ΑΡΙΘΜΟΣ 862/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Προσύμφωνο πώλησης. Αναβλητική αίρεση. Δασικές εκτάσεις. Αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική ευθύνη. Αντίθεση στα χρηστά ήθη. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις.
– Σύμφωνα με το άρθρο 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθορισθεί και υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Πρόκειται για τελεία, αυθύπαρκτη και αυτοτελή σύμβαση, που δημιουργεί την υποχρέωση για κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως. Εφ` όσον το ως άνω άρθρο δεν διαλαμβάνει ειδικές διατάξεις, που να διέπουν το προσύμφωνο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζονται αναλογικώς επί των σχέσεων που πηγάζουν από αυτό, οι κανόνες των άρθρων 380-382 ΑΚ που αφορούν όλες τις συμβάσεις (ΑΠ 590/2017) ή οι διατάξεις της ειδικής κατηγορίας στην οποία υπάγεται ορισμένη σύμβαση (ΑΠ 568/2014, ΑΠ 772/2014, ΑΠ 2356/2009). Έτσι σε περίπτωση προσυμφώνου πωλήσεως έχουν εφαρμογή τόσον οι γενικές διατάξεις για την πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, όσο και οι ειδικές διατάξεις της συγκεκριμένης συμβάσεως, όπως εκείνες που αφορούν στην ευθύνη του πωλητή για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα και για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων κατά τα άρθρα 515 και 534 – 537 ΑΚ οπότε ο εκ προσυμφώνου αγοραστής έχει τα παρεχόμενα από τα άρθρα 516 και 540 και 543 δικαιώματα (ΑΠ 708/2016).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 166 και 201 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που καταρτίστηκε προσύμφωνο, απ` το οποίο γεννάται ενοχική αξίωση του δικαιούχου μέρους κατά του άλλου, για σύμπραξη στην κατάρτιση της σκοπουμένης με τη σύναψη αυτού οριστικής συμβάσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συνδέσουν τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, από την προηγούμενη πλήρωση αναβλητικής αιρέσεως που τέθηκε απ’ αυτά, οπότε η σύναψη της οριστικής σύμβασης θα χωρήσει, αφού πληρωθεί η παρεμβληθείσα αίρεση (ΑΠ 811/1987).
– Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 998/1979 (παρ.1, 2 και 3) για τον χαρακτηρισμό μιάς εκτάσεως ως δασικής ή μη, θεσπίζεται ειδική ενδικοφανής διαδικασία προς τον σκοπό της επιλύσεως του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο των διοικητικών αρχών, ενώπιον των οποίων προβάλλει ως πρόκριμα ο εν λόγω χαρακτήρας της εκτάσεως, όσο και των ενδιαφερομένων ιδιωτών. Ενόψει του χαρακτήρα και των συνεπειών της, η απόφαση του Δασάρχη ή η απόφαση της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατ’ αυτής ή η απόφαση της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής που εκδίδεται επί προσφυγής κατά της τελευταίας είναι αμετάκλητες (ΣτΕ 688/1996, ΣτΕ 1148/1988, ΣτΕ 2266/1984, ΣτΕ 5018/1984 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια του αυτού ως άνω άρθρου με την πάροδο απράκτου της τριμήνου προθεσμίας που τάσσεται από την παράγραφο 3 αυτού για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου και της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής τεκμαίρεται σιωπηρά απόρριψη των σχετικών αντιρρήσεων ή της προσφυγής από την οικεία επιτροπή, η προθεσμία όμως αυτή δεν έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα και συνεπώς, με την συμπλήρωσή της, δεν εξαντλείται η κατά χρόνον αρμοδιότητα των παραπάνω επιτροπών, οι οποίες μπορούν να αποφανθούν και μετά τη λήξη του εν λόγω τριμήνου (Πρβλ. ΣτΕ 1641/1998). Aπό τις ίδιες διατάξεις, ερμηνευόμενες ενόψει του επιδιωκομένου από το νομοθέτη σκοπού της ταχείας επιλύσεως των σχετικών αμφισβητήσεων, ο οποίος σχετίζεται αφενός με την συνταγματική επιταγή για προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και αφετέρου, σε περίπτωση ιδιωτικών εκτάσεων, με την αποσαφήνιση των ορίων της εξουσίας του ιδιοκτήτη, συνάγεται ότι, εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός της ανωτέρω τριμήνου προθεσμίας, η οικεία (Πρωτοβάθμιος ή Δευτεροβάθμιος) Επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, οφείλει να χορηγήσει εντός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως αυτής, βεβαίωση περί της σιωπηράς απορρίψεως των αντιρρήσεων ή της προσφυγής εκτός εάν αποφανθεί εντός του ανωτέρω τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως επί των εκκρεμών αυτών αντιρρήσεων ή προσφυγής. Μετά την έκδοση της παραπάνω βεβαιώσεως και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριμήνου από την υποβολή αιτήσεως ενδιαφερομένου περί χορηγήσεως βεβαιώσεως, τόσο η Πρωτοβάθμιος όσο και η Δευτεροβάθμιος Επιτροπή δεν δύναται πλέον να επιληφθεί της υποθέσεως και να αποφανθεί επί του ενώπιόν της ασκηθέντος ενδικοφανούς μέσου. Τέλος, η άρνηση, ρητή ή σιωπηρά, της Πρωτοβαθμίου ή Δευτεροβαθμίου Επιτροπής να χορηγήσει την ανωτέρω βεβαίωση υπόκειται σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας(ΣτΕ1608/2008, ΣτΕ 1518/2010). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 και 3 και 21 παρ. 8 του Ν. 3208/2003 σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 3698/2008 (ΦΕΚ Α’ 198/2-10-2008) συνάγεται ότι η διαδικασία εξετάσεως του ζητήματος εντάξεως μιας εκτάσεως στη ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται επ’ αυτής η δασική νομοθεσία, συνδέεται στενά με την ειδική ενδικοφανή διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, του άρθρου 14 του Ν. 998/1979. Η απόφαση δε περί εφαρμογής του ως άνω άρθρου 12 του ν.3208/2003 μπορεί να εκδοθεί μόνο μετά την τελεσιδικία της πράξης χαρακτηρισμού μιας έκτασης και μόνον εφόσον η έκταση αυτή έχει χαρακτηρισθεί ως μη δασική, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνο επί εκτάσεων που δεν απέκτησαν, με οποιονδήποτε τρόπο, μετά το 1960 δασικό χαρακτήρα. Η εξέταση συνεπώς του ζητήματος εντάξεως μιας εκτάσεως στη ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 συνδέεται αρρήκτως με την πράξη χαρακτηρισμού της εκτάσεως ως δασικής ή μη, η δε έκδοση αποφάσεως περί εφαρμογής του ως άνω άρθρου έχει ως προϋπόθεση την τελεσιδικία του χαρακτηρισμού της εκτάσεως ως μη δασικής με αρμοδιότητα (ως προς την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών διατακτικών πράξεων που αφορούν τον χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του Ν. 998/1979), εκείνη του τριμελούς διοικητικού εφετείου, (άρθ. 1 παρ. 1 περ. ιδ του Ν. 702/1977, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και, ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2944/2001, στη συνέχεια δε τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 παρ. 1 έως 4 του Ν. 3659/2008 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 47 παρ. 1 του Ν. 3900/2010). H ανωτέρω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά το άρθρο 50 του Ν. 3900/2010 και τις εκκρεμείς κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ουσιαστικής ισχύος του άνω νόμου (1-1-2011) υποθέσεις (ΣτΕ 2274/2014). Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 14 Ν. 998/1979 αφορά τη διαπίστωση αν μια έκταση αποτελεί ή όχι δασικό οικοσύστημα και δεν σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς (ΣτΕ4970/2014, ΣτΕ2937/2014, ΣτΕ454/2010) το οποίο επιχειρούν να ρυθμίσουν οι ανωτέρω διατάξεις (άρθρ. 12 και 21 του Ν. 3208/2003).
– Η παραβίαση σύμβασης με υπαίτια ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη ενός των συμβαλλομένων , μπορεί, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, τότε μόνο όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντικειμένη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται με το άρθρο 914 ΑΚ, του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 496/2015, ΑΠ 1115/2015). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίζει την αξίωσή του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Επί συρροής δε των αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιάς έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ) οπότε σώζεται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 652/2011, ΑΠ 1703/2013, AΠ 1381/2013). Ειδικότερα, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας (ΑΠ 725/2013). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης, ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, την δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και συναλλακτικές αντιλήψεις, από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 1115/2015). Όσον αφορά την υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με τον χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1563/2012, ΑΠ 1452/2007).
– Κατά το άρθρο 919 ΑΚ όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικειμένη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχομένου δόλου, προξενήσεως ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3) Να προκλήθηκε όντως ζημία σε άλλον. 4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 212/2018, ΑΠ 419/2018, ΑΠ 294/2018). Προδήλως όμως δεν ενεργεί εναντίον των χρηστών ηθών ο απλώς και μόνον αθετών την σύμβασιν οφειλέτης. Διάφορη είναι η ευθύνη που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198 ΑΚ κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, το οποίο διαρκεί μέχρι τη νομότυπη κατάρτιση της συμβάσεως ή την οριστική ματαίωση της. Κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 197 ΑΚ, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ κατά το άρθρο 198 παρ. 1 ΑΚ, όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλο ζημία, υποχρεούται να την ανορθώσει και αν δεν καταρτίσθηκε η σύμβαση. Ως πταίσμα, νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της συμβάσεως και την οποία θα είχε αποφύγει αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπληρώσεως ή το διαφυγόν κέρδος από τη μη σύναψη της συμβάσεως, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψη της. Επομένως, αποκαθίσταται μεταξύ άλλων και η ζημία που αυτός υπέστη, γιατί, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται η κατάρτιση της συμβάσεως, υποβλήθηκε σε δαπάνες η απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας συμβάσεως με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους. Η αθέτηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 197-198 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση για την καταβολή του αρνητικού διαφέροντος ή διαφέροντος εμπιστοσύνης, που αναφέρθηκε παραπάνω, όχι όμως και για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η ευθύνη του υπαιτίου δεν είναι από αδικοπραξία αλλά από αθέτηση ειδικής ενοχής που υπάρχει από το νόμο (ΑΠ 741/2018, ΑΠ 347/2018, ΑΠ 1610/2009).