ΑΡΙΘΜΟΣ 74/2021
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Έκδοση οριστικής απόφασης. Συνέπειες. Καταδίκη σε δήλωση βούλησης. Μη καταβολή δικαστικού ενσήμου. Επανάληψη συζήτησης.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 300 και 304 του ΚΠολΔ με σαφήνεια προκύπτει ότι η δημοσίευση της απόφασης επιφέρει την τελείωση αυτής, μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες (ΑΠ 943/2004, ΑΠ 897/2004, ΑΠ 268/1983 ΝοΒ 31.1563), ενώ παραλείψεις ή σφάλματα αυτής, είτε ελλιπές διατακτικό δεν συνιστούν έλλειψη δημοσίευσης (ΕφΑθ 7773/1982 ΕλΔνη 24.65), ή ανύπαρκτο αυτής κατ΄ άρθρο 313 του ΚΠολΔ που θεμελιώνουν ένδικο μέσο κατ΄ αυτής (ΕφΑθ 7773/1982 ο.π., ΕφΑθ 9188/1982 ΑρχΝ 35.695), ή κατά τις περιστάσεις διόρθωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 315 επ. του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 7773/1982 ο.π.), ενώ, επίσης, εφόσον έχει αφεθεί αδίκαστη αίτηση υπόκειται σε αναίρεση για τον κατ΄ άρθρο 559 αριθμός 9 ιδίου Κώδικα λόγο (ΑΠ 553/2004, ΑΠ 956/1996 ΕλΔνη 39.817). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ίδιου Κώδικα, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 513 παρ. 1 εδ. β΄ και 553 παρ. 1 εδ. β΄ επίσης του ίδιου Κώδικα με σαφήνεια προκύπτει ότι οι οριστικές αποφάσεις και δη εκείνες που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτοντα αιτήματα, δεν μπορούν, μετά τη δημοσίευσή τους να ανακληθούν από το Δικαστήριο που τις έχει εκδώσει το οποίο απεκδύεται από κάθε στη συνέχεια εξουσία (ΑΠ 4/2007, ΑΠ 509/1999 ΕλΔνη 40.1711, ΑΠ 1318/1992 ΕλΔνη 35.378). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εφόσον εκδόθηκε οριστική απόφαση επί εκκρεμούς αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας, είναι απαράδεκτη η κλήση με την οποία επαναφέρεται ενώπιον του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου για νέα περαιτέρω συζήτηση η αίτηση, αγωγή κλπ (ΕφΑθ 410/2008 ΕλΔνη 2008.828, ΕφΚρ 65/1982 ΕλΔνη 25.382).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή (πλην των αναγνωριστικών αγωγών για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και των αγωγών για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνων που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού), εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018) και η παράλειψή της, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, ΑΠ 219/2005) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 181/2013, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1107/2005). Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιόν του, του δικαστικού ενσήμου, προς θεραπεία της ανωτέρω ερημοδικίας (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου, αρθρ. 524, παρ. VI, αρ. 21, σελ. 226).
– Η αγωγή εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία, σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βουλήσεως και σε καταψηφιστική, όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βουλήσεως. Σε περίπτωση δε που η εν λόγω αγωγή (εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ) έχει καταψηφιστικό αίτημα, αυτή υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (βλ. ΑΠ 185/1989 ΕΕΝ 1990.43, ΕφΠειρ 525/2013 ΕλΔνη 2014.140, ΕφΠατρ 969/2009 ΑχαΝομ 2010.147, ΕφΠειρ 920/2006 ΠειρΝομ 2007.116, ΕφΘεσ 1847/2003 Αρμ 2004 1312, ΕφΘεσ 1342/2001,Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ», εκδ. 2η, τομ. ΙΙ, αρθρ. 949, αρ. 8, σελ. 581).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη, η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και, επομένως, το τελευταίο έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων στοιχείων (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983.219, ΑΠ 1520/2018, ΑΠ 1212/2017, ΑΠ 2114/2009, ΑΠ 235/2003, ΕφΠατρ 127/2018 ΝοΒ 2018.1649, ΕφΑθ 248/2012 ΕλΔνη 2013.453).