ΑΡΙΘΜΟΣ 31/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Ακάλυπτη επιταγή. Αδικοπραξία. Στοιχεία ορισμένου αγωγής με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή. Τοπική αρμοδιότητα.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι, εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή, γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της, παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933 που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ποινικό αδίκημα. Επομένως, υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από την ΑΚ 914 συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40) και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει. Η ικανοποίηση όμως της μιας από αυτές επιφέρει απόσβεση της άλλης. Έτσι, στην περίπτωση έκδοσης ακάλυπτης επιταγής η άσκηση της αξίωσης από την αδικοπραξία δεν αποκλείεται από την τυχόν ασκηθείσα από τον δικαιούχο αξίωση από την επιταγή. Εξάλλου, και από άποψη εννόμου συμφέροντος, εκείνος που δικαιούται αποζημίωση από την παραπάνω αδικοπραξία νομιμοποιείται στην άσκηση της σχετικής αγωγής, ακόμη και στην περίπτωση που έχει εφοδιασθεί με εκτελεστό τίτλο, όπως διαταγή πληρωμής με βάση την αξίωση από επιταγή, εφόσον με αυτή (αγωγή από αδικοπραξία) ζητεί και μπορεί να επιτύχει και την προσωπική κράτηση του υπόχρεου (βλ. ΑΠ 1664/2005 ΔΕΕ 2006 188, ΕφΛαρ 185/2004 ΑρχΝ 2005 483). Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (βλ. ΟλΑΠ 23/2007 ΕλλΔνη 48. 1008, ΑΠ 287/2008 ΔΕΕ 2009 826, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010 1205, ΕφΠειρ 137/2008 ΔΕΕ 2009 342). Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας επιταγής, απαιτείται, κατ` αρθρ. 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται σ` αυτό, 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (βλ. ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41. 712, ΕφΠειρ 109/2009 ΔΕΕ 2010 452, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010.1205, ΕφΠειρ 621/2010 ΔΕΕ 2010.1324), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (βλ. ΑΠ 1708/2005 ΕλλΔνη 48.1672, ΑΠ 587/2002 ΕλΔνη 44. 450, ΕφΑθ 766/2006 ΕλΔνη 47.1107). Σε περίπτωση εκδόσεως μεταχρονολογημένης επιταγής το έγκλημα του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 συντελείται, όταν αυτή εμφανιστεί προς πληρωμή οποιαδήποτε ημέρα του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία εκδόθηκε και λήγει την ογδόη ημέρα του οκταημέρου, που αρχίζει από την επομένη της χρονολογίας που αναγράφεται σ` αυτή και δεν πληρωθεί κατά την εμφάνιση αυτή (ΟλΑΠ 46/1980, ΑΠ 11/2007, ΑΠ 705/2007, ΑΠ 342/2005 ΕλΔνη 47. 1393, ΑΠ 213/2003, ΑΠ 1528/1992 ΕλλΔνη 35.397). Έτσι, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και εάν ακόμη η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη, διότι η άνω διάταξη προστατεύει το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου.
– Στη διάταξη του άρθρου 22 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει ο εναγόμενος την κατοικία του, εκτός εάν ορίζει διαφορετικά ο νόμος. Τέτοια περίπτωση θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 εδ. α` του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται συντρέχουσα ειδική δωσιδικία του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας ή της εκπλήρωσης της παροχής όταν πρόκειται για διαφορές που αφορούν δικαιώματα που απορρέουν από δικαιοπραξία. Ειδικότερα δε προκειμένου περί τραπεζικής επιταγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 αρ. 4 καθώς και 2,8 και 40 του Ν. 5960/1933, τόπος πληρωμής της επιταγής θεωρείται ο σημειούμενος στο σώμα της, άλλως ο τόπος της έκδοσης αυτής, χωρίς να καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 321 ΑΚ, αφού ακριβώς ορίζεται συγκεκριμένος τόπος πληρωμής και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτό. Μάλιστα, ο κατά τα παραπάνω οριζόμενα τόπος πληρωμής δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η θεωρία και νομολογία δέχεται ότι είναι δυνατόν να εμφανιστεί προς πληρωμή η επιταγή και σε κατάστημα διάφορο εκείνου της πληρωμής, αν το πρώτο είναι συνδεδεμένο με το δεύτερο μέσω τερματικού σταθμού του ιδίου ηλεκτρονικού υπολογιστή, υπάρχει δηλαδή τηλεπληροφορική σύνδεση με το σύστημα on line (βλ. ΕφΑθ 9560/1987 ΕΕμπΔ 1989.438, Άλκη Αργυριάδη Εμφάνιση και ανάκληση της επιταγής, ΝοΒ 1984.233 επ.), αφού τέτοια εμφάνιση της επιταγής εξασφαλίζει απλώς εγκυρότητα της για τους σκοπούς του άρθρου 40 τουΝ. 5960/1933 και είναι υποχρεωτική για την τράπεζα. Εξάλλου, επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972), ως τόπος τέλεσης θεωρείται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 16 ΠΚ, τόσο ο τόπος έκδοσης όσο και ο τόπος πληρωμής της επιταγής και συνεπώς αρμόδιο κατά τόπον είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε ένας από τους σωρευτικά αναφερόμενους τρόπους του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο τόπος που αναγράφεται στην επιταγή ως τόπος έκδοσης και πληρωμής της συγκεκριμένης επιταγής (ΕφΠειρ 414/2015).