Αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της Ευρώπης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικό κέντρο παγκόσμιας ακτινοβολίας εδώ και περισσότερο από τρεις δεκαετίες, το Λονδίνο χάνει σταδιακά την ιδιότητά του αυτή εξαιτίας του Brexit.
Εχει ήδη χάσει συναλλαγές μετοχών και παραγώγων αξίας δισ. δολαρίων από την 1η Ιανουαρίου, καθώς «μεταναστεύουν» σε Αμστερνταμ, Παρίσι και Φρανκφούρτη. Και όπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ του CNN, η ενδεχόμενη απώλεια πολλών άλλων συναλλαγών και επιχειρηματικής δραστηριότητας επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τη βρετανική πρωτεύουσα.]
Τον Ιανουάριο ο όγκος των αγοραπωλησιών μετοχών στο Αμστερνταμ κυμαινόταν κατά μέσον όρο στα 9,2 δισ. δολάρια την ημέρα, καταγράφοντας υπερτετραπλασιασμό σε σύγκριση με τα επίπεδα του αμέσως προηγούμενου μήνα.
Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας δεδομένων αγοράς CBOE, στο ίδιο χρονικό διάστημα οι συναλλαγές μετοχών στο Λονδίνο μειώθηκαν κατά μέσον όρο σχεδόν έξι δισ. δολάρια την ημέρα στα 8,6 δισ. δολάρια. Παράλληλα, οι συναλλαγές swap επιτοκίων σε ευρώ σημείωσαν ραγδαία πτώση στην αγορά του Λονδίνου και από το σχεδόν 40% που αντιπροσώπευαν τον Ιούλιο του περασμένου έτους υποχώρησαν μόλις στο 10% τον Ιανουάριο.
Πολλοί αναλυτές της αγοράς επιμένουν ότι δεν πρέπει να δίνουμε υπερβολική σημασία σε αυτές τις πρώτες αρνητικές εξελίξεις. Αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι πολύ πιθανόν να αποτελούν την αρχή του τέλος για τη διεθνή ακτινοβολία του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Σίτι του Λονδίνου ισοδυναμούν με προβλήματα της Βρετανίας στο σύνολό της. Από τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προέρχεται το 11% των φορολογικών εσόδων του κράτους, σύμφωνα με σχετική έρευνα της PwC. Το 2019 ο κλάδος συνέδραμε στο βρετανικό ΑΕΠ με 185 δισ. δολάρια, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 7% της συνολικής οικονομίας της χώρας. Τα μισά από αυτά παρήχθησαν, άλλωστε, στο Λονδίνο όπου έχουν την έδρα τους 1,1 εκατ. θέσεις εργασίας του κλάδου.
Κι ενώ τα περισσότερα από τα έσοδα που προσφέρει ο κλάδος στη χώρα προέρχονται από εγχώριες συναλλαγές, οποιαδήποτε απώλεια φορολογικών εσόδων, θέσεων εργασίας ή επιχειρήσεων από τη «μετανάστευσή» τους σε άλλα χρηματοπιστωτικά κέντρα αποτελεί πλήγμα για τη βρετανική οικονομία που προσπαθεί να ανασυρθεί από τη χειρότερη ύφεση των τελευταίων τριών και πλέον αιώνων.
Οι απώλειες που έχει ήδη καταγράψει ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Λονδίνου είναι μάλλον πολύ πιο δραματικές από την πρώτη αιμορραγία που γνώρισε το 2016 μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της ΕΥ, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο, οι διεθνείς εταιρείες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχουν μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία αξίας 1,6 τρισ. δολαρίων και 7.500 θέσεις εργασίας από το Λονδίνο σε άλλες μητροπόλεις της Ε.Ε. σε λιγότερο από πέντε χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το επίμαχο δημοψήφισμα.
Μιλώντας στο CNN ο Γουίλιαμ Ράιτ, διευθυντής του οικονομικού ινστιτούτου New Financial, εξέφρασε την εκτίμηση πως «πρόκειται απλώς για το πρώτο κύμα». Ο ίδιος πιθανολογεί πως μεσοπρόθεσμα θα σημειωθεί μία ακόμη έξοδος έως και 35.000 θέσεων εργασίας. Οπως τονίζει ο ίδιος, «η μεγαλύτερη απειλή για το Λονδίνο μεσοπρόθεσμα είναι οι προσπάθειες που καταβάλλει η Ε.Ε. να πιέσει ορισμένες επιχειρήσεις να μεταφερθούν αλλού».
Είναι σαφές πως το μέλλον του Λονδίνου θα εξαρτηθεί από την πρόσβαση που θα έχουν εφεξής οι βρετανικές επιχειρήσεις στην ενιαία αγορά της Ε.Ε. Ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχει μείνει εκτός της συμφωνίας που υπέγραψε πριν από την εκπνοή του 2020 το Λονδίνο με τους πρώην εταίρους στην Ε.Ε. Ο λόγος ήταν η προσπάθεια του Λονδίνου να παραμείνει εντός της προθεσμίας για τη σύναψη συμφωνίας με την Ε.Ε. μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020.