ΑΠΟΦΑΣΗ
V.C.L. και Α.Ν. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 16.02.2021 (αριθ. προσφ. 77587/12 και
74603/12) .
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ανήλικοι θύματα εμπορίας ανθρώπων. Αναγκαστική εργασία σε φυτεία καλλιέργειας ναρκωτικών. Άσκηση ποινικής δίωξης και καταδίκη σε βάρος των ανηλίκων χωρίς να ληφθεί υπόψιν ότι ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων και καταναγκαστικής εργασίας.
Πρώτη απόφαση του ΕΔΔΑ για άσκηση ποινικής δίωξης και καταδίκη σε βάρος θύματος εμπορίας ανθρώπων.
Οι προσφεύγοντες που ήταν ανήλικοι κάτω των 18 ετών, υπήκοοι του Βιετνάμ, διακινήθηκαν παρανόμως στο Ηνωμένο Βασίλειο και οδηγήθηκαν να δουλεύουν καταναγκαστικά σε καλλιέργειες κάνναβης. Συνελήφθηκαν και καταδικάστηκαν χωρίς η εισαγγελική αρχή που άσκησε την δίωξη να εξετάσει την πιθανότητα της παράνομης διακίνησης τους, παρότι είχε σαφείς ενδείξεις ότι οι ανήλικοι προσφεύγοντες ήταν θύματα εμπορίας. Αντιστοίχως και το Εφετείο έκρινε νομότυπη την δίωξη της εισαγγελικής αρχής και απέρριψε τις εφέσεις των προσφευγόντων χωρίς να τους χαρακτηρίσει θύματα εμπορίας ανθρώπων.
Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση των άρθρων 4 (απαγόρευση δουλείας και καταναγκαστικών έργων) και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη).
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι εξετάζει την πρώτη υπόθεση για θύμα εμπορίας που διώχθηκε και ανέφερε ότι οι σχετικές διεθνείς συνθήκες δεν παρέχουν ασυλία από τη δίωξη παρά ταύτα τόνισε ότι όταν οι αρχές έχουν υπόνοια για παράνομη διακίνηση ανθρώπων πρέπει να λάβουν ειδική αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων και μόνο βάσει αυτής να στηρίξουν μία δίωξη.
Στην υπό κρίση υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν συλληφθεί σε φυτείες κάνναβης, ενώ ήταν ανήλικοι, γεγονός που αποτελούσε αξιόπιστη υπόνοια ότι ήταν θύματα εμπορίας, παρά ταύτα ο εισαγγελέας δεν είχε δώσει σαφείς λόγους σύμφωνους με τον ορισμό της εμπορίας για την άσκηση της δίωξης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άσκηση ποινικής δίωξης στηρίχθηκε σε παράγοντες χωρίς να λάβει υπόψη τον πυρήνα του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της εμπορίας ανθρώπων κατά συνέπεια υπήρχε παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν λάβει επαρκή προληπτικά μέτρα για την προστασία των προσφευγόντων.
Αντιστοίχως επειδή η ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας και στηρίχθηκε σε παράγοντες που δεν ερμήνευσαν τον πυρήνα του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της εμπορίας ανθρώπων, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
Επιδίκασε στον καθένα από τους προσφεύγοντες 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 4,
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες V.C.L. και A.N., είναι Βιετναμέζοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1994 και το 1992 και ζουν στο Middlesex (UK) και στο Λονδίνο αντίστοιχα.
Παραπονέθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 της ΕΣΔΑ σχετικά με την ποινική δίωξή τους και την καταδίκη τους για αδικήματα που σχετίζονταν με την καλλιέργεια ναρκωτικών, αφού συνελήφθησαν να καλλιεργούν κάνναβη, ενώ ήταν ακόμα ανήλικοι. Κατά την επίδικη περίοδο, η έρευνα έδειξε ότι οι ανήλικοι υπήκοοι Βιετνάμ που συνελήφθησαν σε φυτείες κάνναβης ήταν πιθανότατα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Ακολουθώντας τα πορίσματα της έρευνας, και οι δύο υπήκοοι V.C.L. και A.N αναγνωρίστηκαν ως θύματα εμπορίας ανθρώπων από τις αρμόδιες κρατικές αρχές που ήταν υπεύθυνες για τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα άτομο έχει διακινηθεί με σκοπό την εκμετάλλευση.
Υπόθεση V.C.L. Στις 6 Μαΐου 2009 ο V.C.L. συνελήφθη από την αστυνομία κατά τη διάρκεια μιας νομότυπης έρευνας για ναρκωτικά στο Cambridge. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του από τους αστυνομικούς, ο προσφεύγων δήλωσε ότι ήταν 15 ετών και είχε εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις με τον θετό πατέρα του. Συναντήθηκε με δύο άντρες που τον πήγαν στο αγρόκτημα κάνναβης και τον έβαλαν να δουλέψει εκεί. Κατηγορήθηκε για καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών.
Τα δικαστήρια εκτίμησαν ότι η ηλικία του ήταν 17 (αν και αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν στην πραγματικότητα 15). Παρόλο που είχαν προβληθεί ανησυχίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες και από μια ΜΚΟ ότι μπορεί να ήταν θύμα εμπορίας, στις 20 Αυγούστου 2009 ομολόγησε ένοχος για την καλλιέργεια ναρκωτικών. Του επιβλήθηκε περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για 20 μήνες.
Υπόθεση Α.N. Στις 21 Απριλίου 2009, η αστυνομία διενέργησε νομότυπη έρευνα σε κατοικία στο Λονδίνο μετά από αναφορές για διάρρηξη. Ανακάλυψαν καλλιέργεια κάνναβης. Στην κατοικία ήταν ο Α.N. και πολλοί άλλοι Βιετναμέζοι υπήκοοι. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης στην Αστυνομία ο Α.Ν. δήλωσε ως έτος γέννησής του το 1972 (ενώ στην πραγματικότητα, ήταν το έτος 1992, γεγονός που αργότερα έγινε δεκτό από τα δικαστήρια). Δήλωσε ότι μετά την άφιξή του στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε συναντήσει μερικούς υπηκόους Βιετνάμ που τον είχαν φροντίσει. Είχε μεταφερθεί στην φυτεία κάνναβης, όπου δούλευε χωρίς αμοιβή.
Ο Α.Ν. κατηγορήθηκε για την καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών, και μετά από συμβουλή του δικηγόρου του, ομολόγησε την ενοχή του τον Ιούλιο του 2009. Του επιβλήθηκε το αναμορφωτικό μέτρο της φοίτησης σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης για 18 μήνες. Αργότερα, ένας κοινωνικός λειτουργός από την Εθνική Εταιρεία για την Πρόληψη της βίας στα Παιδιά – Εθνική Γραμμή Συμβουλών και Πληροφοριών για την Εμπορία Παιδιών θεώρησε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι ο A.N. υπήρξε θύμα εμπορίας παιδιών, συνδεόταν δε με την καταναγκαστική εργασία στη φυτεία κάνναβης.
Και στους δύο προσφεύγοντες δόθηκε άδεια να ασκήσουν έφεση εκπρόθεσμα. Υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι ως θύματα εμπορίας ανθρώπων δεν έπρεπε να διωχθούν. Στις 20 Φεβρουαρίου 2012, το Εφετείο διαπίστωσε ότι τα θύματα της εμπορίας δεν αποκτούν αυτόματα ασυλία από τη δίωξη. Σε κάθε περίπτωση, αιτιολόγησε ότι η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να προβλέπει τη δυνατότητα μη τιμωρίας των θυμάτων εμπορίας θα μπορούσε να επιτευχθεί από τους εισαγγελείς που ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια, να μην ασκούν δίωξη σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτό θα απαιτούσε μία τέτοια απόφαση του εισαγγελέα βάσει όλων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Οι εφέσεις των προσφευγόντων απορρίφθηκαν επειδή σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις το Εφετείο διαπίστωσε ότι η απόφαση για δίωξη ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και δεν είχε γίνει κατάχρηση διαδικασίας. Ωστόσο, η ποινή του V.C.L μειώθηκε σε 12 μήνες παραμονής στο κατάστημα κράτησης νέων και του A.N. σε 4 μήνες υποχρεωτική εκπαίδευση.
Στους προσφεύγοντες δεν χορηγήθηκε άδεια να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μια δεύτερη έφεση του V.C.L. απορρίφθηκε επίσης, με το Εφετείο να δηλώνει ότι η απόφαση της ποινικής δίωξης ήταν αιτιολογημένη.
Βασιζόμενοι στα άρθρα 4 (απαγόρευση της καταναγκαστικής εργασίας) και 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν, κυρίως, για αποτυχία των αρχών να τους προστατεύσουν από την εμπορία ανθρώπων, ότι οι αρχές δεν είχαν διεξαγάγει επαρκή έρευνα σχετικά με την εμπορία τους (VCL), καθώς και για τη δίκαιη δίκη τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 4 (απαγόρευση αναγκαστικής εργασίας)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι μέχρι σήμερα δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει υπόθεση με πιθανό θύμα εμπορίας, το οποίο έχει διωχθεί ποινικά. Η παρούσα υπόθεση ήταν η πρώτη. Επισήμανε ότι οι σχετικές διεθνείς συνθήκες δεν παρείχαν ασυλία από την ποινική δίωξη, αν και τα κράτη είχαν την διακριτική ευχέρεια να μην ασκούν δίωξη στις περιπτώσεις που εγκληματική δραστηριότητα εντοπίστηκε εγκαίρως. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δίωξη πιθανών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων ενδέχεται να έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του κράτους να λάβει κατάλληλα μέτρα για την προστασία τους όταν υπήρχε βάσιμη υπόνοια ότι ένα άτομο είχε πέσει θύμα παράνομης διακίνησης. Μόλις οι αρχές αποκτήσουν πληροφορίες για τέτοιες ενέργειες διακίνησης, το άτομο πρέπει να αξιολογηθεί κατάλληλα από ειδικό ψυχίατρο. Η απόφαση για ποινική δίωξη πρέπει να στηρίζεται μόνο σε μία τέτοια αξιολόγηση, ειδικά όταν ένα άτομο είναι ανήλικος, και ο εισαγγελέας οφείλει να επικαλεστεί σαφείς λόγους σύμφωνους με το διεθνές δίκαιο για να διαφωνήσει με την αξιολόγηση.
Ο κ. V.C.L. είχε συλληφθεί σε μια νομότυπη έρευνα σε μία φυτεία κάνναβης ενώ ήταν ακόμα ανήλικος. Αν και ο A.N. είχε αρχικά ισχυριστεί ότι ήταν 37 ετών, λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα μετά τη σύλληψή του, έγινε δεκτό ότι ήταν 17 ετών. Για το Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν συλληφθεί σε φυτείες κάνναβης, ενώ ήταν ανήλικοι, έπρεπε από μόνο τους να αποτελέσει αξιόπιστη υπόνοια ότι ήταν θύματα εμπορίας. Ωστόσο, αντί να τους παραπέμψουν στον αρμόδιο φορέα, διώχθηκαν για ποινικά αδικήματα και καταδικάστηκαν. Οι εισαγγελικές αρχές εξέτασαν στη συνέχεια τις αποφάσεις για δίωξη και διαπίστωσαν ότι ήταν αιτιολογημένες, καθώς οι προσφεύγοντες δεν ήταν θύματα εμπορίας. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ωστόσο, ο εισαγγελέας δεν είχε δώσει σαφείς λόγους σύμφωνους με τον ορισμό της εμπορίας για να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό της αρμόδιας αρχής.
Παρόλο που οι υποθέσεις τους εξετάστηκαν στη συνέχεια από το Εφετείο (δύο φορές, στην περίπτωση της V.C.L.), το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου περιορίστηκε σε εξέταση του κατά πόσον η ποινική δίωξη ήταν κατάχρηση διαδικασίας. Επιπλέον, κρίνοντας ότι η απόφαση δίωξης ήταν δικαιολογημένη, το δικαστήριο, όπως και η εισαγγελική αρχή, στηρίχθηκε σε παράγοντες που δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη τον πυρήνα του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της εμπορίας ανθρώπων.
Συνοπτικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει επαρκή προληπτικά μέτρα για την προστασία του V.C.L. και του A.N., παρόλο που και οι δύο ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων και υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική εργασία. Διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6 § 1 (δίκαιη δίκη)
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι έπρεπε να καθορίσει εάν η μη αναγνώριση των προσφευγόντων ως δυνητικών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων έθεσε ζητήματα βάσει της Σύμβασης, εάν οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους και αν η διαδικασία στο σύνολό της ήταν δίκαιη.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων ήταν σαφείς, ελλείψει αξιολόγησης του κατά πόσον είχαν τεθεί σε εμπορία ανθρώπων, οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν είχαν γίνει με «πλήρη επίγνωση των γεγονότων». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 6.
Παρόλο που οι αρχές είχαν προβεί σε ορισμένες διευκολύνσεις στους προσφεύγοντες μετά την έκδοση των καταδικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ωστόσο ότι η έλλειψη αξιολόγησης ως προς το κατά πόσον οι προσφεύγοντες είχαν πέσει θύματα εμπορίας ανθρώπων, δυνητικά τους εμπόδισε να εξασφαλίσουν αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την υπεράσπισή τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αυτή η «αδικία» είχε θεραπευτεί με την εκδίκαση της έφεσης, καθώς – όπως έχει ήδη σημειωθεί – η κρίση του Εφετείου περιορίστηκε στην εξέταση του κατά πόσον η δίωξη έγινε κατά παράβαση της διαδικασίας και στηρίχθηκε σε παράγοντες που δεν φαίνεται να ερμήνευσαν τον πυρήνα του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της εμπορίας ανθρώπων.
Ως εκ τούτου, η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να πληρώσει σε καθένα των προσφευγόντων 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).