ΑΡΙΘΜΟΣ 864/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αδικοπραξία. Ιατρική αμέλεια. Προστασία καταναλωτή. Παραγραφή.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β”, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του -, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 “περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ (και ίσχυε στην κρινόμενη υπόθεση, πριν τη κατάργησή του με το άρθρο 341 Ν. 4512/2018) “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προσαναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός. Για τη θεμελίωση, εξάλλου της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (διπλή λειτουργία της αμέλειας). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια (ΑΠ 655/2019, ΑΠ 1478/2018). Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για τη ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρ. 8 του Ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 867/2013, ΑΠ 424/2012).
– Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη (άρθρ. 249 ΑΚ). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 και 251 Α.Κ., προκύπτει ότι η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, πράγμα που πάντοτε συντρέχει, αν δεν παρεμβληθεί νομικό κώλυμα για την έγερση της σχετικής αγωγής, αρχίζει αμέσως η διαδρομή του χρόνου και της παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε (5) έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι όμως και η γνώση της έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης. Έτσι, ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 666/2010), όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτη κατά τα ιατρικά δεδομένα επιδεινώσεως της υγείας του παθόντος, γεγονός, το οποίο όμως αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ (ΑΠ 1368/2010). Το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνον για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν -το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά- ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές οι επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς της με την αδικοπραξία. Στην πενταετή παραγραφή ισχύουν γενικές ρυθμίσεις του ΑΚ ως προς τη διακοπή (ΑΚ 255 επ.) και αναστολή της παραγραφής (ΑΚ 260 επ.). Ειδικώς, με την άσκηση της αγωγής, επέρχεται διακοπή της παραγραφής (ΑΚ 261, ΑΠ 1322/2019), ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου ως υπαιτίου ότι η επακολουθήσασα ζημία ήταν εξ αρχής προβλέψιμη αποτελεί μέρος της περί παραγραφής ένστασής του και όχι αντένσταση του ενάγοντος (ΑΠ 21/2012, ΑΠ 2/2010).