Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Θράκης
Άρθρο 290Α Επικίνδυνη οδήγηση
Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. (Η υποπερίπτωση δδ’ παρατίθεται ανωτέρω όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4παρ.3 Ν.4637/2019).
Πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
- Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.
Επισημάνσεις:
1ον. Η διάταξη του άρθρου 290Α ΠΚ εφαρμόζεται όταν λάμβάνει χώρα συγκοινωνία με όχημα, δηλαδή διέλευση με όχημα σε οδούς και πλατείες, ώστε να εξυπηρετείται η κίνηση και η μετάβαση από τόπο σε τόπο.
2ον. Φυσικό υποκείμενο της πράξης είναι εκείνος, που υλοποιεί τη μετάβαση από τόπο σε τόπο με την οδήγηση οχήματος. Το έγκλημα τυποποείται σε δύο βάσεις. Στην πρώτη, που αφορά το στοιχείο α’ της πρώτης παραγράφου, ο όρος που θεμελιώνει τη στοιχειοθέτησή του, είναι η φυσική κατάσταση του δράστη. Στη δεύτερη, που αφορά το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου, ο αντίστοιχος όρος είναι η συμπεριφορά του δράστη κατά την υλοποίηση της συγκοινωνίας, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οδηγεί το όχημα. Περαιτέρω οι υποπεριπτώσεις αα’, ββ’, γγ’ πρέπει να συνδέονται με περιγραφείσα συμπεριφορά, στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου, η δε υποπερίπτωση δδ’ πρέπει να συνδέεται με συμπεριφορά του δράστη που περιγράφεται στα στοιχεία α’ β’ της πρώτης παραγράφου,εφόσον πρόκειται για πράξη, που τελέστηκε από τις 18-11-2019 και μετά. Για πράξη πριν από τις 18-11-2019 η υποπερίπτωση δδ’ πρέπει να συνδέεται με συμπεριφορά του δράστη, που περιγράφεται μόνο στο στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου.
3ον. Αν λοιπόν κατ’αρχήν μπορεί να γίνει λόγος για συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες, ακολούθως εξετάζονται:
α) Σε ό,τι αφορά το στοιχείο α’ της πρώτης παραγράφου αν ο δράστης βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση μειωμένων αντανακλαστικών ώστε να μην μπορούσε να διεκπεραιώσει το έργο της συγκοινωνίας με ασφάλεια, δηλαδή να μη μπορούσε να εξασφαλίσει ότι θα πετύχαινε την κίνηση στην οδό χωρίς κίνδυνο. Τούτη η μειωμένη αντίδρασή του (στο βαθμό, που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη χωρίς κίνδυνο κίνηση στην οδό) πρέπει να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που αποτελούν προγενέστερα περιστατικά, που συνέβησαν στον εαυτό του. Ειδικότερα πρέπει να οφείλεται σε κατανάλωση οινοπνεύματος, σε χρήση ναρκωτικών ουσιών, σε καταπόνηση του σώματός του ή σε πνευματική κόπωση, που επιφέρουν γενική αδυναμία (σωματική ή πνευματική). Αν ο οδηγός πριν την οδήγηση του οχήματος υπέστη βίαιη συμπεριφορά, κατά την οποία επήλθε η φυσική-βιολογική αδυναμία του για οδήγηση, αν στη συνέχεια προβεί στην ανάληψη του εγχειρήματος οδήγησης οχήματος αντιλαμβανόμενος τη μειωμένη φυσική του κατάσταση, είναι φυσικό υποκείμενο της πράξης.
β) Σε ό,τι αφορά το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου αν ο δράστης εκδήλωσε συμπεριφορά στην οδήγηση με χαρακτηριστικά, που περιγράφονται στο στοιχείο αυτό.
4ον. Στο άρθρο 290Α ΠΚ δεν προσδιορίζεται ο τρόπος, με τον οποίο αποδεικνύεται κάποιο από τα περιστατικά του στοιχείου α΄ της πρώτης παραγράφου, δηλαδή τα περιστατικά της βιολογικής-φυσικής του κατάστασης, στα οποία πρέπει να έχει εμπλακεί ο δράστης πριν την οδήγηση του οχήματος και κατά συνέπεια ισχύουν οι γενικοί κανόνες για την απόδειξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ.
5ον. Το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου εφαρμόζεται όταν ο δράστης (χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί κάποιο από τα προαναφερθέντα περιστατικά του α’ στοιχείου) εκδηλώνει συμπεριφορά από τις πιο κάτω τέσσερις αναφερόμενες:
-οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή
-οδηγεί όχημα, που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή
-προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή
-μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες.
Εκείνο, που πρέπει περαιτέρω να αποσαφηνιστεί είναι ότι στην 1η ή την 3η ή την 4η μορφή συμπεριφοράς ο δράστης πρέπει να προχωρά στην μυϊκή ενέργεια οδήγησης, που ενέχει χαρακτηριστικό ανασφαλούς συμπεριφοράς στην οδήγηση καθεαυτή. Στην 2η όμως μορφή συμπεριφοράς απαιτείται προγενέστερη μυϊκή ενέργεια (του ίδιου ή τρίτου προσώπου), που αφορά την εσφαλμένη φόρτωση του οχήματος ή την ελαττωματική τεχνική του κατάσταση, το οποίο ακολούθως ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει. Η αναγκαία εδώ διακρίβωση αφορά την έκταση του τεχνικού ελαττώματος του οχήματος ή της πλημμελούς φόρτωσης. Και οι δύο αυτές προγενέστερες καταστάσεις (τεχνικό ελάττωμα, ανασφαλής φόρτωση) πρέπει να φτάνουν μέχρι του σημείου, που η μεταγενέστερη οδήγηση πια του οχήματος από τον δράστη θα είναι ανασφαλής, δηλαδή από τη θέση του σε κυκλοφορία δεν θα υπάρχουν οι εγγυήσεις της ασφαλούς κίνησής του. Έτσι το τεχνικό ελάττωμα ή η ανασφαλής φόρτωσή του πρέπει να αποτελούν αιτία για την πιθανότητα τούτο να ανατραπεί, να εκτραπεί της πορείας του, να αναφλεγεί, να μετατοπιστεί το φορτίο του κατά τη μετέπειτα οδήγησή του.
6ον. Αξιοσημείωτο επιπλέον είναι ότι στην έννοια των επικίνδυνων ελιγμών υπάγεται οδηγική συμπεριφορά, που προσκρούει κατ’αρχήν σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση. Για επίκινδυνους όμως ελιγμούς μπορεί να γίνει λόγος ακόμη και όταν δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη. Τούτο διότι αρκεί ο ελιγμός να συνιστά αιτία πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της έντασης, της ποιότητας και της μορφής του, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου ή πράγματος. Επομένως σε αυτήν την υποπερίπτωση είναι ερευνώμενο αν ο ελιγμός του δράστη οδηγού (λόγω των χαρακτηριστικών του) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο ή πράγμα, ώστε τούτος να αξιολογηθεί ως επικίνδυνος ( ΑΠ 282/2013).
7ον. Αφού οι αναφερόμενες στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 290Α ΠΚ συμπεριφορές αφορούν αποκλειστικά οδηγό οχήματος, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η ιδιότητα του οδηγού προσδιορίζεται στο άρθρο 2 ΚΟΚ. Οδηγός είναι το πρόσωπο, το οποίο οδηγεί κάθε είδους όχημα ή ζώα, που σέρνουν όχημα με τροχούς για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.
8ον. Περαιτέρω αν ο οδηγός προβεί με πρόθεση σε κάποια από τις πράξεις των στοιχείων α’, β’ της πρώτης παραγράφου και προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα (υποπερίπτωση αα’) ή κίνδυνος για άνθρωπο (υποπερίπτωση ββ’) θεμελιώνεται το βασικό έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης. Αν όμως από κάποια από τις πράξεις του οδηγού στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου επέλθει το αποτέλεσμα, που αναφέρεται στην υποπερίπτωση γγ’ , δηλαδή βαριά σωματική βλάβη ή βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις στην υποπερίπτωση, τότε θεμελιώνεται διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος έγκλημα με κακουργηματικό χαρακτήρα (βλ. σχετ. ως προς το τελευταίο νομικό ζήτημα την αιτιολογική έκθεση ΠΚ σελ.110). Ωστόσο όταν ο δράστης (οδηγός οχήματος) εκτελεί με πρόθεση πράξη από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α’, β’ της πρώτης παραγράφου και από αυτή προκληθεί περαιτέρω το αποτέλεσμα της υποπερίπτωσης δδ’, δηλαδή επέλθει θάνατος άλλου προσώπου, τότε τυποποιείται η διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του εγκλήματος, κατά την οποία ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, ενώ αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. Ως μεγάλος αριθμός ανθρώπων πρέπει να θεωρηθεί αυτός των τριών ανθρώπων και άνω και όχι λιγότερων. Τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση ο νομοθέτης θα επέλεγε τη φράση αν προκλήθηκε θάνατος περισσοτέρων του ενός. Η τελευταία διαπίστωση, που αφορά την περίπτωση δδ’, ισχύει για τις πράξεις, που τελούνται από τις 18-11-2019 και μετά.
9ον. Για τις πράξεις πριν από τις 18-11-2019, ο δράστης, των οποίων αν δεν ήταν σε φυσική κατάσταση να οδηγήσει όχημα και παρά ταύτα με πρόθεση προέβη στην οδήγησή του, κατά την οποία επήλθε ατύχημα με αποτέλεσμα το θάνατο άλλου, η παράβαση του άρθρου 290Α παρ.1 ΠΚ δεν προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν δεν συνοδεύεται από κάποια από τα χαρακτηριστικά του στοιχείου β’ της πρώτης παραγράφου π.χ επικίνδυνους ελιγμούς, οδήγηση στο αντίθετο ρεύμα πορείας. Τούτο προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 290Απαρ.1 ΠΚ, όπως τούτη είχε, πριν την αντικατάστασή της με το Ν.4637/2019.
10ον. Ειδικά όταν υφίσταται ηθικός αυτουργός στην τέλεση της παράβασης άρθρου 290Α παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία επήλθε θάνατος άλλου, ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή, που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Στην περίπτωση αυτή στο πόρισμα της δικανικής κρίσης πρέπει να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής, τα οποία δε μπορεί να είναι τα ίδια με εκείνα, που στοιχειοθετούν το δόλο για το βασικό έγκλημα, διότι διαφορετικά παρατηρείται το νομικά και λογικά άτοπο σε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, τόσο το βασικό έγκλημα όσο και το βαρύτερο αποτέλεσμα να στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (βλ. σχετ. ως προς το νομικό αυτό ζήτημα ΣυμβΑΠ 2045/2010).
11ον. Αν ο δράστης προέβη στις πράξεις των στοιχείων α’ και β’ της πρώτης παραγράφου όχι από δόλο αλλά από αμέλεια, τότε θεμελιώνεται μόνο πλημμεληματική παράβαση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 άρθρου 290Α ΠΚ. Αν επήλθε θάνατος άλλου τότε μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α παρ. 2 ΠΚ και της παράβασης του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ υφίσταται αληθής κατ’ιδέα συρροή (ΑΠ 282/2013). Μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α παρ. 1 ΠΚ και παράβασης άρθρου 42 ΚΟΚ υφίσταται φαινομένη συρροή, αφού η παράβαση άρθρου 42 ΚΟΚ απορροφάται από αυτή της παράβασης άρθρου 290Α ΠΚ. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε διπλή τιμώρηση του δράστη. Μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α ΠΚ και παράβασης άρθρου 30 παρ.1 Ν.4251/2014 υφίσταται αληθής κατ’ιδέα συρροή.
12ον. Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και δοθεί σ’ αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δεδικασμένο παραβιάζεται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται εκ νέου για την ίδια ακριβώς πράξη, και όχι άλλη συρρέουσα. Στην περίπτωση της φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής, η ποινική αξίωση της πολιτείας ικανοποιείται με την εφαρμογή της μιας μόνον από τις περισσότερες ποινικές διατάξεις, στις οποίες εκ πρώτης όψεως υπόκειται η αυτή πράξη του ίδιου δράστη. Το δε δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται και δεν εξετάζει κατ’ ουσίαν την πράξη, που συρρέει φαινομενικώς και δεν μπορεί να εκδόσει γι’ αυτήν απαλλακτικό βούλευμα ή αθωωτική απόφαση. Εξάλλου, το δεδικασμένο εξαντλείται στην πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και η οποία εξετάσθηκε και κρίθηκε κατ’ ουσίαν από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο. Επομένως, αν το Συμβούλιο παραπέμψει τον κατηγορούμενο για την απορροφώσα πράξη ενώ για την απορροφημένη αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, λόγω της απορροφήσεώς της, ακολούθως δε το Δικαστήριο διαπιστώσει έλλειψη των στοιχείων της απορροφώσης και κηρύξει για αυτήν αθώο τον κατηγορούμενο, δεν κωλύεται στη συνέχεια να εξετάσει και να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για την απορροφηθείσα πράξη, αφού η τελευταία δεν είχε ερευνηθεί και κριθεί κατ’ ουσίαν (ΑΠ 930/2001).