Αριθμός 17/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Πλαπούτα, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 13 Ιανουαρίου 2016 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Σταυρόπουλο (Α.Μ. 11982), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Ιωάννη Αλεξανδράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3243/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (4159401, 1397234-5/2016 παράβολο Δημοσίου, σειρά Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, και το από 17.10.2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της απόφασης 3243/2015 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της πράξης […] του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Με την εν λόγω πράξη απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της […] πράξης προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών, με την οποία είχε καταλογιστεί σε βάρος της συμπληρωματικός φ.π.α. 455.853,70 ευρώ και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας 547.024,44 ευρώ, για την χρήση 2007.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο ίσο ή ανώτερο των 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται με την δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, επί ζητήματος δηλαδή ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμου για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι κρίσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί ενός τέτοιου νομικού ζητήματος έρχονται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου επί του αυτού ακριβώς (και όχι απλώς παρόμοιου) νομικού ζητήματος. Εξάλλου, οι ως άνω ισχυρισμοί, ως αναγόμενοι σε νομικά ζητήματα, δεν πρέπει να περιορίζονται σε ζητήματα αιτιολογίας περί τη συνδρομή στοιχείων του πραγματικού της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά να αναφέρονται αποκλειστικώς στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, η οποία μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή· ανεξάρτητα, πάντως, από το εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στην μείζονα πρόταση ή προκύπτει από την υπαγωγή του οικείου δικανικού συλλογισμού (ΣτΕ 2008/2017, 954/2016, 2120/2015, 1016/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Α. Μετά από έλεγχο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) Αττικής συντάχθηκε η από 22.2.2011 έκθεση ελέγχου, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία, με αντικείμενο εργασιών την εν γένει εμπορία […], κατά τις χρήσεις 2004 έως 2009 έλαβε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών για μεταφορά εμπορευμάτων, τα οποία αφορούσαν πραγματικές συναλλαγές, αλλά ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, δηλαδή τις εταιρείες διεθνών μεταφορών […]. Κατόπιν αυτού, η Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών (Φ.Α.Ε.) Αθηνών εξέδωσε σε βάρος της αναιρεσείουσας, μεταξύ άλλων, τις […] πράξεις επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), για τις χρήσεις των ετών 2004, 2005, 2006 και 2007, αντιστοίχως. Ειδικότερα, όσον αφορά στην κρινόμενη χρήση (2007), εκδόθηκε σε βάρος της η 127/2011 πράξη επιβολής προστίμου 2.162.062 ευρώ, διότι έλαβε 611 τιμολόγια, εικονικά ως προς το πρόσωπο της εκδότριας […] και 2 τιμολόγια, εικονικά ως προς το πρόσωπο της εκδότριας […]. Κατά των ως άνω πράξεων επιβολής προστίμου η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγές στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ωστόσο, κατόπιν αποδοχής αιτήματός της για δικαστικό συμβιβασμό επί τη βάσει των άρθρων 1 του ν. 4600/1966 και 71 του ν. 2238/1994, η διαφορά επιλύθηκε, αφού η αναιρεσείουσα «[…] αποδέχθηκε τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, ως παραβάσεις λήψεως των εικονικών ως προς το πρόσωπο του εκδότη παραπάνω τιμολογίων και τον περιορισμό των προστίμων στο 1/3». Β. Εξάλλου, όπως ιστορείται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με αφορμή την προαναφερθείσα έκθεση ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε., η Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων διενήργησε τακτικό έλεγχο φόρου εισοδήματος, για τις χρήσεις 2008 και 2009, και δεν αναγνώρισε στην αναιρεσείουσα δικαίωμα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της ποσών δαπανών, οι οποίες αντιστοιχούσαν στην αξία των προαναφερόμενων εικονικών τιμολογίων. Για τον ίδιο λόγο και για τις αυτές χρήσεις (2008 και 2009), δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από τον συνολικό φόρο εκροών ούτε τον φόρο προστιθέμενης αξίας (φ.π.α.), που αντιστοιχούσε στα σχετικά εικονικά τιμολόγια. Κατά των σχετικών καταλογιστικών πράξεων η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994). Η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, με το 498/15.5.2013 πρακτικό της, αφενός αναγνώρισε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσείουσας τα επίμαχα ποσά δαπανών, τις οποίες χαρακτήρισε πραγματικές (1.580.850 ευρώ για την χρήση 2008 και 30.632 ευρώ για την χρήση 2009), αφετέρου, αναγνώρισε προς έκπτωση φόρο εισροών 287.061,56 ευρώ επί τη βάσει 417 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών για την χρήση 2008, και 5.820 ευρώ επί τη βάσει 6 ομοίων τιμολογίων για την χρήση 2009, από συναλλαγές μεταξύ της αναιρεσείουσας και της εκδότριας μεταφορικής […], «[…] με το σκεπτικό ότι δεν αμφισβητείται από τον έλεγχο ότι η δαπάνη αντιστοιχεί σε πραγματοποιηθείσα συναλλαγή, αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα κατέβαλε πράγματι τον φόρο στην αντισυμβαλλομένη και δεν αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα τελούσε σε γνώση της εικονικότητας ως προς το πρόσωπο του εκδότη». Γ. Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με βάση την προαναφερθείσα έκθεση ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε., και αφού διενεργήθηκε συμπληρωματικός έλεγχος φ.π.α. από υπαλλήλους του Δ.Ε.Κ. Αθηνών, για τις χρήσεις 2004-2007, συντάχθηκε η από 2.10.2013 έκθεση ελέγχου, με την οποία δεν αναγνωρίστηκαν προς έκπτωση τα ποσά φ.π.α. τα οποία αντιστοιχούν στην αξία των τιμολογίων που θεωρήθηκαν εικονικά ως προς το πρόσωπο των εκδοτριών εταιρειών διεθνών μεταφορών. Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση, με την 3406/2.10.2013 πράξη προσδιορισμού φ.π.α. του Προϊσταμένου του Δ.Ε.Κ. Αθηνών, δεν αναγνωρίστηκε προς έκπτωση, για την χρήση 2007, ο φόρος εκροών ποσού 349.463, 20 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 611 τιμολόγια, εικονικά ως προς το πρόσωπο της εκδότριας […] και 2 εικονικά τιμολόγια ως προς πρόσωπο της εκδότριας […] Κατά της επίδικης πράξης προσδιορισμού συμπληρωματικού φ.π.α. η αναιρεσείουσα άσκησε την […] ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης (Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, προβάλλοντας ότι οι σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Διαφορών, για τις χρήσεις 2008 και 2009 (βλ. ανωτέρω υπό Β), επέχουν θέση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και, συνεπώς, παράγουν δεδικασμένο που δημιουργεί δεσμευτική κρίση μεταξύ της ίδιας και της φορολογικής αρχής· ότι η μη υιοθέτηση εκ μέρους του φορολογικού ελέγχου της αμετάκλητης κρίσης της προαναφερόμενης Επιτροπής συνιστά αντίθεση προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας του δικαίου· ότι, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό των επίμαχων τιμολογίων ως εικονικών, η αναιρεσείουσα δεν τελούσε σε γνώση της εικονικότητας αυτής, αλλά ενεργούσε με καλή πίστη καθ’ όλη την διάρκεια της συνεργασίας της με τις εκδότριες εταιρείες διεθνών μεταφορών· και ότι, κι αν ακόμα ήθελε γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα τιμολόγια ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, θα έπρεπε να θεωρηθούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία της συναλλαγής για σκοπούς άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης φ.π.α., το οποίο δεν πρέπει να περιορίζεται. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή. Με την ένδικη προσφυγή η αναιρεσείουσα επανέφερε τους ως άνω ισχυρισμούς, το δε διοικητικό εφετείο με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 3243/2015 έκρινε ότι η αναιρεσείουσα «[…] είχε αποδεχθεί με δικαστικό συμβιβασμό ότι κατά την ένδικη χρήση υπέπεσε σε παράβαση του Κ.Β.Σ., της λήψεως 613 (611+2) εικονικών ως προς το πρόσωπο του εκδότη τιμολογίων, παράβαση που […] δεν στοιχειοθετείται σε περίπτωση καλής πίστης του λήπτη εικονικού τιμολογίου. Το παραπάνω αποτέλεσμα του δικαστικού συμβιβασμού επί της υποθέσεως του προστίμου του Κ.Β.Σ. είναι δεσμευτικό για την προσφεύγουσα και την φορολογική αρχή για την περαιτέρω κρίση ως προς την ύπαρξη των αυτών παραβάσεων κατά τον προσδιορισμό της φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας [·συνεπώς], νομίμως [δεν ερευνήθηκε από την φορολογική αρχή] και πάλι το ζήτημα της καλής πίστης της προσφεύγουσας, κρίνοντας παρεμπιπτόντως την στοιχειοθέτηση της παραπάνω παράβασης του Κ.Β.Σ.». Επίσης, κρίθηκε περαιτέρω, ότι εν όψει της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων, η κρίση της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, για τα οικονομικά έτη 2008 και 2009, δεν δέσμευε την φορολογική αρχή, και ότι η τελευταία, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 2859/2000 (Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Α΄ 248), οφείλει να αναγνωρίζει προς έκπτωση φ.π.α. εφόσον ο υποκείμενος σε αυτόν κατέχει νόμιμα προς τούτο φορολογικά στοιχεία. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας στο σύνολό της ως αβάσιμη.
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, της οποίας το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ (βλ. το με α.π. ΔΕΔ Β1 156788 ΕΞ2018ΕΜΠ/18.10.2018 σημείωμα της Α.Α.Δ.Ε.), προβάλλεται, καταρχάς, ότι η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης για την δεσμευτικότητα του δικαστικού συμβιβασμού είναι εσφαλμένη, διότι, όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα, το ζήτημα της εκ μέρους της έλλειψης γνώσης για την εικονικότητα των επίμαχων τιμολογίων δεν αποτέλεσε αντικείμενο κρίσης κατά την διαδικασία του δικαστικού συμβιβασμού επί της διαφοράς για τα πρόστιμα του ΚΒΣ, ούτε μπορεί να συναχθεί σχετικό τεκμήριο γνώσης. Προς τεκμηρίωση του παραδεκτού του λόγου ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομολογία επί του ζητήματος εάν ο δικαστικός συμβιβασμός για το πρόστιμο του ΚΒΣ παράγει δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία καλής πίστης στο πρόσωπο του λήπτη εικονικού τιμολογίου. Επικαλείται, επίσης, και αντίθεση στις αποφάσεις 2968/2011, 2691/2006 και 882/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας· ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, όμως, πρέπει να απορριφθεί, διότι οι προαναφερθείσες αποφάσεις αφορούν εντελώς διαφορετικό ζήτημα (έκλειψη αντικειμένου διαφοράς και κατάργηση αναιρετικής δίκης επί διαφοράς από προσωρινή πράξη προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας ή εισοδήματος, μετά την έκδοση της οριστικής πράξης προσδιορισμού του φόρου). Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν υφίσταται νομολογία επί του τιθέμενου νομικού ζητήματος, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί ως προς την βασιμότητά του.
6. Επειδή, το άρθρο 1 του ν.δ. 4600/1966 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων τινων των φορολογικών δικαστηρίων» (Α΄ 242), το οποίο, όπως είχε αντικατασταθεί, παρέμεινε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔικ., βλ. άρθρο 285 παρ. 2 περ. στ΄ ν. 2717/1999, Α΄ 97), ορίζει ότι «1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς. 2. Εν διεξαγομένη επ’ ακροατηρίου συζητήσει ενώπιον οιουδήποτε φορολογικού δικαστηρίου και κατά πάσαν στάσιν της δίκης, παρισταμένων αμφοτέρων των μερών, πας διάδικος δύναται να προτείνη την κατάργησιν της φορολογικής δίκης, επί τη καταθέσει δηλώσεως εις τον γραμματέα του Δικαστηρίου πέντε πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως. Η δήλωσις υπογραφομένη και υπό του αποδεχθέντος την πρότασιν και θεωρουμένη υπό του διευθύνοντος την συζήτησιν καταχωρίζεται ολόκληρος εις τα πρακτικά άτινα έχουν τ’ αποτελέσματα αμετακλήτου αποφάσεως. 3. Τη αιτήσει τινός των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριον αναβάλλει εφ’ άπαξ την επί της προτάσεως συζήτησιν. Η κατατεθείσα δήλωσις δεν υπόκειται σε ανάκλησιν, δύναται όμως μέχρι της μετ’ αναβολήν συζητήσεως ή κατ’ αυτήν να συμπληρωθή επί τα βελτίω. 4. Εν περιπτώσει αποκρούσεως της προτάσεως υπό του ετέρου των διαδίκων, αύτη θεωρείται ως μη γενομένη και συνεχίζεται η επί της υποθέσεως διαδικασία. 5. […]. 6. […]. 7. Δευτέρα πρότασις παρά του αυτού διαδίκου και εν τω αυτώ βαθμώ δικαιοδοσίας δεν συγχωρείται. 8. Όταν καταργηθεί η δίκη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ο πρόσθετος φόρος ή η προσαύξηση λόγω ανακρίβειας της δήλωσης ή παράλειψης υποβολής δήλωσης που επιβλήθηκε, περιορίζεται στο ένα δεύτερο (½) του ποσοστού επί του οφειλόμενου κύριου φόρου που προβλέπεται από τον νόμο και όπου η επιβολή αυτού προβλέπεται μεταξύ ανωτάτου και κατωτάτου ορίου, στο ένα δεύτερο (½) του κατωτάτου ορίου». Ομοίου περιεχομένου ρύθμιση περιλαμβάνεται και στο άρθρο 71 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 16). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 11 του ν. 2954/2001 (Α΄ 255), «Δικαστικός συμβιβασμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4600/1966 και του άρθρου 71 του ν. 2238/1994 μπορεί να ενεργείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σε κάθε στάση της δίκης». Εξάλλου, το άρθρο 197 του ΚΔΔικ. ορίζει ότι «1. Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφανσή του γι’ αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα. 2. […]».
7. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις καθιερώνεται ο δικαστικός συμβιβασμός, ο οποίος εισήχθη στη φορολογική δικονομία το πρώτον με το άρθρο 1 του ν.δ. 4600/1966, ως ειδικότερη μορφή διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς, η οποία διενεργείται μεταξύ της φορολογικής αρχής και του φορολογούμενου κατά το χρόνο που εκκρεμεί η διαφορά ενώπιον του, αρμόδιου για την επίλυσή της, δικαστηρίου. Ο δικαστικός συμβιβασμός είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς και συνίσταται στην κατάργηση της εκκρεμούσας φορολογικής δίκης ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, μπορεί δε να ενεργείται σε κάθε στάση της δίκης. Επομένως, ο συμβιβασμός λαμβάνει χώρα με τη σύμπραξη του φορολογουμένου και τερματίζει τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου με την έκδοση νέας διοικητικής πράξης (ΣτΕ 2053-2056/1983 7μ.), η πράξη δε αυτή, λόγω της οποίας και επέρχεται η κατάργηση της δίκης, ισχύει εφεξής για τη συγκεκριμένη υπόθεση αντί της σχετικής δικαστικής απόφασης (ΣτΕ 521/2005). Έχει επίσης κριθεί (ΣτΕ 2654/1985 κ.ά.) ότι από τον, κατά τις γενικές αρχές του δημοσιονομικού και του φορολογικού δικαίου, κανόνα της βεβαιότητος που πρέπει να διέπει τον προσδιορισμό από την αρμόδια αρχή του φόρου ο οποίος οφείλεται από κάθε φορολογούμενο, συνάγεται, εκτός των άλλων, ότι το πρακτικό εξώδικης λύσης της διαφοράς που υπογράφεται από την φορολογική αρχή και από το φορολογούμενο έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, η δε φορολογική διαφορά θεωρείται επιλυθείσα και στην περίπτωση τέτοιας εξώδικης λύσης της φορολογικής διαφοράς, αποκλείεται δε πάσα περαιτέρω αμφισβήτηση των αποτελεσάντων αντικείμενο της λύσης αυτής (ΣτΕ 1392/1993, 46/1984 κ.λπ.). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι από τα πρακτικά δικαστηρίου, στα οποία καταχωρίζεται δήλωση περί συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, δεν απορρέει δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 197 του ΚΔΔικ., διότι με τη σύνταξή τους περατώνεται η προπεριγραφείσα διοικητική διαδικασία σύμπτωσης των απόψεων της φορολογικής διοίκησης και του υπόχρεου σε φόρο και επομένως δεν διαγιγνώσκεται διαφορά από το δικαστήριο. Το δεδικασμένο προκύπτει μόνον από δικαστικές αποφάσεις και όχι από πρακτικά του δικαστηρίου περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ της φορολογικής αρχής και του υπόχρεου σε φόρο (πρβλ. ΑΠ 1412/1979). Και ναι μεν ο νομοθέτης προσδίδει στα πρακτικά του δικαστικού συμβιβασμού «αποτελέσματα αμετάκλητης απόφασης», [σε συστοιχία προς την ρύθμιση για τα πρακτικά του διοικητικού συμβιβασμού, βλ. άρθρο 70 παρ. 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994)], τούτο όμως γίνεται προκειμένου να αποσαφηνισθεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της βεβαιότητας του φόρου, η βάσει δικαστικού συμβιβασμού φορολογική εγγραφή καθίσταται οριστική υπό την έννοια ότι το σχετικό πρακτικό δεν μπορεί ούτε να ανακληθεί ούτε να προσβληθεί με ένδικα βοηθήματα ή μέσα (πρβλ. ΣτΕ 2376/1990 7μ., 3236/1983, για το «αμετάκλητο» των φορολογικών πράξεων εν γένει βλ. ΣτΕ 2847/2007, 2326/1983), με εξαίρεση τα ζητήματα που αφορούν την συνδρομή των προϋποθέσεων σύναψης του συμβιβασμού, τα οποία και μόνον μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής αμφισβήτησης (ΣτΕ 1340/2019). Κατά την γνώμη, όμως, της Συμβούλου Β. Πλαπούτα, εφόσον ο δικαστικός συμβιβασμός έχει αποτελέσματα αμετάκλητης απόφασης, το αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού επί υποθέσεως προστίμου του Κ.Β.Σ. είναι δεσμευτικό, και για τα δύο μέρη, για την περαιτέρω κρίση ως προς την ύπαρξη της σχετικής παράβασης του Κ.Β.Σ. κατά τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος και του Φ.Π.Α.
8. Επειδή, κατά την εκδίκαση υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος ή προστιθέμενης αξίας, το δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου ανακύπτει παρεμπιπτόντως ζήτημα στοιχειοθέτησης ή μη παράβασης του Κ.Β.Σ., για την αυτή διαχειριστική περίοδο, δεσμεύεται από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, με την οποία το εν λόγω ζήτημα κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου (ΣτΕ 2985/2011, 115-6/2016, πρβλ. ΣτΕ 2567/2017 7μ. σκ. 6). Εφόσον όμως, κατά την προεκτεθείσα γνώμη της πλειοψηφίας, από τα πρακτικά δικαστικού συμβιβασμού δεν παράγεται δεδικασμένο, παρέπεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς για τον κύριο φόρο, εφόσον ανακύπτει ενώπιόν του παρεμπιπτόντως ζήτημα αναγόμενο στην στοιχειοθέτηση ή μη παράβασης του ΚΒΣ, υπό την έννοια της συνδρομής ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο του λήπτη εικονικού τιμολογίου, οφείλει να εκφέρει αυτοτελή κρίση για το εν λόγω ζήτημα. Συνεπώς, εν προκειμένω, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, είναι, καταρχήν, βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί ανυπαρξίας δεδικασμένου για το ζήτημα της ύπαρξης ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, η οποία έλαβε, κατά τα ιστορηθέντα στη σκέψη 4, τα επίμαχα εικονικά τιμολόγια.
9. Επειδή, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι, λόγω της σπουδαιότητάς της, η εξεταζόμενη υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο σύνολό της στην επταμελή του σύνθεση, ορίζει δε εισηγητή την Πάρεδρο Μαρία Σ. Σταματοπούλου, δικάσιμο την 17η Μαρτίου 2021 και διατάσσει να κοινοποιηθεί η παρούσα απόφαση στους διαδίκους.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Παραπέμπει στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος.
Ορίζει εισηγητή την Πάρεδρο Μαρία Σ. Σταματοπούλου και δικάσιμο την 17.3.2021.
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2019 και στις 14 Ιουλίου 2020
Ο Προεδρεύων ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Μ. Πικραμένος Κ. Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2021.
Ο Πρόεδρος του Β´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Μ. ΠικραμένοςΑ. Ζυγουρίτσα