Του Τάσου Δασόπουλου
Με κουπόνια τα οποία θα χρησιμοποιούνται για να καλύπτονται φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές, θα λειτουργήσει το μέτρο της κάλυψης παγίων δαπανών, μέσω του οποίου θα διατεθούν συνολικά 500 εκατ. ευρώ για την στήριξη επιχειρήσεων.
Ενώ ακόμη δεν έχουν οριστικοποιηθεί τα κριτήρια με βάση το οποία θα κρίνονται ως επιλέξιμες οι επιχειρήσεις που θα ευεργετηθούν από το μέτρο, το ΥΠΟΙΚ έχει σχεδόν αποφασίσει ότι στην πράξη, θα πρέπει να παρέχει ρευστότητα στις επιχειρήσεις που υποστηρίζει όχι με άμεσο, αλλά με έμμεσο τρόπο. Αντί δηλαδή να πιστώνεται ένα ποσό ενίσχυσης, το 50% του οποίου θα είναι μη επιστρεπτέο όπως στην επιστρεπτέα προκαταβολή, θα δίνεται ένα ποσό που θα είναι στο σύνολό του μη επιστρεπτέο, αλλά με την μορφή ενός κουπονιού. Έχοντας στην κατοχή της ένα τέτοιο κουπόνι, με ένα συγκεκριμένο ποσό, μια επιχείρηση θα μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της σε φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές του προσωπικού της, χωρίς να επηρεάζεται η ρευστότητα της.
Με τον τρόπο αυτό, το μέτρο θα εκπληρώνει τον τίτλο του, θα καλύπτει δηλαδή “πάγιες δαπάνες” και παράλληλα θα ασκεί μικρότερη δημοσιονομική πίεση από τα υπόλοιπα μέτρα στήριξης. Τούτο διότι θα έχει την μορφή μιας φορολογικής/ ασφαλιστικής δαπάνης εκ μέρους του δημοσίου η οποία θα εξαντλείται σε βάθος χρόνου, αποτρέποντας παράλληλα την περαιτέρω αύξηση των ληξιπρόθεσμών οφειλών σε φόρους και εισφορές. Επιλέγοντας την άμεση ενίσχυση όπως γίνεται με την επιστρεπτέα προκαταβολή, ο επιχειρηματίας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ποσό σε οποιαδήποτε άλλη ανάγκη του και όχι απαραίτητα στις λεγόμενες “πάγιες δαπάνες”.
Επιπλέον , θα υπάρχει επίσης και κέρδος σε ότι αφορά την απασχόληση αφού η ένταξη του μέτρου θα έχει, όπως και στα υπόλοιπα μέτρα στήριξης, ρήτρα διατήρησης των θέσεων εργασίας μέχρι και το τέλος του 2021. Το κέρδος αυτό θα μεγιστοποιηθεί από το γεγονός, ότι ο κύριος όγκος των επιχειρήσεων που θα ενισχυθούν δεν θα ανήκουν στις μικρές και πολύ μικρές που απασχολούν έως 10 άτομα αλλά σε λίγο μεγαλύτερες, οι οποίες διατηρούν μεγαλύτερο αριθμό θέσεων εργασίας. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης στόχευσης είναι ότι μια μικρή επιχείρηση με 3-4 άτομα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί αν μειώσει το προσωπικό της. Μια επιχείρηση όμως με 100 εργαζόμενους, μπορεί να λειτουργήσει και με 80. Ως γνωστό, το μέτρο θα καλύπτει πάγιες δαπάνες από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και του Ιούνιο του 2021 και θα αποτελεί και ένα από μέτρα μετάβασης από την κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊός, στην επόμενη μέρα στην οποία η οικονομία θα πάρει τα πάνω της.
Ελπίδες να γλιτώσουμε το συμπληρωματικό προϋπολογισμό
Το οικονομικό επιτελείο, στηρίζει αυτό το μέτρο καθώς μπορεί εκ των προτέρων να “μετρηθεί” και στο κόστος του και το αποτέλεσμα του αφού θα αποτυπωθεί σε κάλυψη ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, η απόσβεση του κόστους του μέτρου σε βάθος χρόνου μπορεί – υπο προϋποθέσεις – να απαλείψει την ανάγκη συμπληρωματικού προϋπολογισμού. Αν μετά τα μέσα Μαρτίου, η αγορά ανοίξει και επιβεβαιωθεί το σενάριο της αναβαλλόμενης κατανάλωσης από τις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, θα έχουμε απότομη άνοδο των φορολογικών εσόδων. Την ίδια ώρα η δαπάνη που θα έχει εγγραφεί από την αρχή για την κάλυψη δαπανών, θα αντανακλάται σε μια “σταθερότητα” στα έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές των ωφελούμενων επιχειρήσεων. Τούτο διότι, οι πάγιες δαπάνες για φόρους και εισφορές δεν θα γίνουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, που θα πρέπει να αποπληρωθούν μέσω κάποιας ρύθμισης στο μέλλον. Έτσι, με σταθερή άνοδο των εσόδων μετά το άνοιγμα της αγοράς και την κάλυψη υποχρεώσεων όσων, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν, μπορεί να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού.