ΑΡΙΘΜΟΣ 13/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Υπαναχώρηση από σύμβαση. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Δεδικασμένο.
– Κατά τις διατάξεις του άρθρου 382 του ΑΚ, αν η παροχή του ενός από τους συµβαλλοµένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο έχει ευθύνη ο ίδιος, µπορεί ο άλλος είτε να επικαλεστεί τα δικαιώµατα του άρθρου 380, είτε να απαιτήσει αποζηµίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση. (ΑΠ 82/1991ΕλΔνη 32.1257, ΕφΠατρ 918/2008, ΕφΑθ 2447/2006, ΕφΠατρ 410/2004, ΕφΛαρ 614/2004). Η υπαναχώρηση έχει ως συνέπεια την άµεση διάλυση της συμβάσεως µε ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδροµική (ex tunc) και την υποχρέωση των µερών για την επιστροφή των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισµού (389 παρ. 2 του ΑΚ). Έτσι, µετά την υπαναχώρηση, κανένα από τα συµβαλλόµενα µέρη δεν διατηρεί πλέον καµία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία την υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (389 παρ. 2 ΑΚ).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου, ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται, ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου, ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, ή αιτία παράνομη ή ανήθικη (ΕφΠειρ 428/2016).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 591/2017, ΑΠ 1685/2008). Το δεδικασμένο, που καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως αυτός διατυπώνεται στην απόφαση, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 324 και 332 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (ΑΠ 1559/2017). Τέλος, δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης (ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 56/2019).