ΑΠΟΦΑΣΗ
Tokel κατά Τουρκίας της 09.02.2021 (αριθ. προσφ. 23662/08)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην περιουσία και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Μεγάλη εταιρεία με 25 υποκαταστήματα χρησιμοποίησε την εφεύρεση του προσφεύγοντα που αφορούσε ένα σύστημα ιμάντα για την ξήρανση του τσαγιού. Δύο μήνες πριν την αναγνώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος, η εταιρεία εκμεταλλευόμενη την εγχώρια νομοθεσία, χρησιμοποίησε στο εργοστάσιο της την εφεύρεση και επέκτεινε την χρήση σε όλα τα υποκαταστήματα της. Η αγωγή αποζημίωσης του προσφεύγοντα κατά της εταιρείας απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση με την αιτιολογία ότι η χρήση της εφεύρεσης εμπίπτει στα όρια των εύλογων αναγκών της εταιρείας και ως εκ τούτου συνιστούσε επιτρεπόμενη προηγούμενη χρήση. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος του στην περιουσία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η εταιρεία χρησιμοποίησε την εφεύρεση 2 μήνες πριν την κατάθεση της αίτησης του προσφεύγοντα για αναγνώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και επέκτεινε την χρήση σε όλα τα εργοστάσια της. Ωστόσο το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι την σχετική περίοδο της χρήσης δεν υπήρχε διάταξη νόμου να χορηγεί το δικαίωμα προηγούμενης χρήσης βάσει της εθνικής έννομης τάξης. Δοθέντος του γεγονότος ότι η παρέμβαση δεν ήταν νόμιμη, το ΕΔΔΑ παρέλειψε να εξετάσει εάν έχει επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου και έκρινε ομόφωνα ότι υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Μουσταφά Tokel είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1940 και ζει στην Τραπεζούντα.
Η υπόθεση αφορά τη φερόμενη ως μη εξουσιοδοτημένη χρήση της ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος – ένα σύστημα ιμάντα για ξήρανση του τσαγιού – από την Caykur, μία κρατική εταιρεία.
Τον Ιούλιο του 1991, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση για αναγνώριση του συστήματος του ιμάντα μεταφοράς ως εφεύρεσή του. Την απέκτησε τον Αύγουστο του 1992. Εν τω μεταξύ, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1991 η Caykur εγκατέστησε το ίδιο σύστημα σε ένα από τα εργοστάσιά της και έκανε πενταετές σχέδιο για την εγκατάστασή του σε 25 ακόμη εργοστάσια. Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το επενδυτικό σχέδιο της Çaykur τον Οκτώβριο του 1991, δηλαδή μετά την αίτηση αναγνώρισης διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος. Τον Μάρτιο του 1993 η Caykur άσκησε αγωγή στο Γενικό Δικαστήριο της Τραπεζούντας, ζητώντας την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος. Υποστήριξε κυρίως ότι το σύστημα ήταν δική της πρωτότυπη εφεύρεση, επομένως ο προσφεύγων είχε λάβει αντίγραφα του έργου της Caykur, εκμεταλλευόμενος τις επαφές του μεταξύ του προσωπικού της Caykur.
Η αγωγή απορρίφθηκε από το δικαστήριο τον Μάιο του 1994 βάσει δύο εκθέσεων εμπειρογνωμόνων που διαπίστωσαν ότι η εφεύρεση επινοήθηκε από τον προσφεύγοντα. Μετά από έφεση, το Εφετείο ακύρωσε την απόφαση τον Ιανουάριο του 1995, κρίνοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να λάβει μια άλλη έκθεση εμπειρογνωμόνων για να διαπιστώσει εάν η εφεύρεση πληρούσε την απαίτηση καινοτομίας.
Οι νέες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων επιβεβαίωσαν ότι η εφεύρεση του προσφεύγοντος πληρούσε την προαναφερθείσα απαίτηση και το δικαστήριο απέρριψε για άλλη μια φορά την αγωγή της Caykur τον Μάρτιο του 2001. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή τον Νοέμβριο του 2001.
Σε μια δεύτερη σειρά διαδικασιών το 2002, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του τοπικού αστικού δικαστηρίου ζητώντας αποζημίωση και ζητώντας την αναστολή της χρήσης της εφεύρεσής του από την Caykur σε 8 από τα εργοστάσιά της. Υποστήριξε ότι η Caykur είχε χρησιμοποιήσει την κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εφεύρεσή του στα εργοστάσιά της χωρίς την άδειά του, δεδομένου ότι παρά την τελική απόφαση στην υπόθεση που άσκησε η Caykur, η εταιρεία συνέχισε να χρησιμοποιεί παράνομα την ευρεσιτεχνία του χωρίς να καταβάλει οιαδήποτε πληρωμή.
Το ερώτημα αν η χρήση του επίμαχου συστήματος από την Caykur ανέτρεχε σε προηγούμενο χρόνο εξετάστηκε και απαντήθηκε από ειδικούς. Πράγματι, η Caykur είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το σύστημα τον Μάιο του 1991, δύο μήνες πριν ο προσφεύγων καταθέσει αίτηση για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση του συστήματος από την Caykur εμπίπτει στα όρια των εύλογων αναγκών της εταιρείας και ως εκ τούτου συνιστούσε προηγούμενη χρήση. Πριν από το αστικό δικαστήριο, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, αν υποτεθεί ότι πληρούνται οι άλλοι όροι για προηγούμενη χρήση, το δικαίωμα της Caykur για προηγούμενη χρήση αφορούσε μόνο το πρώτο εργοστάσιο στο οποίο είχε εγκαταστήσει το σύστημα. Το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος τον Οκτώβριο του 2005. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση αυτή τον Μάιο του 2007, δηλώνοντας ότι η χρήση της εφεύρεσης από την Caykur δεν μπορούσε να περιοριστεί σε ένα εργοστάσιο, καθώς ήταν κρατική επιχείρηση της οποίας τα επενδυτικά σχέδια είχαν εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσης που υπέβαλε ο προσφεύγων τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Βασιζόμενος στο δικαίωμά του για προστασία της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου), άσκησε ατομική προσφυγή στο ΕΔΔΑ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι, παρά τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι δεν υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της περιουσίας του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι η χρήση της ευρεσιτεχνίας του από την Ҫaykur βασίστηκε στο δικαίωμά της σε προηγούμενη χρήση, η επίμαχη παρέμβαση στην παρούσα υπόθεση ήταν η χρήση της κρατικής εταιρείας Ҫaykur της ευρεσιτεχνίας, ανεξάρτητα από το εάν είχε δικαιολογηθεί από προηγούμενη χρήση ή όχι. Η χρήση αυτή ξεκίνησε λίγο πριν ο προσφεύγων κατοχυρώσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της εφεύρεσης και συνέχισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, επεκτεινόμενη και σε άλλα εργοστάσια της Ҫaykur, έως ότου έληξε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος το 2008. Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπάρχει διαφορά σχετικά με την εγκυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος μεταξύ του 1991 και του 2008, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ҫaykur χρησιμοποίησε την εν λόγω εφεύρεση χωρίς καμία άδεια.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η χρήση από την εταιρεία Ҫaykur του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα της περιουσίας του κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Έχοντας ήδη κρίνει αυτό, περιόρισε την έρευνά του σχετικά με τη συμμόρφωση αυτής της παρέμβασης με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τη χρήση της Ҫaykur στα οκτώ εργοστάσια που αφορά η επίμαχη διαδικασία, έως τη λήξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος το 2008.
Όπως έχει αναφέρει επανειλημμένα το Δικαστήριο, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου περιλαμβάνει τρεις κανόνες: ο πρώτος κανόνας, ο οποίος ορίζεται στην πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου, είναι γενικής φύσης και διατυπώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας, ο δεύτερος κανόνας, που περιλαμβάνεται στη δεύτερη πρόταση της πρώτης παραγράφου, καλύπτει την στέρηση περιουσίας και την εξαρτά από όρους, ο τρίτος κανόνας, που αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο, αναγνωρίζει ότι τα κράτη έχουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας, που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις παρέμβασης στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη υπό το φως της γενικής αρχής που ορίζεται στον πρώτο κανόνα.
Η αρχή της νομιμότητας προϋποθέτει επίσης μια ορισμένη ποιότητα των εφαρμοστέων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Από αυτή την άποψη, πρέπει να επισημανθεί ότι όταν μιλάμε για «νόμο», το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αναφέρεται στην ίδια έννοια με αυτήν στην οποία αναφέρεται η Σύμβαση κατά τη χρήση αυτού του όρου. Συγκεκριμένα, ένας νομικός κανόνας είναι «προβλέψιμος» όταν παρέχει μέτρο προστασίας από αυθαίρετες παρεμβολές από τις δημόσιες αρχές.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το αστικό δικαστήριο του Trabzon απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος για την πρόληψη της παρέμβασης της Ҫaykur στο δικαίωμα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και του αιτήματος αποζημίωσης, διαπιστώνοντας ότι η επίμαχη παρέμβαση βασίστηκε στο δικαίωμα της Ҫaykur σε προηγούμενη χρήση, όπως ορίζεται στο άρθρο 77 του ΝΔ αρ. 551 σχετικά με την προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Όπως προαναφέρθηκε, το ΝΔ 551 είναι νομοθετική πράξη που εγκρίθηκε το 1995 στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της συμφωνίας TRIPS από την Τουρκία στο εθνικό δίκαιο. Το δικαίωμα προηγούμενης χρήσης ρυθμίστηκε με το εν λόγω Νομοθετικό Διάταγμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας TRIPS και της Σύμβασης των Παρισίων, η οποία, αντίστοιχα, επέτρεψε στα κράτη μέλη να παρέχουν εξαιρέσεις στα αποκλειστικά δικαιώματα που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να προστατεύουν τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τρίτους πριν από την ημερομηνία της πρώτης αίτησης για αναγνώριση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Ωστόσο, ενώ ένα τέτοιο δικαίωμα είχε προβλεφθεί από τη Σύμβαση των Παρισίων, η οποία είχε επικυρωθεί από την Τουρκία ήδη από το 1925, τα δικαιώματα τρίτων που χρησιμοποίησαν ή έκαναν προετοιμασίες για να χρησιμοποιήσουν μια εφεύρεση πριν από την καταχώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν ρυθμίστηκαν από το Νόμο σχετικά με τα πιστοποιητικά της εφεύρεσης του 1879, που τέθηκε σε ισχύ το 1991, όταν η Ҫaykur άρχισε να χρησιμοποιεί το σύστημα στο εργοστάσιό της στο Pazarköy και ο προσφεύγων έλαβε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι το ΝΔ αρ. 551 δεν τέθηκε σε ισχύ με αναδρομική ισχύ, καθώς το προσωρινό άρθρο 1 ορίζει σαφώς ότι οι αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του θα διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις κατά τη στιγμή της εν λόγω αίτησης. Κατά συνέπεια, τον Μάιο του 1991, δηλαδή, όταν η εταιρεία Ҫaykur άρχισε να εγκαθιστά το σύστημα στεγνώματος τσαγιού στο εργοστάσιό της στο Pazarköy λίγο πριν από την κατάθεση της αίτησης για αναγνώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του προσφεύγοντος, δεν υπήρχε νομική βάση που να παρέχει εξαίρεση στα αποκλειστικά δικαιώματα του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας λόγω προηγούμενης χρήσης από τρίτο μέρος.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης στο πλαίσιο αυτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν επικαλέστηκαν, ούτε είχε προβάλει η κυβέρνηση, οποιαδήποτε νομολογία σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει δικαίωμα προηγούμενης χρήσης βάσει της εθνικής έννομης τάξης τη σχετική περίοδο. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι τον Ιούνιο του 1991 το διοικητικό συμβούλιο της Ҫaykur ενέκρινε επενδυτικό σχέδιο για την εγκατάσταση του συστήματος στεγνώματος τσαγιού, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο της αίτησης για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας και πρότεινε την εγκατάστασή του σε άλλα 25 εργοστάσια σε χρονική περίοδο πέντε ετών λόγω των οικονομικών οφελών που θα δημιουργούσε. Το σχέδιο αυτό εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 1991, όταν ο προσφεύγων είχε ήδη έγκυρο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση.
Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης σχετικά με την έκβαση των προσφυγών που άσκησε ο προσφεύγων κατά ιδιωτικών εταιριών τσαγιού σχετικά με τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Ούτε μπορούσε να λάβει υπόψη του, τους ισχυρισμούς που αμφισβήτησαν την καινοτομία της εφεύρεσης του προσφεύγοντος, η οποία ήταν ένα ζήτημα που επιλύθηκε με τελική δικαστική απόφαση υπέρ του προσφεύγοντος στο τέλος της διαδικασίας που κίνησε η Ҫaykur για την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξακριβώσει εάν η παρέμβαση επιδίωκε θεμιτό σκοπό και, εάν ναι, εάν έχει επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν είχε επαρκή στοιχεία για να κρίνει αντικειμενικά την ηθική βλάβη του προσφεύγοντος. Επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).