Στεφανία Σούκη
Η παλαιότητα, οι τιμές και οι περιοχές σύμφωνα με έρευνα της Ένωσης Μεσιτών Ακινήτων Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ελλάδας, με βάση τις συναλλαγές του 2020
Παλιά σπίτια λόγω… τιμής και έλλειψης διαθέσιμου αποθέματος νεόδμητων αγόρασαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία όσοι αποφάσισαν να αγοράσουν ακίνητο το 2020, Ελληνες και ξένοι, με την επένδυση για εκμετάλλευση ως σκοπό αγοράς να προηγείται έναντι ακόμη και της αγοράς για την στέγαση της οικογένειας. Εν μέσω πανδημίας έχει αυξηθεί ο χρόνος ολοκλήρωσης των συναλλαγών από τον χρόνο πρώτης δημοσίευσης μίας αγγελίας, ενώ σε σχέση με τα ακίνητα που αγοράζονται περισσότερο, σχεδόν 4 στα 10 είναι με τιμές έως 90.000 ευρώ και ακολουθούν αυτά με τιμές από 91 χιλ. ευρώ έως 181 χιλ. ευρώ, ένα στα τέσσερα.
Τα στοιχεία προκύπτουν από έρευνα που διεξήχθη από τα μέλη της Ένωσης Μεσιτών Ακινήτων Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ελλάδας (ΕΠΠΑ), με βάση συναλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 για τις οποίες υπήρχαν πραγματικά στοιχεία.
Eννέα στους 10 αγοραστές κατοικιών αγόρασαν παλαιότερο ακίνητο και μάλιστα από αυτά τα σπίτια, λιγότερα από τα μισά (43,1%) χρήζουν εκτεταμένης ανακαίνισης, ενώ για το υπόλοιπο 56,9% απαιτούνται λίγες μόνο τεχνικές παρεμβάσεις. Μόλις ένα 10,3% αγόρασε νεόδμητο σπίτι κάθε είδους, ήτοι ακίνητο το οποίο θα κατοικηθεί για πρώτη φορά ανεξαρτήτου ηλικίας. Σε σχέση με παλιότερα, εν έτει 2015 οπότε υπάρχουν στοιχεία από παλιότερη έρευνα, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι τότε ποσοστό 55,4% των κατοικιών χρειαζόταν ανακαίνιση: «Παρατηρείται σταδιακή μείωση στα ακίνητα που αγοράστηκαν και απαιτούσαν ανακαίνιση, η οποία οφείλεται στην εκτεταμένη πώληση ακινήτων που ανακαινίστηκαν πριν την πώληση όπως επίσης και στην μείωση του αποθέματος πολύ φθηνών παλαιών κατοικιών που αγοράστηκαν στο παρελθόν για ανακαίνιση και εκμετάλλευση με βραχυχρόνια μίσθωση», όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα το 2015 μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό των νεόδμητων κατοικιών που είχαν αγοραστεί (23,1%), επομένως παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σημαντική μείωση του διαθέσιμου αποθέματος νεόδμητων κατοικιών προς πώληση: «Αυτό οφείλεται στην περιορισμένη κατασκευαστική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία έντεκα χρόνια», αναφέρει η έρευνα.
Ως προς την κατανομή βάσει των αγοραίων αξιών, σχεδόν 4 στα 10 σπίτια (38% είναι με τιμές από 31.000 έως 90.000 ευρώ, ενώ 1 στα 4 (24,9%) είναι στην επόμενη κατηγορία αυτή από τις 91.000 ευρώ έως 181.000 ευρώ. Αξιοσημείωτος ο διπλασιασμός συναλλαγών, σε σχέση με το 2015, στην κλάση 181.000 – 350.000 ευρώ που αφορά το 16,5% των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν εν μέσω πανδημίας.
Ως προς τον σκοπό της αγοράς, εν έτει 2020, τρία στα 10 ακίνητα που αγοράστηκαν ήταν για κατοικία της οικογένειας, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό, 34,6% ήταν για επένδυση με σκοπό την εκμετάλλευση. Ένα 18,1% ήταν για εξοχική- δεύτερη κατοικία και 12,7% για Golden Visa και το υπόλοιπο για κατοικία παιδιού της οικογένειας. Οι αγορές με σκοπό την εκμετάλλευση αυξήθηκαν σταθερά την τελευταία πενταετία, από 14 σε 34%, όπως και ο αριθμός των συναλλαγών για άδεια παραμονής Golden Visa.
Ενδιαφέρον έχουν και τα δημογραφικά στοιχεία των αγοραστών:
Πάνω από επτά στους 10 (70,9%) είναι έγγαμος κι επίσης μεταξύ 30 και 55 ετών (73%), ενώ 1 στους 5 (24,1%) είναι άνω των 55 ετών ή συνταξιούχος ανεξαρτήτου ηλικίας, ενώ σε σχέση με το επίπεδο μόρφωσης οι μισοί (50%) είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ/ΤΕΙ.
Ως προς τον χρόνο πώλησης από την πρώτη δημοσίευση της αγγελίας μέχρι τη συμφωνία με τον αγοραστή, είναι τώρα 24,2% για τα ακίνητα που πουλήθηκαν εντός τριμήνου, 19,1% από τρίμηνο έως εξάμηνο, 22% από 6 έως 12 μήνες, 21,6% από 12 έως 24 μήνες και πάνω από 24 μήνες για ένα 13,1%. Η έρευνα σημειώνει ότι η μέση χρονική διάρκεια μεταξύ της πρώτης δημοσίευσης και πώλησης ενός ακινήτου μειώθηκε αισθητά απ’ το 2015 στο 2018, αν ληφθεί υπόψη ότι το 2015 τα ακίνητα που πωλούνταν εντός τριμήνου ήταν στο 12,3% για να αυξηθούν στο 32,4% το 2018. Στη συνέχεια ωστόσο, λόγω πανδημίας, αυξήθηκαν τα ποσοστά μεταξύ 6-24 μηνών.
Οι ξένοι αγοραστές
Οσον αφορά τους ξένους αγοραστές από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι οι πιο ακριβές συναλλαγές γίνονται από Γάλλους, Αγγλους, Ελβετούς και Ιταλούς σε νησιά του Νοτίου Αιγαίου με τιμές που μπορεί να φθάνουν έως και 1 εκατ. ευρώ, ενώ στο Ιόνιο οι πρώτες εθνικότητες είναι Ρώσοι, Αγγλοι και Γερμανοί με ακίνητα έως 650 χιλ. ευρώ.
Στην Αττική ιδιαίτερη προτίμηση φαίνεται ότι δείχνουν Κινέζοι, Λιβανέζοι και Ισραηλινοί με τιμές έως τα 350 χιλ. ευρώ, ενώ σε έναν ακόμη δημοφιλή τουριστικό προορισμό, την Κρήτη, το τοπ 3 αφορά Γερμανούς, Ελβετούς και Πολωνούς. Στη Βόρεια Ελλάδα, σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη προηγούνται Βούλγαροι και Αλβανοί με τιμές ακινήτων από 30 χιλ. ευρώ έως 350 χιλ. ευρώ, ενώ οι χαμηλότερες συναλλαγές πραγματοποιούνται στην Ηπειρο με πρώτη εθνικότητα τους Αλβανούς και τιμές που ξεκινούν από τις 30 χιλ. ευρώ έως 91 χιλ. ευρώ.