ΑΠΟΦΑΣΗ
Casarin κατά Ιταλίας της 11.02.2021 (αριθ. προσφ. 4893/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αρχές δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και χρηστής διοίκησης.
Εκδόθηκε διοικητική πράξη επιστροφής της αποζημίωσης που έλαβε η προσφεύγουσα ως διαφορά μισθού όταν μετακινήθηκε σε άλλο Υπουργείο. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την προσφυγή της με την αιτιολογία ότι το εθνικό σύστημα δεν προέβλεπε δικαίωμα διατήρησης της αποζημίωσης που χορηγήθηκε στους εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της κινητικότητας σε άλλα Υπουργεία.
Το Στρασβούργο υπενθύμισε την αρχή σύμφωνα με την οποία, ενώ μια διοικητική απόφαση μπορεί να υπόκειται σε ανάκληση για το μέλλον, η εύλογη εμπιστοσύνη του διοικούμενου προς την διοίκηση δεν επιτρέπει την ακύρωσή της αναδρομικά και ότι σύμφωνα με την αρχή της «χρηστής διοίκησης» όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, οι δημόσιες αρχές οφείλουν να ενεργούν έγκαιρα, με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μεγαλύτερη συνοχή.
Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν έφερε καμία ευθύνη για την καταβολή της αντισταθμιστικής αποζημίωσης και είχε εύλογη εμπιστοσύνη στο δημόσιο ως εργοδότη της όσον αφορά την παροχή αυτή η οποία καταβλήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους την κατάσταση της προσφεύγουσας, την έλλειψη οποιασδήποτε δικής της ευθύνης, το μεγάλο χρονικό διάστημα που καταβλήθηκε, και ότι καταβάλλονταν από δημόσιο φορέα βάσει νόμιμα εκδοθείσας απόφασης, έκρινε ότι η παρέμβαση που υπέστη ήταν δυσανάλογη γιατί οφείλονταν σε λάθος της διοίκησης. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε το δικαίωμα της στην περιουσία.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 15.318 ευρώ για αποζημίωση, 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη ζημία και 2.500 ευρώ για έξοδα και έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Amelia Casarin, είναι ιταλίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1950 και ζει στο Τορίνο.
Η υπόθεση αφορούσε φερόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων περιουσίας της προσφεύγουσας. Η κα Casarin διαμαρτυρήθηκε για τις συνέπειες μιας ενέργειας για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων πληρωμών (azione di ripetizione dell’indebito) καθώς κρίθηκε υπόχρεη να επιστρέψει στις διοικητικές αρχές μέρος του ποσού που της καταβλήθηκε ως αποζημίωση διαφοράς μισθού.
Το 1998, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, σε συμφωνία με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (INPS), ξεκίνησε μια διαδικασία ενδοϋπηρεσιακής κινητικότητας (διαδικτυακή διαδικασία, μετά τη διαθεσιμότητα του INPS για απορρόφηση 1.500 επιπλέον καθηγητών).
Το αίτημα της προσφεύγουσας έγινε δεκτό και μεταφέρθηκε στο INPS. Μεταξύ των μηνών Σεπτεμβρίου 1998 και Φεβρουαρίου 2004, έλαβε μια τραπεζική επιταγή που ονομάζεται εγγύηση μισθού ίση με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που ελάμβανε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και εκείνης που θα λαμβάνει από το INPS. Από τον Μάρτιο του 2004, μετά τις αυξήσεις μισθών που εφαρμόστηκαν εν τω μεταξύ, η προσφεύγουσα έχασε το όφελος από τον έλεγχο εγγύησης μισθού.
Τον Οκτώβριο του 2004, η προσφεύγουσα διαγνώστηκε με σοβαρή αναπηρία. Λίγο αργότερα, ιατρός πραγματογνώμονας εξέδωσε γνωμάτευση για πλήρη ανικανότητα για εργασία, αποκτώντας το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης. Αποσύρθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2005.
Αμφισβητώντας τη διακοπή της πληρωμής της εγγύησης μισθών, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου Pinerolo. Στις 24 Ιουλίου 2007, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της (απόφαση με αριθ. 501/2007).
Αποφάνθηκε ότι το εθνικό σύστημα δεν προέβλεπε το δικαίωμα να διατηρεί την εγγύηση μισθού το οποίο χορηγείται στους εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της διεπιστημονικής διαδικασίας κινητικότητας, όταν ο τελευταίος επωφελήθηκε από αύξηση μισθού. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχή της απορροφήσεως ήταν συνεπώς εφαρμοστέα εν προκειμένω.
Η προσφεύγουσα δεν άσκησε έφεση κατά της απόφασης.
Στις 13 Μαΐου 2008, η Κεντρική Διεύθυνση «Ανάπτυξη και Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού» του INPS ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφαση να επιστρέψει τα ποσά που της καταβλήθηκαν ως προσωπική διαφορά μισθών για την περίοδο 1998-2004, βάσει της νέας νομολογίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου επί του θέματος. Το επίμαχο ποσό ήταν 14.727,45 ευρώ.
Στηριζόμενη ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η υποχρέωση της να επιστρέψει το ποσό των 13.288,39 ευρώ στο Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης είχε παραβιάσει το δικαίωμα της στην περιουσία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο ερεύνησε αρχικά εάν η παρέμβαση διατάραξε την εύλογη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των απαιτήσεων του δημόσιου συμφέροντος και εκείνων της προστασίας του δικαιώματος του ατόμου στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του. Η σωστή ισορροπία διαταράσσετε εάν ο ενδιαφερόμενος υποστεί ένα ειδικό και υπερβολικό βάρος.
Το ΕΔΔΑ, όσον αφορά το «περιθώριο εκτίμησης» του κράτους, υπενθύμισε ότι η μετάθεση της προσφεύγουσας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας περίπλοκης διαδικασίας για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Πράγματι, η διαδικασία κινητικότητας ξεκίνησε με σκοπό την αποκατάσταση σημαντικού αριθμού υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας που είχαν πολλές αρμοδιότητες.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η καθιέρωση διαδικασιών κινητικότητας και η παροχή μέτρων εγγύησης των μισθών, όπως η αντισταθμιστική αποζημίωση, συνεπάγονται ζητήματα που συνδέονται με τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, οι οποίες, κατ’ αρχήν, εμπίπτουν στο ευρύ περιθώριο εκτίμησης που χορηγούνται στα κράτη στον εν λόγω τομέα.
Επιστρέφοντας στις περιστάσεις της υπόθεσης, και ιδίως στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε ήδη διαπιστώσει ότι τίποτα στην παρούσα υπόθεση δεν επιτρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για την εσφαλμένη εκτίμηση της υπόθεσής της και συνεπώς για την πληρωμή της αποζημίωσης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε, λόγω του βαθμού εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να είχε η προσφεύγουσα για την απόφαση του INPS, ότι η φύση του εργοδότη έχει κάποια σημασία στη συνολική εξέταση της αναλογικότητας των παρεμβολών. Οι εύλογες προσδοκίες ενός εργαζομένου μπορεί να έχουν διαφορετική υποστήριξη ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εργοδότη και επομένως από την αρχή με την οποία ο τελευταίος ερμηνεύει και εφαρμόζει περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκα πρότυπα.
Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εργοδότης της προσφεύγουσας, το INPS, είναι ο φορέας που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και των άλλων υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπονται σε εσωτερικό επίπεδο. Αποδεικνύει επίσης ότι το INPS συμμετείχε στην ενεργοποίηση της διαδικασίας κινητικότητας, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις εφαρμογής του.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπενθύμισε την αρχή σύμφωνα με την οποία, ενώ μια διοικητική απόφαση μπορεί να υπόκειται σε ανάκληση για το μέλλον, η προσδοκία ότι δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση αναδρομικά (ex tunc) πρέπει γενικά να αναγνωριστεί ως νόμιμη, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο με βάση το γενικό συμφέρον ή τρίτους. Το Δικαστήριο διαπίστωσε εν προκειμένω ότι η κυβέρνηση αμφισβήτησε το επιχείρημα της προσφεύγουσας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε αβεβαιότητα ως προς την ερμηνεία των εσωτερικών διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία κινητικότητας και την εφαρμογή της αρχής της μείωσης της αντισταθμιστικής αποζημίωσης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή η καθιερωμένη ερμηνεία δεν ακολουθήθηκε από το INPS, το οποίο κατέβαλε στην προσφεύγουσα το ίδιο ποσό για χρόνια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Υπουργική Απόφαση με αριθ. 217 της 6ης Μαΐου 1998 δεν ανέφερε, τουλάχιστον ρητά, εάν η αρχή της απορρόφησης ήταν εφαρμόσιμη ή όχι στην κινητικότητα και αν οι διατάξεις της περιορίζονταν στην παροχή αντισταθμιστικής αποζημίωσης για όλους τους μεταφερόμενους υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας. Στη συνέχεια, το Ακυρωτικό Δικαστήριο παρενέβη σε αυτόν τον τομέα, από το 2006, επιβεβαιώνοντας ότι ο γενικός κανόνας απορρόφησης ισχύει και για την κινητικότητα εντός του INPS.
Επίσης, το Δικαστήριο υπενθύμησε ότι η αρχή της «χρηστής διοίκησης» απαιτεί, όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, οι δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μεγαλύτερη συνοχή.
Ένα άλλο στοιχείο που το Δικαστήριο υπογράμμισε αφορά το γεγονός ότι η αντισταθμιστική αποζημίωση προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο ως στοιχείο της μισθολογικής εγγύησης, επομένως υπολογίζεται με βάση το ποσό του μισθού που καταβλήθηκε σε σχέση με τη δραστηριότητα. Αυτό δεν είναι επίδομα που καταβάλλεται σε σχέση με μια βοηθητική δραστηριότητα εργασίας που παρέχεται από τον εργαζόμενο (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της αποζημίωσης που συνδέεται με τις υπερωρίες), οπότε έχει περιοδική φύση, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει, δεδομένης της έκτακτης και μεμονωμένης φύσης της , σφάλμα εκ μέρους των αρχών ως προς το ποσό που θα χορηγηθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ακόμη και αν η καταβολή της αποζημίωσης οφειλόταν εξ ολοκλήρου σε σφάλμα από το INPS, ήταν η προσφεύγουσα που διατάχθηκε να επιστρέψει στον οργανισμό όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν επιπλέον, χωρίς να ληφθεί υπόψη οι περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση. Καμία ευθύνη του κράτους ή άλλης κρατικής υπηρεσίας, η οποία παρόλα αυτά προκάλεσε την κατάσταση, δεν έχει τεκμηριωθεί και, επιπλέον, το βάρος αυτού του σφάλματος βαρύνει αποκλειστικά την προσφεύγουσα.
Έτσι, το Δικαστήριο παρατήρησεί ότι τα εθνικά δικαστήρια, αποφασίζοντας επί της προσφυγής, δεν έλαβαν υπόψη ούτε την οικονομική κατάσταση ούτε τις συνθήκες υγείας της προσφεύγουσας. Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο υπενθύμισε ιδίως ότι: α) η πληρωμή αποζημίωσης πρέπει να πραγματοποιείται μετά από αίτημα του δικαιούχου που ενεργεί με καλή πίστη ή, ελλείψει τέτοιου αιτήματος, από τις αρχές, β) η εν λόγω πληρωμή πρέπει να πραγματοποιηθεί από δημόσιο φορέα, κεντρική διοίκηση ή άλλη δημόσια υπηρεσία βάσει απόφασης που ελήφθη στο τέλος μιας διοικητικής διαδικασίας και τεκμαίρεται ότι είναι σωστή, γ) πρέπει να βασίζεται σε νομική, κανονιστική ή συμβατική διάταξη, η εφαρμογή της οποίας πρέπει να εκλαμβάνεται από τον δικαιούχο ως «πηγή» της πληρωμής και επίσης να αναγνωρίζεται στο ποσό της, δ) αποκλείεται η πληρωμή προφανώς χωρίς νόμιμη απόφαση ή να; βασίζεται σε απλούς υπολογισμούς, τέτοια σφάλματα μπορούν να εντοπιστούν από τον δικαιούχο, ενδεχομένως με προσφυγή σε εμπειρογνώμονα, (ε) πρέπει να πραγματοποιείται για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να δημιουργήσει μια λογική πεποίθηση ότι είναι τελική και σταθερή, το επίδομα δε που καταβάλλεται δεν πρέπει να σχετίζεται με μια εφάπαξ και «μεμονωμένη» επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά πρέπει να συνδέεται με τη συνήθη δραστηριότητα, και στ) τέλος, η εν λόγω πληρωμή δεν πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί με αναφορά σε αποθεματικό.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, η παρέμβαση στην προσφεύγουσα ήταν δυσανάλογη δεδομένου ότι, ατομικά η τελευταία έπρεπε να υποστεί το βάρος του σφάλματος που διέπραξε η διοίκηση. Διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 15.318 ευρώ για αποζημίωση, 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα και έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).