Κατερίνα Μάνθου
Υποχρεωμένο να καταβάλλει αποζημίωση σε δυο πελάτες της επιχειρηματίες είναι συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα, σύμφωνα με απόφαση του Ειρηνοδικείου της Αθήνας. Η αποζημίωση θα πρέπει να καταβληθεί στους επιχειρηματίες λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από «παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τράπεζας».
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η οποία εκδόθηκε έπειτα από αγωγή που κατάθεσαν οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούντα στο χώρο της οικοδομής, η τράπεζα θα πρέπει να τους αποζημιώσει διότι τους χαρακτήρισε «μη συνεργάσιμους δανειολήπτες» εμφανίζοντας τους ως αφερέγγυους.
Όπως, όμως, έκρινε το δικαστήριο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό των επιχειρηματιών ως «μη συνεργάσιμων δανειοληπτών» με αποτέλεσμα αυτοί να υποστούν προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητάς τους, καθώς εμφανίστηκαν «ως αφερέγγυα πρόσωπα».
Βάσει όσων καταγράφονται στο ιστορικό της απόφασης οι επιχειρηματίες, που είχαν λάβει δάνειο από την τράπεζα ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, λόγω της κατακόρυφης πτώσης της οικοδομικής δραστηριότητας, αναγκάστηκαν να ζητήσουν από την τράπεζα να τροποποιηθούν οι δανειακές τους συμβάσεις με μακροπρόθεσμη διάρκεια. Απέστειλαν, δε, πριν από την λήξης της προβλεπόμενης περιόδου χάριτος και εξώδικες οχλήσεις στην τράπεζα «αλλά η τελευταία αρνήθηκε τούτο εκμεταλλευόμενη την θέση υπεροχής της στην διαπραγμάτευση, επιβάλλοντας όρους αποπληρωμής, που δεν ήταν σαφείς εκ των προτέρων».
Όπως προκύπτει από την απόφαση, η επικοινωνία των εναγόντων με την τράπεζα στάθηκε αδύνατη και έτσι εκείνοι της απέστειλαν εκ νέου εξώδικη δήλωση ζητώντας συνάντηση προκειμένου να διευθετηθεί οριστικά η ρύθμιση των οφειλών τους με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η τράπεζα απάντησε με επιστολή της «στην οποία αναφέρει ότι προέβη σε προσπάθειες διευκόλυνσης, αλλά οι ίδιοι (ενάγοντες) δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις».
Ακολούθησαν νέα σχέδια ρύθμισης για την εξόφληση των δανείων εκ μέρους της τράπεζας, όμως οι επιχειρηματίες θεώρησαν ότι αυτά είναι μη βιώσιμα. Για τον λόγο αυτόν ζήτησαν από την τράπεζα «να απαλειφθούν οι παράνομοι και καταχρηστικοί όροι, δεδομένου ότι ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και καταβάλλοντας συνολικά κάθε μήνα περίπου 4.500 ευρώ ». Από την πλευρά της η τράπεζα ανταπάντησε με επιστολή, στην οποία αναφέρονταν «σε έλλειψη ανταπόκρισης των εναγόντων για επίλυση του θέματος και ορίζοντας αυτούς ως “μη συνεργάσιμο δανειολήπτη”».
Μετά τον χαρακτηρισμό αυτό από την πλευρά της τράπεζας, οι δανειολήπτες προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση από το πιστωτικό ίδρυα λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν με τη συμπεριφορά του.
Με απόφαση που εξέδωσε το Ειρηνοδικείο δέχθηκε πως η τράπεζα είχε υποχρέωση να διαπραγματευθεί με τους επιχειρηματίες και να λάβει υπόψη της τις προτάσεις τους καθώς και την οικονομική τους δυνατότητα κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης και να παρέχει σ’ αυτούς την προσφορότερη οικονομική λύση εξυπηρετώντας την ίδια αλλά και τους πελάτες της με ευελιξία, συνέπεια και ασφάλεια.
Σύμφωνα με την απόφαση η συγκεκριμένη υποχρέωση της τράπεζας «στηρίζεται στην συναγόμενη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα αυτής την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή ζημίας του πελάτη της (εναγόντων) ακόμη δε και στην ευθύνη της ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 Ν. 2251/1994».
Με το σκεπτικό αυτό το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή των επιχειρηματιών και έκρινε πως η αξίωση χρηματικής ικανοποίησής τους λόγω της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται από την «αδικοπρακτική ευθύνη» της τράπεζας και από τις υπαίτιες ενέργειες των προστηθέντων υπαλλήλων της, στην παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των, αλλά και στην ευθύνη της τράπεζας από την ζημία, που προκάλεσε σ’ αυτούς ως παρέχουσας υπηρεσίες.
Έτσι το δικαστήριο επιδίκασε στους προσφεύγοντες επιχειρηματίες συνολική αποζημίωση 4.000 ευρώ.