Συμμόρφωση στο διατακτικό αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΔΠΑ 17267/2020)
Αγωγή 105 ΕισΝΑΚ – Ευθύνη Ελληνικού Δημοσίου από την καταβολή μειωμένων συντάξεων – Συμμόρφωση στο διατακτικό αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
ΔΠΑ 17267/2020, 18ο Τμήμα
«[…] 13. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως ο ασφαλιστικός φορέας των εναγομένων, αρχικώς ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και πλέον e-ΕΦΚΑ, είναι και ο μόνος αρμόδιος φορέας για την απονομή συντάξεως στους ασφαλισμένους, στον υπολογισμό του καταβλητέου ποσού συντάξεως σε αυτούς και στη διευθέτηση οποιουδήποτε ζητήματος σχετικώς με την παροχή συντάξεως. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τη νομική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια που έχει διαφυλάξει ο νομοθέτης κατά την ίδρυση και τη θέσπιση των κανόνων λειτουργίας των ασφαλιστικών φορέων. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 11.05.2016, κατά το οποίο οι ενάγοντες ελάμβαναν συντάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου 1 παρ. ΙΑ’ υποπαράγραφος ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η οποία υποχρεούται κατ’ άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος να συμμορφωθεί προς τα διαληφθέντα με τις 2287-88/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι η Διοίκηση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και πλέον e-ΕΦΚΑ, η οποία ώφειλε μετά τη δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων να προβεί σε όλες εκείνες τις απαραίτητες ενέργειες και εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών, προκειμένου να συμμορφωθεί στο διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων, αρχικώς ως προς τα πρόσωπα τα οποία ήσαν διάδικοι στις ανωτέρω δίκες, εν συνεχεία ως προς το σύνολο των ασφαλισμένων τους, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες.
Εξ άλλου, διάταξη νόμου, ακόμη και αν έχει κριθεί με απόφαση της Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου (άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος) ότι αντίκειται σε συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις, δεν μπορεί να καταργηθεί ή να «ακυρωθεί» με κανονιστική πράξη ή με υπουργική απόφαση, αλλά θα πρέπει πρώτα να εκδοθεί έτερη διάταξη νόμου, ψηφισμένη από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, η οποία να την καταργεί. Μόνη περίπτωση που διάταξη νόμου κηρύσσεται ανίσχυρη προς όλους, χωρίς να απαιτείται η έκδοση νεωτέρας καταργητικής αυτήν διατάξεως, είναι η κήρυξη της αντισυνταγματικότητάς της να γίνεται με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (άρθρο 100 παρ. 4 του Συντάγματος), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο δια του αρμοδίου Υπουργού Εργασίας ως εποπτεύον όργανο του ασφαλιστικού οργανισμού δεν είχε την «εξουσία να διατάξει τη Διοίκηση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ να μην εφαρμόσει τις επίδικες νομοθετικές διατάξεις» εκδίδοντας σχετική υπουργική απόφαση, όπως αβασίμως προβάλλουν οι ενάγοντες, διότι μία τέτοια ενέργεια θα έπληττε κατάφωρα τη διοικητική αυτοτέλεια του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού, ο οποίος σε κάθε περίπτωση ένεκα της αυτοτέλειας αυτής υπεχρεούτο όπως συμμορφωθεί προς της ανωτέρω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατεία, διότι η υποχρέωσή του αυτή απέρρεε ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ακόμη και εάν οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις εξηκολούθουν υφιστάμενες στο νομικό κόσμο, ελλείψει καταργήσεώς τους με την έκδοση νεωτέρας διατάξεως νόμου, η παράλειψη εκδόσεως της οποίας δεν ανήρεσε την υποχρέωση του ανωτέρω ασφαλιστικού οργανισμού να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες συμμορφώσεως, όπω εξετέθη ανωτέρω.
Περαιτέρω, η υποχρέωση των ασφαλιστικών φορέων, όπως προβούν αυτοί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη συμμόρφωσή τους προς το διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς να έχει προηγηθεί ενέργεια των οργάνων των οικείων Υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών δεν αναιρείται από τον προβαλλόμενο ισχυρισμό των εναγομένων ότι ο ασφαλιστικός τους φορέας δεν ηδύνατο να συμμορφωθεί στο διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς την προηγούμενη έκδοση κανονιστικής πράξεως από το αρμόδιο Υπουργείο, διότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί «δεν προβαίνουν σε καμία πράξη χωρίς την έκδοση εγκυκλίων από το Υπουργείο Εργασίας […] και όταν ένας νόμος εκδοθεί εάν το Υπουργείο δεν εκδώσει σχετική εγκύκλιο τα ασφαλιστικά ταμεία δεν εφαρμόζουν τον ήδη ψηφισθέντα νόμο […]», προς απόδειξη του οποίου ισχυρισμού οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν τα εξής έγγραφα: α) το Φ.80000/24506/1853/26.09.2011 έγγραφο της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με θέμα «Παροχή διευκρινίσεων, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, β) το Φ.80000/31899/2322/28.09.2011 έγγραφο της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς με θέμα «Παροχή οδηγιών σχετικά με την ανάκληση αποφάσεων αναγνώρισης χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας», γ) το Α31/1107/19/21.10.2011 έγγραφο του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ προς τα Υποκαταστήματά του με θέμα «Σχετικά με θέματα που έχουν ανακύψει για την αναγνώριση στρατιωτικής υπηρεσίας βάσει των διατάξεων του ν. 3863/2010, δ) το Φ.80000/οικ.26177/1732/01.11.2011 της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς με θέμα «Γνωστοποίηση διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011», ε) το Φ.80000/οικ.26999/992/21.11.2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς με θέμα «Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.6 περίπτωση 3 του ν. 4093/2012, στ) το Φ.80000(Ν.4093/2012)/οικ.26573/2208/15.11.2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Ασφαλίσεως Ασθένειας και Μητρότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς ΤΑΥΤΕΚΩ, ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, ΕΤΑΑ και ΕΟΠΥΥ με θέμα «Γνωστοποίηση διατάξεων του Ν. 4093/2012», ζ) το Φ.80020/οικ.26785/987/21.11.2012 έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφαλίσεως προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς με θέμα «Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 περίπτωση 1 του ν. 4093/2012 σχετικά με τη μείωση των συντάξεων», η) το Φ.80000/27047/1800/-.11.2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς με θέμα «Γνωστοποίηση διατάξεων του ν. 4093/2012 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του» και θ) το Γ10070/οικ.2093/1799/-.11.2012 έγγραφο της Διευθύνσεως Κύριας Ασφαλίσεως Μισθωτών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τις Διευθύνσεις του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ με θέμα «Γνωστοποίηση διατάξεων του ν. 4093/2012 και παροχή οδηγιών προς τους Τομείς Σύνταξης και Ασφάλισης του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ».
Και τούτο διότι, ο ανωτέρω ισχυρισμός περί συμμορφώσεως των ασφαλιστικών φορέων σε νομοθετικές διατάξεις μόνο μετά την κοινοποίηση σε αυτούς εγκυκλίων από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπό την έννοια ότι αν δεν κοινοποιηθούν εγκύκλιοι οι εκάστοτε ασφαλιστικοί φορείς δεν θα εφαρμόσουν την ισχύουσα νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι απορριπτέος εκτός των άλλων και ως ερειδώμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθ’ όσον οι προαναφερθείσες εγκύκλιοι με το οικείο περιεχόμενό τους έχουν ως στόχο να ενημερώσουν τους οικείους φορείς για την ψήφιση συγκεκριμένων νόμων και τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών, να απαντήσουν σε τεθέντα ερωτήματα από τους ασφαλιστικούς φορείς (έγγραφα υπό στοιχεία α, β και γ) είτε τέλος να παράσχουν οδηγίες με παραδείγματα για την εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων, άρα αποτελούν έγγραφα, τα οποία φέρουν τον τύπο και έχουν τη διατύπωση ενημερωτικού για την έννοια των κείμενων νομοθετικών διατάξεων εγγράφου, που απευθύνεται από την Κεντρική Υπηρεσία του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργείου σε ν.π.δ.δ.. επί των οποίων ασκεί εποπτεία, χωρίς να μνημονεύονται σ’ αυτά εξουσιοδοτικές για την έκδοσή τους νομοθετικές διατάξεις και χωρίς να δίδεται εντολή για δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποτελώντας στο σύνολό τους ερμηνευτικές εγκυκλίους, στερούμενες εκτελεστότητας, χωρίς λοιπόν να επάγεται ουδεμία αυτοτελή συνέπεια σε περίπτωση παρεκκλίσεως από τις αναγραφόμενες σε αυτά οδηγίες.
Εξ άλλου, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 12.05.2016 έως 31.12.2016, οι ενάγοντες ελάμβαναν συντάξεις υπολογιζόμενες σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 4387/2016, ο οποίος εξεδόθη σε συμμόρφωση προς τις ανωτέρω αποφάσεις 2287/ 2015 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. αντί πολλών τις αποφάσεις 1439/2020 και 1890-91/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας), όσα δε προβάλλονται περί παραλείψεως των οργάνων του εναγομένου να εκδώσει διοικητικές πράξεις ή διάταξη νόμου, ώστε ο ασφαλιστικός τους φορέας να συμμορφωθεί προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις για το χρονικό αυτό διάστημα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Εν όψει όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι η επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά, ήτοι η μη συμμόρφωση προς το διατακτικό αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δια της παραλείψεως θεσπίσεως των αναγκαίων μέτρων για τη μη εφαρμογή διατάξεων νόμων που αντίκεινται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, δεν αποδίδεται στα όργανα τα οποία είναι κατά νόμο αρμόδια για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, ήτοι τη Διοίκηση του εκάστοτε αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα, για τη συμμόρφωση προς τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά σε όργανα της εκτελεστικής διοικήσεως (Υπουργείο Εργασίας) τα οποία ασκούν εποπτεία προς τους φορείς αυτούς για την ορθή εφαρμογή της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη του εναγομένου, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εν τέλει η εκτελεστική εξουσία δια της θεσπίσεως του ν. 4387/2016 (Α’ 85, με έναρξη ισχύος την 12η.05.2016 κατ’ άρθρο 122 αυτού) συνεμορφώθη προς τις ανωτέρω αποφάσεις 2287-2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. αντί πολλών τις αποφάσεις 1439/2020 και 1890-91/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας). […]»