργα, με μουσική ή χωρίς… οι φωτογραφίες …». Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου “ο δημιουργός ενός έργου είναι ο αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί του έργου”. Η θεμελιώδης στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αρχή του δημιουργού συνδέεται άμεσα και αποκλειστικά με τη δημιουργική πράξη, η οποία αποτελεί πράξη υλική, εξωτερική ή πραγματική. Έννομη συνέπεια αυτής είναι η πρωτογενής κτήση της πνευματικής ιδιοκτησίας Επιπλέον, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Επί έργων που δημιουργήθηκαν από μισθωτούς σε εκτέλεση σύμβασης εργασίας, αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος είναι ο δημιουργός. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στον εργοδότη μεταβιβάζονται αυτοδικαίως εκείνες μόνο οι εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης”. Με το άρθρο αυτό ο νομοθέτης θέλησε να προστατέψει τους πνευματικούς δημιουργούς, που συχνά συμβαίνει να εκτελούν παραγγελίες στηριζόμενες σε σύμβαση εργασίας, όπως δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες εικαστικών τεχνών εργαζόμενοι σε οργανισμούς ραδιοτηλεόρασης και καλλιτέχνες εργαζόμενοι σε παραγωγούς φωνογραφημάτων ή κινηματογραφικών έργων. Ο νόμος εδώ κατοχυρώνει την αυτοδίκαιη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος και μόνο στον εργοδότη, αλλά ως κανόνα ενδοτικού δικαίου και με μια διάκριση ως προς την έκταση της μεταβίβασης, η onoiq καταλαμβάνει μόνο τις αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης εργασίας εξουσίες. Η μεταβίβαση αυτή επέρχεται από το νόμο μόνο αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη, που να την αποκλείει ή να την περιορίζει ή να την διευρύνει. Εξάλλου, από τη διατύπωση του άρθρου προκύπτει ότι ο νόμος δεν διαχωρίζει, ως προς την κτήση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τους πνευματικούς δημιουργούς, τις περιπτώσεις μισθωτών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (κατά το εργατικό δίκαιο) από αυτές με σύμβαση εργασίας παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (κατά τα άρθ. 648 επ. ΑΚ), ώστε να περιορίζεται η εφαρμογή του μόνο στις πρώτες, αλλά αναφέρεται γενικά σε έργα δημιουργημένα από μισθωτούς σε εκτέλεση σύμβασης εργασίας, ήτοι καταλαμβάνει και τις δύο περιπτώσεις. Εξάλλου, εξαιτίας της φύσης των δημιουργημάτων πνευματικής δημιουργίας, συνήθως η σχέση εργασίας ενός πνευματικού δημιουργού προς τον εργοδότη του θα είναι εργασία παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, καθότι επί πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι συνηθέστερα πιο συμβατή η άσκηση εποπτείας από μεριάς τους εργοδότη και λιγότερο η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος με την παροχή λεπτομερών εντολών, υποδείξεων και κατευθύνσεων.
– Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη για την έκβαση της δίκης, ως προς τη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους, περιστατικά, ήτοι: α) δεν αναφέρει αν ο ενάγων, ο οποίος δεν ελάμβανε, κατά τις παραδοχές της, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον εναγόμενο δώρα εορτών και επίδομα αδείας, είχε διαμαρτυρηθεί για το γεγονός αυτό στον εναγόμενο, γεγονός κρίσιμο για το χαρακτηρισμό της σύμβασης, β) δεν αιτιολογεί πως συγκεκριμένα γινόταν ο έλεγχος και η εποπτεία του εναγομένου ως προς τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντος και πως δινόταν δεσμευτικές εντολές μέσω ρούτερ, δεδομένου ότι η φωτογραφία, ως πνευματικό δημιούργημα, έχει ατομική ιδιομορφία, αντανακλά την προσωπικότητα του φωτογράφου ως δημιουργού, δηλαδή την έμπνευση, την ευαισθησία, τη διορατικότητα, τη γνώση ως προς τις γωνίες λήψης, το φωτισμό, τις αντιθέσεις των χρωμάτων, την επεξεργασία της κλπ, που οδηγούν στη σχηματοποίηση μιας δημιουργικής ιδέας. Τούτο είναι αναγκαίο, καθόσον η υποχρέωση του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης του εργαζομένου, γ) δεν αναφέρει αν ο ενάγων είχε συμβατική δέσμευση, ως δημιουργός των φωτογραφιών και δικαιούχος του περιουσιακού δικαιώματος επ’ αυτών, να μεταβιβάσει στον εναγόμενο, πέρα από τις αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης εργασίας εξουσίες, και άλλες εξουσίες του περιουσιακού δικαιώματος του, όπως πχ την άδεια εκμετάλλευσης, όσον αφορά στη χρησιμοποίηση, παρουσίαση και διάθεση στο κοινό φωτογραφιών του σε εφημερίδες, περιοδικά κλπ απεριόριστα και αν ο μηνιαίος μισθός που εισέπραττε κάλυπτε μόνο μία ή περισσότερες δημοσιεύσεις αυτών. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τα σχετικά σκέλη του, από τους αριθμούς 1 εδ. α’ και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.