ΑΡΙΘΜΟΣ 59/2021
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Εμπορική μίσθωση. Ελάττωμα ακινήτου. Καταγγελία. Θέση προθεσμίας προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων. Αποζημίωση και διαφυγόν κέρδος. Στοιχεία αγωγής με την οποία ζητείται διαφυγόν κέρδος.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, οι οποίες, κατά το άρθρο 29 Ν. 813/1978, εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, προκύπτει, ότι, αν, κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός από άλλα, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα της καταγγελίας κατά το ανωτέρω άρθρο 585 ΑΚ, παρέχεται για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρέωσης του εκμισθωτή, του να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα καθώς και η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα. Η καταγγελία ασκείται με μονομερή δήλωση απευθυντέα στον εκμισθωτή και είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως, είναι, όμως, δυνατόν να ενωθεί με τη δήλωση για θέση προθεσμίας προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων, για την περίπτωση που ο εκμισθωτής δεν συμμορφωθεί, αφού η προθεσμία αυτή από τη φύση της και σύμφωνα με τη γενική θεωρία του δικαίου, προστιθέμενη στη δήλωση βουλήσεως μεταθέτει απλώς το χρονικό σημείο του ενεργού της, χωρίς να δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την επέλευσή του. Εξάλλου η άσκηση της αξίωσης για αποζημίωση δεν αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, οι οποίες αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά (ΑΠ 155/2018, ΑΠ 171/2015, ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1011/2012, ΑΠ 2276/2009, ΑΠ 1582/2008)
– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να τη παράσχει σε χρήμα, η δε αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι δεν αποκαθίσταται όλη η ζημία που προβάλλει ο ζημιωθείς, αλλά μόνον αυτή που βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης, δηλαδή κατά τη θεωρία της αιτιώδους συνάφειας, αποκαθίσταται εκείνη η ζημία, η οποία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η υπαίτια παράβαση κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν μόνη της ικανή και μπορεί κατ’ αντικειμενική εκτίμηση να επιφέρει (ΑΠ 719/1988, ΑΠ 601/1986). Έτσι, σε περίπτωση που η ζημία του δανειστή προήλθε από περιορισμό της επαγγελματικής του δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του οφειλέτη, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη λύση ή την παρεμπόδιση της περαιτέρω λειτουργίας μιας διαρκούς σύμβασης, αποκαθίσταται πλήρως η ζημία του, με την παροχή αποζημίωσης που να καλύπτει ό,τι αυτός θα είχε, αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά του οφειλέτη και η σύμβαση εξακολουθούσε να λειτουργεί καθόλο το συμφωνημένο χρόνο και τίποτε πλέον τούτου (ΑΠ 804/2015, Απ.Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλο, άρθρ. 297, 298 σελ. 59 επ.).
– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης. Η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα μόνο κατά το μέρος, προκειμένου περί διαφυγόντος κέρδους, που επιτρέπει στο Δικαστήριο να αρκεσθεί μόνο στην πιθανολόγηση του κέρδους αυτού, κατά τα λοιπά όμως η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού περιεχομένου, λόγω του ότι καθορίζει τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η αξίωση για το διαφυγόν κέρδος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή (ΑΠ 615/2015). Δεν αρκεί η απλή επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, τα οποία καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια, ως και η επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 22/1995, ΑΠ 823/2015). Έτσι, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας πρέπει αλλά και αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 175/2010). Δεν είναι απαραίτητο όμως να εξειδικεύονται τα στοιχεία που προσδίδουν τη δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους με αναφορά συγκεκριμένων συναλλαγών, προσώπων και παραστατικών (ΑΠ 536/2011), όπως, επίσης, δεν είναι ανάγκη να αναγράφεται στην αγωγή ότι ο ενάγων δεν εξοικονόμησε δαπάνη ή να προσδιορίζεται και να αφαιρείται η τυχόν εξοικονομηθείσα, διότι τα περιστατικά αυτά ανάγονται στον καθορισμό του ύψους της ζημίας, ο οποίος γίνεται βάσει των αποδείξεων, μετά πρόταση του εναγόμενου ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμη και από το εφετείο, εάν το ζήτημα του ύψους της αποθετικής ζημίας καταστεί αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης (ΟλΑΠ 22/1995, ΑΠ 419/2018, ΑΠ 689/2017, ΑΠ 175/2010, ΑΠ 107/2003, ΕφΛαρ 95/2019, ΕφΑθ 1324/2010, ΕφΠατρ 516/2004).