Γιώργος Παυλόπουλος
Η πανδημία και τα lockdown καλά κρατούν στην Ευρώπη, όμως οι κυβερνήσεις των «27» έχουν αρχίσει ήδη να στρέφουν το βλέμμα τους σε μια άλλη μεγάλη πρόκληση, που θα κρίνει πολλά για την επόμενη ημέρα: Την εκταμίευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία ελπίζουν ότι θα τις βοηθήσουν να καλύψουν τις μαύρες τρύπες (ή, έστω, ένα μέρος τους) που έχουν ήδη δημιουργηθεί στους ισολογισμούς τους.
Υπενθυμίζεται ότι τυπικά, η καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση των οριστικών εθνικών σχεδίων αξιοποίησης των κονδυλίων είναι η 30ή Απριλίου. Στη συνέχεια, το «μπαλάκι» περνά στην πλευρά της Κομισιόν, η οποία θα κληθεί να εγκρίνει, να ζητήσει αλλαγή ή ακόμη και να απορρίψει τα σχέδια.
Η διαδικασία αυτή, όμως, δεν είναι ούτε απλή ούτε αυτονόητη, καθώς οι προτεραιότητες που έχουν οι διάφορες κυβερνήσεις είναι διαφορετικές και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες – όπως φάνηκε και από το πρόσφατο άτυπο debate του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του Μπρινό λε Μερ μέσα από τις σελίδες των Financial Times.
Προϋπόθεση οι στόχοι και τα ορόσημα
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η εκταμίευση θα συνδεθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με συγκεκριμένους όρους και μεταρρυθμίσεις – όπως εύσχημα χαρακτηρίζονται οι αλλαγές και ανατροπές που προωθούνται. «Οι Βρυξέλλες, αντί να επιβάλλουν μεταρρυθμίσεις, ζητούν από τα κράτη να εγκρίνουν διαρθρωτικές αλλαγές, σε αντάλλαγμα για τη ροή χρημάτων που περιλαμβάνονται στο νέο Ταμείο», σημείωνε η el Pais τον Δεκέμβριο.
Όπως δε ξεκαθάρισε πρόσφατα η Γαλλίδα αξιωματούχος της Κομισιόν που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης, Σελίν Γκάουερ, «εάν τα ορόσημα και οι στόχοι δεν εκπληρωθούν, τότε οι εκταμιεύσεις δεν θα μπορούν να γίνουν ή θα πρέπει να ανασταλούν εν μέρει. Αυτό είναι πολύ σαφές».
Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, θα έρθει η στιγμή της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης, που θα έχει έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, ξυπνώντας μνήμες από τις περιόδους των μνημονίων και της τρόικα. Όλοι γνωρίζουν δε, έστω κι αν δεν το παραδέχονται δημοσίως, ότι ένα από τα πιο «καυτά» θέματα στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων είναι τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Κι αυτό είναι κάτι που αφορά, κυρίως, τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, αλλά και Ελλάδα.
«Τα εξόχως πολιτικά ζητήματα που αφορούν τις συντάξεις – ναι, θα είμαστε αναγκασμένοι να τα συζητήσουμε», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Γκάουερ, μιλώντας στο Politico. Αυτή η διαπίστωση, μαζί με τις σχετικές δηλώσεις που έχει κάνει ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόφσκις, προκαλούν εφιάλτες σε πολλές πρωτεύουσες, όπως είναι η Μαδρίτη.
Στο καναβάτσο Μαδρίτη και Ρώμη
Η διαφωνία ανάμεσα στους Σοσιαλιστές του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ και το κόμμα των Podemos που στηρίζει την κυβέρνηση είναι κάτι παραπάνω από προφανής. «Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα έπρεπε να γίνουν ούτως ή άλλως, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπήρχαν τα κεφάλαια της ΕΕ», ισχυρίστηκε ο Σοσιαλιστής υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Χοσέ Λουίς Εσκριβά. «Οποιοσδήποτε σχεδιάζει τέτοιες ενέργειες έρχεται σε αντίθεση με το συμβόλαιο που έχουν συνάψει με τους πολίτες, απάντησε ο ηγέτης των Podeemos, Πάμπλο Ιγκλέσιας.
Σημειώνεται πως οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις αντιστοιχούν στο 12% του ισπανικού ΑΕΠ, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για αύξηση του ποσοστού όσο μεγαλώνει ο αριθμός των ανθρώπων με ηλικία άνω των 65 ετών – μια κατηγορία στην οποία, το 2050, υπολογίζεται ότι θα ανήκει ο ένας στους τρεις Ισπανούς. Ανάλογη εικόνα υπάρχει και για την Ιταλία, όπου οι κρατικές συνταξιοδοτικές δαπάνες ανέρχονται στο 16% του ΑΕΠ και είναι μικρότερες μόνο από τις αντίστοιχες της Ελλάδας ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.
Το συνταξιοδοτικό θα είναι, λοιπόν, ένα από τα μεγάλα μέτωπα στα οποία θα κριθεί η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας, την οποία ετοιμάζεται να συγκροτήσει ο Μάριο Ντράγκι. Μια πρώτη εικόνα των σχεδίων του θα έχουμε πιθανότατα εντός της εβδομάδας, με την αναμενόμενη παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος.
Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που θεωρούν ότι το συνταξιοδοτικό ήταν από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην πτώση του τέως πρωθυπουργού, Τζουζέπε Κόντε. Υπενθυμίζεται ότι το 2018, η πρώτη κυβέρνηση Κόντε, την οποία στήριζαν το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λίγκα του Βορρά, είχε αποφασίσει να εισάγει ένα σύστημα που ονόμασε «Quota 100»: Με 38 χρόνια συνεχούς ασφάλισης και με ηλικία τουλάχιστον 62 ετών (άθροισμα των δύο αριθμών ίσο με 100), ένας εργαζόμενος θα μπορούσε να αποκτήσει πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα είχε κόστος 20 δισ. ευρώ και διάρκεια τριών ετών, κάτι που σημαίνει ότι εκπνέει φέτος. Ο Ντράγκι, λοιπόν, θα κληθεί να παρουσιάσει τη συνέχειά του ή ένα δικό του ολοκληρωμένο σχέδιο. Κι αυτό δεν θα είναι εύκολο να περάσει – ειδικά εάν τηρηθούν κατά γράμμα οι απαιτήσεις της Κομισιόν.
]Η εμπειρία τόσο της Ισπανίας όσο και της Γαλλίας, όπου πέρυσι προκλήθηκε βίαιη κοινωνική σύγκρουση εξαιτίας των αλλαγών στο συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό που προώθησε ο Εμανουέλ Μακρόν, μαρτυρούν του λόγου το αληθές.