ΑΡΙΘΜΟΣ 36/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Ακάλυπτη επιταγή. Αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης. Αναγωγή κομιστή κατά των οπισθογράφων. Βεβαίωση της άρνησης πληρωμής.
– H έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που δύναται να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 παρ. 1 ΠΚ), εφόσον μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρ. 1 του ΝΔ/τος 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ` εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Επομένως η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ` αρχάς με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 & 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (ΑΠ 705/2007).
– Την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφόσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ179/2019, AΠ1051/2012). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι α) η έκδοση έγκυρης επιταγής από τον εναγόμενο, β) η εμπρόθεσμη, μέσα σε οκτώ ημέρες από τη χρονολογία της έκδοσης της επιταγής, εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) η μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της λόγω έλλειψης στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχων με το ποσό της επιταγής κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, είτε εξ αρχής κατά το χρόνο της έκδοσής της είτε μεταγενέστερα και μέχρι την εμφάνισή της προς πληρωμή, δ) η απότοκη της μη πληρωμής ζημία του νόμιμου κομιστή της επιταγής (ενάγοντος) και ε) ο δόλος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 798/2010, ΑΠ 1051/2012). Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και νομική θεμελίωση της πιο πάνω αγωγής, όπως η αιτία έκδοσης της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι απαίτηση από επιταγή (ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1804/2012).
– Κατά το άρθρο 40 του Ν. 5960/1933, ο κομιστής μπορεί να ασκήσει την αναγωγή αυτού κατά των οπισθογράφων, του εκδότη και των άλλων υποχρέων αν η επιταγή εμφανίσθηκε εγκαίρως, δεν πληρώθηκε και η άρνηση της πληρωμής βεβαιώνεται 1) με δημόσιο έγγραφο (διαμαρτυρικό) ή 2) με δήλωση του πληρωτή πού χρονολογείται και γράφεται επί της επιταγής, με σημείωση της ημέρας της εμφανίσεως, ή 3) με χρονολογούμενη δήλωση γραφείου συμψηφισμού πού βεβαιώνει ότι η επιταγή εγχειρίσθηκε εγκαίρως και δεν πληρώθηκε. Με την άνω διάταξη του άρθρου 40 του Ν. 5960/1933 ορίζονται οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες ο κομιστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αναγωγής και ειδικότερα (ορίζεται) ο τρόπος βεβαιώσεως της αρνήσεως πληρωμής της επιταγής. Ο εν λόγω, όμως, τρόπος βεβαιώσεως της αρνήσεως πληρωμής του άρθρου 40 Ν. 5960/1933 είναι μεν χρήσιμος προς απόδειξη της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 79 του ίδιου νόμου, δεν αποτελεί όμως στοιχείο του εγκλήματος αυτού και της αγωγής αποζημιώσεως λόγω εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 25/2000), αφού με το τελευταίο άρθρο (79 Ν. 5960/1933) δεν γίνεται παραπομπή στο άρθρο 40, αλλά περιοριστικά καθορίζονται τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Επίσης δεν αποτελεί στοιχείο του άνω εγκλήματος και της ανωτέρω αγωγής αποζημιώσεως, η προς αποτροπή της κυκλοφορίας ακάλυπτων επιταγών επιβληθείσα με το άρθρο 2 Ν.Δ. 1325/1972 υποχρέωση της τράπεζας, σε περίπτωση μη πληρωμής της επιταγής, ελλείψει διαθεσίμων, να βεβαιώσει τούτο είτε επί του σώματος της επιταγής, είτε με ιδιαίτερο έγγραφο. Επομένως, τόσο η εμπρόθεσμη εμφάνιση, όσο και η άρνηση πληρωμής της επιταγής μπορούν να αποδεικνύονται με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ακόμη και με μάρτυρες (ΑΠ 513/2014, ΑΠ 1708/2005).