Σχεδόν μισό εκατομμύριο Έλληνες, στην πλειονότητά τους νέοι και με σπουδές, έφυγαν από το 2008 και έπειτα. Η κορύφωση του κύματος του brain drain ήρθε στα χρόνια της κρίσης χρέους και υπολογίζεται ότι μας στοίχισε 15 δισ. ευρώ. Τώρα εν μέσω μίας άλλης μεγάλης κρίσης- αυτή της πανδημίας του νέου κορωνοϊού- στόχος είναι η τάση να αναστραφεί με το κράτος να βγάζει το «όπλο» των φορολογικών κινήτρων από την φαρέτρα. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Οι Έλληνες που έφυγαν δεν βρήκαν μόνο περισσότερες ευκαιρίες εργασίας και υψηλότερες αμοιβές στους τόπους όπου μετανάστευσαν. Πολλοί βρήκαν ένα πιο οργανωμένο κράτος, ξεκάθαρο τοπίο για τις κοινωνικές παροχές, υποχρεώσεις και δικαιώματα, που ισχύουν για όλους, σταθερότητα στο φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Παράγοντες που κάνουν τη ζωή πιο εύκολη, που δίνουν ποιότητα στην καθημερινότητά μας. Παράγοντες που κρατούν μεγάλη μερίδα εκείνων που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης στο εξωτερικό, όπως προκύπτει και από τα όσα λένε στο MoneyReview 6 Έλληνες που ζουν και εργάζονται τα τελευταία χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτοί μας εξηγούν γιατί ενώ τα φορολογικά κίνητρα, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα είναι στη σωστή κατεύθυνση, δεν επαρκούν για τη μεγάλη επιστροφή. Αλλά και αφήνουν μία νότα αισιοδοξίας: δεν είναι καθόλου ανέφικτο η χώρα να γίνει ένας προορισμός που προσελκύει όχι μόνο από τους δήμους, αλλά και ξένους εργαζομένους.
Αγγελική Καραμπάση: Έντονη η σκέψη να επιστρέψω, αλλά…
Αν υπάρχει κάτι που με αποθαρρύνει την συγκεκριμένη χρονική στιγμή από το να γυρίσω στην Ελλάδα είναι ο φόβος της διαδικασίας εύρεσης εργασίας.
Η Αγγελική Καραμπάση μετακόμισε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 2015 για σπουδές. Ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό της βρήκε αμέσως θέση πλήρους απασχόλησης σε δημόσιο σχολείο. «Εφόσον μου δίνεται η ευκαιρία γιατί να μην δοκιμάσω εδώ; Και επιστρέφω στην Ελλάδα αργότερα» σκέφτηκε. 5,5 χρόνια μετά είναι ακόμη εκεί και διδάσκει PSHE (Personal, Social, Health and Economic education) – μάθημα αντίστοιχο της κοινωνικής και πολιτικής αγωγής- σε ένα γυμνάσιο, ενώ συζεί με τον σύντροφό της.
«Τα τελευταία 2 χρόνια η σκέψη του να γυρίσω στην Ελλάδα γίνεται όλο και εντονότερη, δεδομένου του ότι έχω πάρει την σχετική επαγγελματική εμπειρία που ήθελα εδώ, δεν φιλοδοξώ για κάποια ανώτερη θέση και έχω ζήσει πλέον τις εμπειρίες που αναζητούσα και με γοήτευαν στην σκέψη του να ζω στο εξωτερικό» λέει στο «MR». Αλλά η σκέψη δεν έχει γίνει πράξη. «Αν υπάρχει κάτι που με αποθαρρύνει την συγκεκριμένη χρονική στιγμή από το να γυρίσω στην Ελλάδα είναι ο φόβος της διαδικασίας εύρεσης εργασίας και ΄ίσως σε αρχικό στάδιο η συγκατοίκηση με την οικογένεια μου μετά από χρόνια ανεξάρτητης καθημερινότητας από αυτήν» εξηγεί. Και ενώ για αρκετούς Ιταλούς, όπως έγραφε πρόσφατα δημοσίευμα των NYT, η πανδημία λειτούργησε ως κίνητρο επιστροφής στην πατρίδα τους (αν και μάλλον προσωρινής), για την Αγγελική Καραμπάση είναι ακόμη ένα εμπόδιο. «Η πανδημία είναι επίσης ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στο να σκέφτομαι ότι φέτος ίσως και να μην είναι η καλύτερη χρόνια για να επιστρέψω στην Ελλάδα». Όσο για τα κίνητρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή; «Είναι ενθαρρυντικά αλλά όχι επαρκή καθώς δεν συσχετίζονται άμεσα με την εγγύηση της εύρεσης εργασίας».
Ηλίας Σιαμπλής: Ποιοτική ζωή με λιγότερο άγχος
Δευτέρα έως Πέμπτη στο εξωτερικό, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στην πατρίδα. «Dream life! Κάθε ΣΚ διακοπές στην Ελλάδα» όπως λένε οι συνάδελφοί του.
Ο Ηλίας Σιαμπλής, μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών, εργάζεται στη Γερμανία από το καλοκαίρι του 2017. Εκείνη την εποχή η φορολογία είχε ήδη αυξηθεί για τους ελευθέρους επαγγελματίες, μας εξηγεί. Τον Ιανουάριο του 2017 οι ασφαλιστικές εισφορές των μηχανικών τριπλασιάστηκαν. Την ίδια χρονιά ο ίδιος ήρθε αντιμέτωπος με μία φορολογική εκκαθάριση προηγουμένων ετών που σχεδόν του μηδένισε την έως τότε αποταμίευση. «Η φυγή στο εξωτερικό ήταν μόνοδρομος», παρόλο που η οικογένειά του δεν ήταν έτοιμη να ακολουθήσει. «Οι οικονομικές απολαβές και η προοπτική εξέλιξης έκαναν την απόφαση πιο εύπεπτη» λέει στο «MR».
Τους πρώτους έξι μήνες εργαζόταν δύο ή τρεις εβδομάδες το μήνα στη Γερμανία και τις υπόλοιπες εξ αποστάσεως από την Ελλάδα. Στη συνέχεια οι υποχρεώσεις στην εργασία του αυξήθηκαν και έπρεπε να βρίσκεται κάθε εβδομάδα στη Γερμανία. Ακολούθησε λοιπόν ένα νέο μοτίβο. Δευτέρα έως Πέμπτη στο εξωτερικό, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στην πατρίδα. «Dream life! Κάθε ΣΚ διακοπές στην Ελλάδα» όπως λένε οι συνάδελφοί του.
Δεν είναι όμως εξαντλητικό; «Πάντα δούλευα για πελάτες στο εξωτερικό, από την πρώτη ακόμη δουλειά μου μετά το πανεπιστήμιο. Συχνά έπρεπε να ταξιδεύω, οπότε το αεροδρόμιο και οι πτησεις μου ήταν κάτι πολύ οικείο σαν διαδικασία» μας λέει. Η δυσκολία ήταν αλλού: «Αυτό που δεν ήταν καθόλου εύκολο ήταν να μάθω να ζω μόνος. Τον ελεύθερο μου χρόνο ταξίδευα ή μαγείρευα ή απλά εργαζόμουν περισσότερο. Χωρίς ελεύθερο χρόνο είναι δύσκολο να ενταχθείς».
Δευτέρα έως Πέμπτη στο εξωτερικό, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στην πατρίδα. «Dream life! Κάθε ΣΚ διακοπές στην Ελλάδα» όπως λένε οι συνάδελφοί του.
Η πανδημία και οι περιορισμοί στα ταξίδια έφεραν τον Ηλία Σιαμπλή πίσω στη χώρα του για μεγαλύτερο διάστημα, αλλά όχι ως φορολογικό κάτοικο. Εξακολουθεί να εργάζεται για γερμανική εταιρεία εξ αποστάσεως ως Program Manager, δηλαδή υπεύθυνος έργων και ομάδων. Για να γινεί αυτό σωστά πρέπει να ταξιδεύει και εντός Γερμανίας για να καταγράφει το πώς προχωρούν τα έργα και να καταρτίζει τον σχεδιασμό με τα εμπλεκόμενα μέρη. Επίσης χρειάζεται να ταξιδεύει και σε άλλα τεχνολογικά hub (κέντρα παραδόσεων και παραγωγής) για παρακολούθηση και έλεγχο της διαδικασίας.
Ωστόσο σίγουρα έχει πλέον πολύ περισσότερο χρόνο να διαθέσει για τη σύζυγό του και τα παιδιά του και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Εξάλλουν υπάρχουν υπάρχουν πια τα ψηφιακά εργαλεία και οι μεθοδολογίες, που επιτρέπουν σε ανθρώπους, που ζουν σε διαφορετικές χώρες και ζώνες ώρας να λειτουργούν αρμονικά και παραγωγικά, μας λέει. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι ιδανικά. Η απόσταση αναπόφευκτα θα επηρεάσει κάποιες εργασίες. «Απομακρυσμένα είναι δύσκολο να παρουσιάσεις αποτελέσματα σε ένα ευρύ κοινό και να συμφωνήσεις σε πλάνα και θέματα διαχείρισης ρίσκου. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να διαφωνήσεις εποικοδομητικά, να πείσεις τον συνομιλητή σου ή να σε πείσει εκείνος» εξηγεί.
Θα επιστρέψει λοιπόν στο εξωτερικό όταν λήξει η πανδημία; «Φυσικα, δεν εχω άλλη επιλογη! Είναι no brainer» απαντά. Πώς βλέπει τα κίνητρα που έχουν ανακοινωθεί; Δυστυχώς δεν είναι αρκετά, τονίζει. Στις οικονομικές απολαβές η διαφορά είναι πολύ μεγάλη, ενώ και οι κοινωνικές παροχές είναι σε πολύ καλύτερο επίπεδο. «Γενικά η καθημερινότητα ενός εργαζόμενου είναι πιο εύκολη λόγω υποδομών. Από τα ΜΜΜ έως τον χώρο εργασίας, το ωράριο και τους χώρους πρασίνου, όλα συμβάλλουν σε μία πιο ποιοτική ζωή με λιγότερο άγχος» εξηγεί.
Ένας επιπλεον παραγοντας είναι οι ευκαιρίες για εργασία. «Ο χωρος της πληροφορικης είναι εξαιρετικα ανταγωνιστικος και το ζητουμενο είναι να δραστηριοποιείσαι σε μια αγορα που σου παρεχει ευελιξια και επιλογες. Στην Ελλαδα δυστυχως οι επιλογες είναι περιορισμενες» τονίζει. Από την άλλη ο Ηλίας Σιαμπλής πιστεύει πως για έναν Ελληνα που δυσκολευεται ή απλα επιβιωνει στο εξωτερικό ή για κάποιον που είναι χρόνια στο εξωτερικό και έχει μεγάλη αποταμίευση ίσως τα κίνητρα να είναι αρκετά για την επιστροφή. Τονίζει δε πως θα πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Και αυτή δεν είναι μόνο πως θα επιστρέψουν Έλληνες στη χώρα, αλλά και πώς η Ελλάδα θα γίνει ένας εργασιακος παραδεισος για ολους τους digital nomads του εξωτερικου.
Πολλοί Γερμανοί συνάδελφοί του αντιλαμβάνονται, όπως προείπε, τη δική του ρουτίνα (τη δυνατότητα να είναι κάποιες ημέρες στην Ελλάδα δηλαδή) ως ονειρεμένη ζωή. «Φαντάσσου λοιπόν πόσο ευτυχισμένος θα ήταν κάποιος κεντρο- ή βορειοευρωπαίος αν ζουσε 7 ημερες την εβδομαδα στην Ελλάδα».
«Αληθεια ειμαστε τοσο μακρια από αυτό; Δεν είμαι σίγουρος ότι μας λείπουν τόσα πολλά. Δεν είναι ανέφικτο να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ούτως ώστε ένας Αυστριακός να μετακομίσει στην Ελλάδα και να ζει 5 λεπτά μακριά από μια παραλία».
Μαρία Πατσατζή: Μεγάλο εμπόδιο; Το σχολείο
Η Μαρία Πατσατζή ζει στη Γερμανία από τον Μάιο του 2008. Έφυγε λοιπόν από τη χώρα λίγο πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πριν μας χτυπήσει την πόρτα η άκρως επώδυνη κρίση χρέους. Είναι παντρεμένη με Γερμανό, αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που έμεινε εκεί. Μάλιστα εκείνος ήθελε να μετακομίσει στην Ελλάδα. Το 2008 εργάζονταν στην ίδια εταιρεία, η οποία έχει παρουσία και στη χώρα μας, και είχαν τη δυνατότητα να μείνουν σε κάποια θέση στην Ελλάδα.
Ωστόσο στο τμήμα έρευνας κ ανάπτυξης της ίδιας εταιρείας στη Γερμανία η Μαρία Πατσατζή είχε την ευκαιρία να εργαστεί ακριβώς επάνω στο θέμα που ειδικεύτηκε προπτυχιακά: Προσομοίωση και μελέτη ευστάθειας Συστημάτων Ηλ. Ενέργειας- εν προκειμένω αιολικών πάρκων. «Η απασχόληση σε πραγματικά συστήματα θα με πήγαινε επαγγελματικά πολύ πιο μπροστά από όσο μπορούσα ποτέ να φανταστώ στην Ελλάδα, όπου αυτό θα ήταν δυνατό μόνο αν έμενα στο ΕΜΠ για περαιτέρω έρευνα (ενδεχομένως στα πλαίσια ενός διδακτορικού) ή σε κάποιο φορέα, όπου οι διαδικασίες πρόσληψης είναι πολύ και δυσκίνητες» εξηγεί.
Η αρχική σκέψη του ζευγαριού ήταν «θα πάμε για δύο χρόνια στη Γερμανία και στη συνέχεια θα ζήσουμε στην Ελλάδα». 13 χρόνια μετά είναι ακόμη εκεί και την οικογενειακή τους ευτυχία έχουν συμπληρώσει δύο παιδιά. Γιατί προτίμησαν τη Γερμανία;
«Είναι λίγο δύσκολο να το εξηγήσω σε έναν Έλληνα αυτό (όπως θα ήταν πολύ δύσκολο να το εξηγήσει κάποιος σε εμένα πριν 13 χρόνια), όταν αυτό που έχεις ζήσει από παιδί στην καθημερινότητά σου στην Ελλάδα είναι τόσο διαφορετικό. Ξέρεις ότι κάτι σε ενοχλεί, αλλά δεν ξέρεις τι. Νομίζεις ότι εσύ ζητάς πολλά» μας λέει. Στο εξωτερικό δεν είναι πάντα εύκολα τα πράγματα, είναι όμως ξεκάθαρα και σταθερά. «Μπαίνεις σε ένα νέο σύστημα το πολεμάς, σε πολεμάει, το ζεις, αρχίζεις να το μαθαίνεις, να το καταλαβαίνεις, σε καταλαβαίνει και αυτό. Σταματάς να το πολεμάς, ενσωματώνεσαι και συνειδητοποιείς, ότι τα πολλά που νόμιζες ότι ζητούσες, σε ένα άλλο σύμπαν είναι τα “βασικά”» εξηγεί.
Παρόλα αυτά δεν σταμάτησαν να νοσταλγούν στα χρόνια της κρίσης την Ελλάδα και να σκέφτονται την προοπτική επιστροφής. Αλλά έμπαιναν και άλλοι παράγοντες στην εξίσωση: «Αν ήμουν μόνη μου, μπορεί να το είχα ήδη κάνει. Τέσσερις άνθρωποι, μικροί-μεγάλοι σχεδιάζαμε ε κατά καιρούς την “έξοδο”, τα βάζαμε κάτω, τα μετρούσαμε και πάντα το άθροισμα έβγαινε αρνητικό».
Ήταν ο παιδικός σταθμός που ήταν 200μ από το σπίτι και μου έδινε τη δυνατότητα να εργάζομαι και να μεγαλώνω τα παιδιά μου. Ήταν ότι μπορούσα να πηγαίνω στη δουλειά με το ποδήλατο…
Ο πιο σημαντικός λόγος, προ πανδημίας, ήταν ο φόβος να ανατραπεί μία στρωμένη, ποιοτική καθημερινότητα για εκείνη, τον σύζυγό της και κυρίως τα παιδιά. «Ήταν ο παιδικός σταθμός που ήταν 200μ από το σπίτι και μου έδινε τη δυνατότητα να εργάζομαι και να μεγαλώνω τα παιδιά μου. Ήταν ότι μπορούσα να πηγαίνω στη δουλειά με το ποδήλατο. Ήταν οι παιδικές χαρές και οι αλάνες…».
Και σε επαγγελματικό επίπεδο «ήταν η καλύτερη προσφορά που ήρθε από την Γερμανία, όταν βρήκαμε μια καλή προσφορά στην Ελλάδα». Τα κίνητρα, τονίζει η Μαρία Πατσατζή, δε θα είναι ποτέ αρκετά, αν δεν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο «το οποίο πλέον το γνωρίζω πώς μπορεί να είναι καλύτερο, αλλά δε θέλει». Η πανδημία πάντως επανέφερε τις σκέψεις για επιστροφή στην Ελλάδα. «Η κοινωνική ζωή των παιδιών έχει μπει εδώ και μήνες στον πάγο, οπότε οι δεσμοί έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν. Όσο για τη δουλειά, μπορεί να γίνει από παντού, οπότε αρχίσαμε να το συζητάμε πάλι σοβαρά».
Σκοντάφτουν όμως σε ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο: Το σχολείο. «Είναι ένα θέμα που εδώ είναι λυμένο. Όχι με τέλειο τρόπο, αλλά με στοιχειώδη, ή και λίγο παραπάνω, ώστε να μπορεί ένα παιδί να βρει την κλίση του και κατ’επέκταση να εξελιχθεί». Με βάση τα όσα ακούει σήμερα και την εμπειρία που είχε η ίδια ως παιδί στην Ελλάδα, αντιλαμβάνεται ότι ακόμη εμείς είμαστε αρκετά πίσω σε αυτό, οι εναλλακτικές είναι πολύ περιορισμένες. «Διστάζω να πάρω έτσι απλά μια απόφαση, η οποία θα επηρεάσει τόσο καθοριστικά το μέλλον των παιδιών μου».
Δεν παύει όμως να ελπίζει. «Ίσως κάποια πράγματα να έρθουν πιο γρήγορα από ότι περιμένουμε. Τα κλασσικά πρότυπα διαβίωσης αλλάζουν ριζικά, μέσα από τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Και ίσως τα κίνητρα γίνουν μια μέρα αρκετά. Για να δούμε…»
Κωνσταντίνος Τοπογλίδης: Το κλειδί στην αποκέντρωση
Ο Κωνσταντίνος Τοπογλίδης εργάζεται ως Μηχανικός Υποστήριξης Συστημάτων και εφαρμογών ( Premium Customer Support engineer ) στο Βέλγιο τα τελευταία 8 χρόνια, αρχικά στη Cisco και τώρα στην Collibra. Εκεί γνώρισε και την Πολωνή σύζυγό του, με την οποία έχουν μία μικρή κόρη τεσσάρων ετών.
O κ. Τοπογλίδης είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και το 2006 επέστρεψε στην Ελλάδα. Από το 2010 σκεφτόταν έντονα να φύγει και πάλι και το 2012 έλαβε την οριστική απόφαση. Η επιλογή του Βελγίου ήταν τυχαία. Ενώ ο ίδιος αναζητούσε εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε μία πρόταση από την Cisco για εργασία στο Βέλγιο. «Ήταν μία μοναδική ευκαιρία να εργαστώ σε μία από τις κορυφαίες τεχνολογικές εταιρείες στον κόσμο- κάτι που όταν ήμουν μικρότερος μου φαινόταν σχεδόν άπιαστο όνειρο».
Στα 11 χρόνια που μεσολάβησαν έχει σκεφτεί να επιστρέψει. «Σε όλους μας λείπει η πατρίδα μας και ο καλός καιρός της Ελλάδας». Ωστόσο υπάρχουν και αρκετά που τον αποθαρρύνουν να κάνει τελικά το βήμα. «Κύριοι λόγοι είναι η οργάνωση σε υγεία, παιδεία, η σταθερότητα, η αποκέντρωση από την πρωτεύουσα». Επιπλέον στην Ελλάδα έχουμε έλλειψη ευκαιριών στον τομέα της πληροφορικής σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πιστεύω πως ένα μεγάλο ποσοστό δεν θα έλεγε όχι να μετακομίσει σε κάποια πόλη, όπως η Πάτρα, η Λάρισα, η Καβάλα, σε ένα καλύτερο περιβάλλον, πιο κοντά στη φύση
Δεν θεωρεί επαρκή τα κίνητρα. Λιγότερη γραφειοκρατία, σταθερό φορολογικό σύστημα και περισσότερη αποκέντρωση: αυτά είναι στα οποία πρέπει να δοθεί έμφαση. «Η πληροφορική είναι ένας ιδανικός κλάδος. Πιστεύω πως ένα μεγάλο ποσοστό δεν θα έλεγε όχι να μετακομίσει σε κάποια πόλη, όπως η Πάτρα, η Λάρισα, η Καβάλα, σε ένα καλύτερο περιβάλλον, πιο κοντά στη φύση».
Σε κάθε περίπτωση προς το παρόν τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του δεν θα έβρισκαν ισάξιες εργασιακές ευκαιρίες με το Βέλγιο. Για τη σύζυγό του το θέμα της γλώσσας είναι επίσης ένα εμπόδιο. Στις περισσότερες πολυεθνικές στο Βέλγιο όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν τα αγγλικά στο γραφείο. Στην Ελλάδα σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Ευθυμία Κυριακοπούλου: Τι παραπάνω προσφέρει η Σουηδία
Η Ευθυμία Κυριακοπούλου έφυγε από την Ελλάδα κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους, το 2011, όταν και ολοκλήρωσε τις διδακτορικές της σπουδές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το αρχικό της σχέδιο ήταν να φύγει για δύο χρόνια, για να αποκτήσει εμπειρία σε ακαδημαϊκό ίδρυμα του εξωτερικού. Τα δύο χρόνια έγιναν δέκα και πλέον ζει και εργάζεται στην Ουψάλα της Σουηδίας ως επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Σουηδικού Πανεπιστημίου Αγροτικών Επιστημών. Εκεί έφτιαξε και την οικογένειά της. Είναι παντρεμένη με τον Θάνο Μαντά, βιοτεχνολόγο, και έχει μία κόρη 5 ετών.
Πριν πάει στην Ουψάλα, εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ, στο Ινστιτούτο Beijer (Στοκχόλμη). «Η απόφαση να μείνουμε στη Σουηδία ήταν αρκετά εύκολη, αφού η ζωή εδώ έχει πολλά πλεονεκτήματα» λέει στο «ΜR. Η ζωή στη Σουηδία είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει μόνος του όλες τις προκλήσεις χωρίς να χρειάζεται η βοήθεια της οικογένειας, εξηγεί. Οι εργαζόμενοι έχουν σχεδόν απεριόριστο αριθμό ημερών ανά έτος που μπορούν να μείνουν σπίτι για φροντίσουν το άρρωστο παιδί τους λαμβάνοντας το 80% του μισθού τους.
Η Σουηδία, επίσης, αναγνωρίζεται διεθνώς ως η κορυφαία χώρα στον τομέα της ισότητας των φύλων. Από την ηλικία του νηπιαγωγείου ακόμη γίνεται ξεκάθαρο στα παιδιά ότι δεν επιτρέπεται καμία διάκριση λόγω φύλου, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου. «Η κόρη μου κατενθουσιασμένη μας λέει ότι μαθαίνει λίγα αραβικά στο σχολείο από τους συμμαθητές της, ενώ η δασκάλα της μας έχει πει ότι η Μελίνα μαθαίνει στα υπόλοιπα παιδιά να μετρούν στα ελληνικά» αναφέρει.
Έχοντας βρει τόσο ιδανικές συνθήκες, σκέφτεται καθόλου να επιστρέψει στην Ελλάδα; «Το σκέφτομαι διαρκώς! Παρόλο που εκτιμώ όλα όσα μου έχει προσφέρει η 10ετής παραμονή μου στη Σουηδία, καθώς και η σύντομη εμπειρία μου στο Λουξεμβούργο, η σκέψη για το πού και πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου μετά από κάποια χρόνια δεν αφήνει πολλά περιθώρια» λέει. Από την Ελλάδα της λείπουν οι άνθρωποι και οι κοινωνικές δραστηριότητες, και όσο και να απολαμβάνει κανείς τις καλές εργασιακές συνθήκες στο εξωτερικό, τα κενά αυτά δύσκολα αναπληρώνονται.
Και η ίδια και ο σύζυγός της θέλουν πολύ να επιστρέψουν κάποια στιγμή στη χώρα, κόντρα στα εμπόδια. Η πανδημία έχει μάλιστα ενισχύσει τη βούλησή τους αυτή. «Η πανδημία μας έκανε όλους να αναστοχαστούμε και αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας. Εκτιμήσαμε της σημασία της υγείας και φοβηθήκαμε για τους γονείς μας και τους αγαπημένους μας που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου».
Θα γυρνούσα μόνο εάν μου δινόταν η δυνατότητα να συνεχίσω την ερευνητική και διδακτική μου δραστηριότητα σε κάποιο ακαδημαϊκό ίδρυμα
Το πότε όμως ακριβώς θα επιστρέψουν εξαρτάται από τις ευκαιρίες που θα έχουν στον επαγγελματικό τομέα. «Θα γυρνούσα μόνο εάν μου δινόταν η δυνατότητα να συνεχίσω την ερευνητική και διδακτική μου δραστηριότητα σε κάποιο ακαδημαϊκό ίδρυμα» μας λέει . «Για το Θάνο είναι λίγο πιο ξεκάθαρα τα πράγματα αφού παράλληλα με τη δουλειά του στην Ουψάλα, όπου εργάζεται ως Μηχανικός Παραγωγής στη General Electric, ασχολείται επαγγελματικά και με τη ζυθοποιία και είναι συνιδιοκτήτης της μικροζυθοποιίας Alea Brewing Co. που εδρεύει στη Μεταμόρφωση».
Πώς λοιπόν τα φορολογικά κίνητρα, που αποφασίστηκαν; «Είναι σημαντικά… Παρολαυτά, δεν είμαι σίγουρη ότι είναι επαρκή ή ότι θα ήταν ο λόγος για να γυρίσει κάποιος στην Ελλάδα» τονίζει. Τι άλλο χρειάζεται λοιπόν; «Τα βασικότερα κίνητρα είναι η δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και οι προσλήψεις με αξιοκρατικά κριτήρια. Η βελτίωση της ποιότητας των κοινωνικών παροχών, οι διακρίσεις κατά των γυναικών στην αγορά εργασίας και η συμμετοχή και αντιπροσώπευση των γυναικών σε όλους τους εργασιακούς χώρους αποτελούν εξίσου σημαντικά και άλυτα ζητήματα» σημειώνει η κ. Κυριακοπούλου.
Συμπληρώνει δε ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την πάταξη της διαφθοράς και για τις κακές εργασιακές συνθήκες που επικρατούν σε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις. Και εδώ φτάνουμε σε ακόμη μία διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Σουηδία. Στην πρώτη περίπτωση, μας εξηγεί, πολλοί ιδιωτικοί υπάλληλοι καλούνται να αποδείξουν καθημερινά πόσο σημαντική θέση κατέχει η εργασία στη ζωή τους (κάνοντας υπερωρίες κτλ.), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο υπερβάλλοντας ζήλος και η υπερωριακή εργασία μπορούν να κριθούν αρνητικά από τον εργοδότη, αφού αποτελούν ένδειξη μη ισορροπημένης ζωής, το οποίο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγικότητα της εργασίας.
Εστιάζοντας στον ακαδημαϊκό χώρο, αναφέρει: «Οι μισθοί στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι πολύ χαμηλοί και οι διαδικασίες εκλογής υπερβολικά χρονοβόρες. Ακολουθώντας τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, πιστεύω ότι η μισθοδοσία των μελών ΔΕΠ πρέπει να καθορίζεται από το ίδιο το πανεπιστήμιο, ενώ κάθε τμήμα πρέπει να επιλέγει τα μέλη ΔΕΠ με απλές και σύντομες διαδικασίες».
«Σε προσωπικό επίπεδο, λοιπόν, η φοροαπαλλαγή δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για να επιστρέψω στην Ελλάδα. Η διάθεσή μου να προσφέρω στο ελληνικό πανεπιστήμιο – στο οποίο σπούδαζα για 11 χρόνια και είμαι βαθύτατα ευγνώμων για τις γνώσεις που απέκτησα – αποτελεί για μένα ισχυρότερο κίνητρο» καταλήγει.
Γιώργος Γούσιος: Τα φορολογικά κίνητρα δεν αρκούν
Θεωρώ πως ο μέσος Έλληνας εξωτερικού έχει πιο πολύπλοκους λόγους για να μείνει στο εξωτερικό από απλά τον οικονομικό
Εδώ και τέσσερα χρόνια ο Γιώργος Γούσιος ζει στο εξωτερικό. Επέλεξε το Άμστερνταμ για τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη βάση του κόστους των διδάκτρων, της αξιοπιστίας του πανεπιστημίου και του προγράμματος, σε μικρότερο βαθμό βάσει των πληροφοριών που είχε για τη ζωή εκεί και τέλος επειδή ήταν σχετικά κοντά: Μόλις 3 ώρες πτήσης από την Αθήνα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του έμεινε στην ολλανδική πρωτεύουσα για να εργαστεί στο αντικείμενό του που είναι η ανάλυση δεδομένων και η τεχνητή νοημοσύνη.
«Έχω στο μυαλό μου να επιστρέψω σχετικά σύντομα, αλλά αναγνωρίζω ότι είναι μεγάλη απόφαση. Θετικά και αρνητικά μπορεί να εντοπίσει κανείς και στις 2 χώρες, αλλά οι εργασιακές συνθήκες της Ολλανδίας είναι πιο ευνοϊκές, ειδικά όταν αναλογιστεί κανείς το εργασιακό mindset που επικρατεί στην Ελλάδα» μας λέει.
Πόσο επηρέασε η πανδημία τις σκέψεις του; «Υπήρχε προφανώς η έμφυτη ανάγκη τέτοιες στιγμές να θέλει κανείς να τις περάσει με την οικογένεια του» αναφέρει. Αυτό όμως ήταν ούτως ή άλλως «αρκετά δύσκολο λόγω της πανδημίας, αρχικά λόγω ακυρώσεων αεροπορικών πτήσεων αλλά κυρίως λόγω του κινδύνου εξάπλωσης του ιού σε κοντινά μας συγγενικά πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας, κατά την παραμονή μας εκεί». Και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρκετό για μόνιμη επιστροφή.
O Γιώργος Γούσιος θεωρεί καλοδεχούμενα τα όποια φορολογικά κίνητρα, αλλά συμφωνεί και εκείνος ότι δεν είναι αρκετά. «Θεωρώ πως ο μέσος Έλληνας εξωτερικού έχει πιο πολύπλοκους λόγους για να μείνει στο εξωτερικό από απλά τον οικονομικό. Από τον φιλόδοξο επαγγελματία που νιώθει ότι η καριέρα του δε θα έχει την ίδια πορεία στην Ελλάδα, μέχρι και εκείνον, που θα ήθελε το εργασιακό του περιβάλλον να είναι υγειές (και “flat”), σε αντίθεση με καταστάσεις άγχους, αίσθηση μη εκτίμησης της συνεισφοράς του εκάστοτε εργαζόμενου, άσχημης γενικότερης μεταχείρισης ή και ανικανότητα εύρεσης εργασίας στον τομέα που σπούδασε/επέλεξε». Αυτά θεωρώ είναι απείρως πιο σημαντικά από ένα φορολογικό κίνητρο διότι συνεισφέρουν σε μια πιο ισορροπημένη καθημερινότητα του εργαζόμενου».
Λίγα στοιχεία για το brain drain
Την περίοδο 2008-17 έφυγαν από την χώρα 467.765 Έλληνες πολίτες, με την καθαρή μετανάστευση (εκροές-εισροές) να ανέρχεται σε 192.493 άτομα – περίπου 1,9% του μέσου πληθυσμού, σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΒ, που στηρίχθηκε σε στοιχεία των Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που μετανάστευσαν (86,3%) ήταν εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), ενώ περίπου ένας στους δύο (51,4%) ήταν στην πλέον παραγωγική ηλιακή κατηγορία των 25-44 ετών. Το 70% ήταν απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Από το μέσο σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού που βρίσκονται στην κρίσιμη ηλικιακή κατηγορία 25-44 το 8,4% μετανάστευσε την περίοδο 2008-17 και το 4,6% παραμένει στο εξωτερικό.
Τα ευρήματα σε μελέτη της KPMG συμπληρώνουν την εικόνα. Οι Έλληνες κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγο στις ακόλουθες χώρες: Αγγλία, η Ολλανδία, η Γερμανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σουηδία και η Ελβετία. 6 στους 10 δεν είχαν προηγούμενη σχέση με τη χώρα, που επέλεξαν. Το 47% είχε ήδη εργασία στην Ελλάδα. Ωστόσο θεωρούσε ότι οι ευκαιρίες για επαγγελματική ανέλιξη και υψηλότερες απολαβές ήταν σαφώς μεγαλύτερες στο εξωτερικό.
Οι κλάδοι στους οποίους δραστηριοποιούνται κυρίως οι απόδημοι Έλληνες είναι αυτοί των Συμβουλευτικών Υπηρεσιών (17,1%), ο Ακαδημαϊκός (12%), της Υγείας (10,5%), της Τεχνολογίας (4%), των Καταναλωτικών Προϊόντων (6,5%) και των Κατασκευών (5,2%). Ξεχωριστή μελέτη της ICAP δείχνει ότι το 35% των επιστημόνων που έφυγαν είχαν σπουδές στα χρηματοοικονομικά, τη διοίκηση και το μάρκετινγκ, το 19% στις επιστήμες μηχανικού, το 12% στην πληροφορική.
Σύμφωνα με την KPMG ένας στους τρεις θα εξέταζε την επιστροφή στη χώρα. Φαίνεται όμως αυτό να οφείλεται πρωτίστως σε συναισθηματικούς λόγους. Και η σκέψη από την πράξη απέχει- όπως αποκαλύπτει και η συνομιλία μας με 6 Έλληνες της κρίσιμης ομάδας 25-44 ετών που ζουν και εργάζονται τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό.
Η κυβέρνηση πρόσφατα ανακοίνωσε την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του 50% του εισοδήματος για 7 έτη για όσους Έλληνες επαναφέρουν την φορολογική τους έδρα στη χώρα μας ή για τους ξένους εργαζομένους που επιλέξουν να τη μεταφέρουν εδώ. Παράλληλα δεν θα εφαρμόζεται η ετήσια αντικειμενική δαπάνη για κατοικία και επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης.
Στα τέλη του 2019 είχε ανακοινωθεί και το Rebrain Greece- ένα πρόγραμμα για 500 νέους ηλικίας 28 έως 40 ετών με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και ελάχιστη αμοιβή 3.000 ευρώ (2.000 από το πρόγραμμα και τα υπόλοιπα από την εταιρεία) για να αφήσουν τη θέση τους στο εξωτερικό και να επιστρέψουν στη χώρα.
Παράλληλα «τρέχει» και η ιδιωτική πρωτοβουλία Brain Regain, την οποία στηρίζουν ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας.