ΑΡΙΘΜΟΣ 911/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Γενικοί Όροι Συναλλαγών. Καταχρηστικότητα όρων. Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
(ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ)
Αριθμός 911/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην XXX και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Ανδρίτσο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Π. του Θ., κατοίκου XXX και 2) Ε. Σ. του Α., κατοίκου XXX. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παρασκευάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-8-2012 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5150/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1611/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-7-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 2/8/2012 ανακοπή τους ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθ. 12858/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν, ο πρώτος ως πρωτοφειλέτης και ο δεύτερος ως εγγυητής, να καταβάλουν στην αναιρεσείουσα- καθής η ανακοπή Τράπεζα το ποσό των 480.095,44 ελβετικών φράγκων στο ισάξιο σε ευρώ σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα της πληρωμής, απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεχόμενο την ανακοπή κατά το λόγο αυτής ότι οι συμβατικοί όροι που περιλαμβανόταν στους Γ.Ο.Σ κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ καθόλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, αλλά και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
To άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες- ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα• ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291ΑΚ ορίζει σχετικά: “‘Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή σε ξένο νόμισμα” πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ και είναι δηλωτικός. (ΟλΑΠ 4/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Δυνάμει της με αριθ. XXX σύμβασης στεγαστικού δανείου, που συνήφθη στο Ηράκλειο την 1η Δεκεμβρίου 2005, μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος- εκκαλούντος, ως πιστούχου και της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης, ως δανείστριας, συνομολογήθηκε η από την καθής η ανακοπή χορήγηση στον πρώτο ανακόπτοντα τοκοχρεολυτικού δανείου, ποσού τετρακοσίων χιλιάδων (400.000 €) ευρώ, διάρκειας διακοσίων σαράντα (240) μηνών, αρχομένης από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης ή σε περίπτωση τμηματικών εκταμιεύσεων, από της πρώτης εκταμίευσης και κατά τους αναφερόμενους λοιπούς όρους της ανωτέρω σύμβασης. Πρόσθετα συμφωνήθηκε όπως το δάνειο θα εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα απαρτίζεται από: Το Διατραπεζικό Επιτόκιο XXX ημερών πλέον περιθωρίου ανερχομένου σε ποσοστό 1,6% και της εισφοράς του Νόμου 128/75, ανερχόμενης κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης σε ποσοστό 0,12%. Περαιτέρω συνομολογήθηκε ότι διατραπεζικό Επιτόκιο XXX ημερών είναι το διατραπεζικό επιτόκιο XXX ημερών μηνιαίας διάρκειας, όπως αυτό καθοριζόταν με βάση τον κανονισμό λειτουργίας XXX ημερών και δημοσιοποιούνταν εκάστοτε (κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης μέσω της σχετικής ηλεκτρονικής οθόνης της εταιρίας XXX) την 11.00 μεσημβρινή ώρα Βρυξελλών δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία υπολογισμού του ποσού της κάθε δόσης που οριζόταν στο άρθρο 4.1 της σύμβασης, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη εκατοστιαία μονάδα (άρθρο 3 της ως άνω σύμβασης). Β) Με την με αριθμXXX/1 πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, που συνήφθη στο Ηράκλειο την 15η Δεκεμβρίου 2006, μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθής η ανακοπή, τροποποιήθηκε η ως άνω σύμβαση στεγαστικού δανείου και μεταξύ άλλων συνομολογήθηκε ότι: (α) Το ανεξόφλητο ποσό της αρχικής σύμβασης, το οποίο κατά το χρόνο υπογραφής της ως άνω πράξης τροποποίησης (15-12-2006) ανερχόταν στο ποσό των τριακοσίων πενήντα οχτώ χιλιάδων τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και δεκαέξι λεπτών του ευρώ (358.357,16 €), “θα μετατραπεί την 10η Ιανουάριου 2007 σε Ελβετικά φράγκα, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος εκείνης της ημέρας, όπως αυτή θα προκόψει από την διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η τιμή αυτή θα είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή, που η τράπεζα αγοράζει το Ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της Τράπεζας” (άρθρο 1 της υπ’ αριθμ. XXX/1/15-12-2006 πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου). Αναφορικά με το επιτόκιο συμφωνήθηκε να είναι σταθερό ανερχόμενο σε 3% ετησίως για τα τρία πρώτα έτη από την 10η-1-2007, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, ύψους 0,12% και στη συνέχεια και μετά την παρέλευση της τριετίας κυμαινόμενο, αποτελούμενο από το διατραπεζικό επιτόκιο XXX Ελβετικού φράγκου μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών, όπως αυτό καθοριζόταν στην αγορά χρήματος του Λονδίνου με βάση υπολογισμού 360 ημερών από την (XXX) την 11.00 μεσημβρινή ώρα Λονδίνου δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία υπολογισμού του ποσού της κάθε δόσης, που ορίζεται στο άρθρο 4 της σύμβασης. Ο δεύτερος ανακόπτων συμβλήθηκε τόσο στην αρχική σύμβαση όσο και στην πράξη τροποποίησης αυτής και εγγυήθηκε την τήρηση των όρων των συμβάσεων αυτών, παραιτούμενος από το δικαίωμα διζήσεως και από το δικαίωμά του να προτείνει, βάσει του άρθρου 853 Α.Κ. επ. ενστάσεις του πιστούχου κατά του δανειστή. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης το χρονικό διάστημα από την 9-12-2005 τηρήθηκε ο με αριθμ. XXX λογαριασμός μέχρι την ΙΟ¬Ι-2007, ημερομηνία κατά την οποίαν μεταφέρθηκε το χρεωστικό του υπόλοιπο, ύψους 357.611,79 €, στον με αριθμ. XXX λογαριασμό, λόγω μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ελβετικά φράγκα και συγκεκριμένα μεταφέρθηκε το ανωτέρω ποσό σε ευρώ στο ισάξιο του σε ελβετικά φράγκα την ημέρα της μεταφοράς ποσό των 577.464,40 CHF και ενώ η ισοτιμία ελβετικού φράγκου (CHF) – ευρώ ήταν 1,60.0 λογαριασμός αυτός κινήθηκε, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες χρεοπιστώσεις, με τον πιστούχο να καταβάλει τις δόσεις μετά των τόκων μέχρι την 12-4-2011, οπότε άρχισε να υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή των δόσεων και για τον λόγο αυτόν η καθής στις 16-9-2011 προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, όπως είχε δικαίωμα από την σύμβαση και την καταγγελία αυτής, κηρύσσοντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ποσό, που την ημέρα εκείνη ανερχόταν σε 480.095,44 ελβετικά φράγκα. Η από 19-9-2011 καταγγελία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 11-10-2011 με τις με αριθμ XXX/11-10-2011 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Α. Μ. και Κ. Κ. αντίστοιχα. Στη συνέχεια και επειδή οι ανακόπτοντες δεν κατέβαλαν το οφειλόμενο ποσό, με αίτηση της καθής εκδόθηκε η με αριθμ. 12858/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθής, σε ολόκληρο ο καθένας, ο μεν πρώτος εξ’ αυτών ως πρωτοφειλέτης, ο δε δεύτερος ως εγγυητής, το χρηματικό ποσό των 480.095,44 ελβετικών φράγκων στο ισάξιο τους σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου (CHF) -ευρώ, κατά την ημέρα πληρωμής τους, εντόκως από 17- 9-2011 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ στις 12-2-2007, που έγινε η εκταμίευση και μετατροπή του ποσού των 357.611,79 ευρώ σε ελβετικά φράγκα το οφειλόμενο ποσό ήταν 577.464,40 ελβετικά φράγκα, στις 16-9-2011 και ενώ καταβάλλονταν οι δόσεις κανονικά επί 4 και πλέον έτη, το ποσό του δανείου αντί να μειώνεται αυξήθηκε, δεδομένου ότι οφείλεται μετά την καταγγελία το ποσό των 480.095,44 ελβετικών φράγκων, του οποίου το ισάξιο σε ευρώ κατά την σύνταξη της ανακοπής (στις 2-8-2012) ήταν 399.679,45 ευρώ, δηλαδή ίσο με το αρχικά εκταμιευθέν ποσό του δανείου των 400.000 ευρώ και ενώ είχε καταβληθεί, εκτός των τόκων, για κεφάλαιο ποσό 68.756,53 ευρώ, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, διότι το ελβετικό φράγκο ισχυροποιήθηκε έναντι του ευρώ, καθώς η ισοτιμία ανήλθε στις 1-6-2011 στο 1,2. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο άρθρο 4.5 της ως άνω πράξης τροποποίησης του δανείου συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκόψει από την διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Στο άρθρο δε 8.3 της ως άνω πράξης τροποποίησης αναφέρεται ότι: “Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου…., η τράπεζα δικαιούται επίσης (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό με τόκο υπερημερίας… “. Όλοι οι παραπάνω όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την καθής και περιλαμβανόταν στους Γ.Ο.Σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιεί ο πιστούχος- πρώτος ανακόπτων καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του, αλλά και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την καθής η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των Γ.Ο.Σ, η οποία επιτάσσει όλοι οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων την μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους ανακόπτοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάστασή τους. Εξάλλου οι ανακόπτοντες από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, παρά το γεγονός ότι ο πρώτος είναι έμπορος κοσμημάτων διατηρών κατάστημα στα Μάλλια της Κρήτης και ο δεύτερος επιχειρηματίας, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθής ότι μπορούσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος (FX ή FOREX) είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή, έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες-και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που-θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη και οι υπάλληλοι της καθής τους ανέφεραν προφορικά στους ως άνω δανειολήπτες, οι οποίοι και τους διάβασαν, όπως κατέθεσε η ως άνω μάρτυρας της καθής, πλην όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειές τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001,1128). Εξάλλου η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων “φυσική” και “χρηματοοικονομική” αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, καθώς, όπως σαφώς κατέθεσε η μάρτυρας της καθής τέτοια προϊόντα η καθής δεν διέθετε.
Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσής τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους. Και δεν αναιρεί την παράλειψή της αυτή το γεγονός ότι οι ίδιοι οι ανακόπτοντες αιτήθηκαν την μετατροπή του δανείου τους από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, όπως αβάσιμα διατείνεται η καθής, αφού το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί γνώριζαν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν.
Συνεπώς οι ανακόπτοντες απέδειξαν, ως όφειλαν, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, για την ουσιαστική παραδοχή του σχετικού λόγου της ανακοπής (σελ. 167 επ αυτής), ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν παρείχε σε αυτούς την κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους, που μπορούν να προκύψουν από την ενδεχόμενη αυξομείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος και του Ελβετικού φράγκου και ως εκ τούτου παραβίασε τον σχετικό ουσιώδη όρο των Γ.Ο.Σ., όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, που επηρεάζει τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις του οφειλέτη, που προκύπτουν από τη σύμβαση, την οποία ο τελευταίος δεν θα υπέγραφε εάν είχε ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε και τις επιπτώσεις που θα είχε στις καταβαλλόμενες δόσεις και στο υπόλοιπο του κεφαλαίου η μετατροπή του δανείου του από ευρώ σε ελβετικά φράγκα”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994 και 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Και τούτο διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ), όπως οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 4.5 και 8.3 της ένδικης δανειακής σύμβασης, που συνομοληγήθηκε σε ελβετικά φράγκα, με τους οποίους συμφωνήθηκε η εξόφληση του δανείου είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο του χορηγηθέντος συναλλάγματος υπολογιζόμενο κατά το χρόνο πληρωμής της δόσης ή του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, συνιστούν δηλωτικούς όρους, καθότι αποτυπώνουν τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ και επομένως εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας. Η εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας θεμελιώνεται σε ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, έστω και αν η εξαίρεση αυτή δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το νόμο 2251/1994, καθόσον εμπεριέχεται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 βάσει μιας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας σύμφωνης προς το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του προοιμίου της.
Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρώντας την επίδικη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου ως επενδυτικό προϊόν, για την οποία απαιτείτο εξιδιασμένη προσυμβατική ενημέρωση και έλεγχος καταλληλότητας από πιστοποιημένο υπάλληλο στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 2,3,4 και 14 του Ν. 3606/2007 ” Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις” τις οποίες θεώρησε εφαρμοστέες χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, διότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι απλές τραπεζικές δανειακές συμβάσεις και δεν αποτελούν προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου άμεσα συνδεδεμένα με την αγορά συναλλάγματος ώστε να χορηγούνται μόνο με τη βοήθεια επενδυτικού συμβούλου της τράπεζας εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επομένως, ο πρώτος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων με τις αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Περαιτέρω, επειδή η αναιρετική εμβέλεια των παραπάνω λόγων καλύπτει και τους λοιπούς λόγους αναίρεσης, η έρευνα των οποίων καθίσταται πλέον αλυσιτελής, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτή παραβόλου ( άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1611/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Αυγούστου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ