Της Ελευθερίας Κούρταλη
Σε υποβάθμιση των προβλέψεών της για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φέτος προχωρά και η Citigroup, ακολουθώντας τα βήματα οίκων και διεθνών επενδυτικών τραπεζών οι οποίοι, όπως σημείωσαν και στελέχη τους στο Capital.gr, λόγω του νέου γενικού lockdown, της πορείας των εμβολιασμών και της ύπαρξης μεταλλάξεων εκτιμούν πως το δύσκολο πρώτο τρίμηνο του έτους “σπρώχνει” για αργότερα τη “στροφή” της οικονομίας και χαμηλώνει τις προσδοκίες για την… φόρα της ανάπτυξης.
Η αμερικάνικη τράπεζα φέρνει τις εκτιμήσεις της χαμηλότερα από την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Κομισιόν (3,5% ανάπτυξη το 2021) και εκτιμά από το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,1% φέτος από 3,9% που προέβλεπε πριν, ενώ θεωρεί πως η ύφεση το 2020 θα είναι βαθύτερη και θα κινηθεί στο 9,2% από 8,9% που εκτιμούσε πριν μόλις ένα μήνα. Στα θετικά, συνεχίζει να βλέπει έκρηξη της ελληνικής οικονομίας το 2022, τοποθετώντας την ανάπτυξη του επόμενου έτους στο 5,9% από 6% πριν. Το 2023 εκτιμά πως η ανάπτυξη θα μειώσει “ταχύτητα” και θα κινηθεί στο 2,5%, ενώ το 2024-2025 θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης του 2,2% και του 2% αντίστοιχα.
Το “φωτεινό σημείο” της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίσουν να αποτελούν τα ελληνικά ομόλογα, καθώς η απόδοση του 10έτους αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω κατά τη διάρκεια του έτους ενώ για τα επόμενα τρία χρόνια, και πέραν της λήξης του PEPP, αναμένεται να κινηθεί κάτω του 1%.
Πιο αναλυτικά, στην νέα της έκθεση για τις παγκόσμιες προοπτικές όπου προσθέτει προβλέψεις έως και το 2025, η Citigroup επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά πως η εξαιρετικά υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς τουρίστες προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο ΑΕΠ, παρά τη σχετικά πιο περιορισμένη εξέλιξη της πανδημίας στο εσωτερικό της χώρας.
Οι συνολικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 45% σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ενώ οι εισαγωγές ήταν “μόνο” 6,5% χαμηλότερες σε ετήσια βάση. Οι έμμεσες επιπτώσεις της έλλειψης ξένων τουριστών μεγεθύνουν τον αρνητικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ το 2020, όπως επισημαίνει, με τις καθαρές εξαγωγές πιθανότατα να έχουν αφαιρέσει πάνω από 8% από το ΑΕΠ το 2020 συνολικά, τη στιγμή που η εγχώρια ζήτηση αφαίρεσε “μόνο” 2%.
Εν μέσω ενός τόσο μεγάλου σοκ, η πολιτική στήριξη ήταν και θα συνεχίσει να είναι άφθονη, επισημαίνει η Citi. Το ισοζύγιο του προϋπολογισμού έχει μετατοπιστεί από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ σε έλλειμμα σχεδόν 8% το 2020. Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ υπό το πρόγραμμα PEPP έχουν μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και συνέβαλαν στη χαλάρωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Επίσης, όπως επαναλαμβάνει η Citi, η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ωφελημένους του Ταμείου Ανάκαμψης, κάτι που επισήμανε αναλυτικά σε έκθεσή της στις αρχές της εβδομάδας όπου σημείωσε πως θα ωθήσουν σημαντικά την ανάπτυξη και θα βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Η αμερικάνικη τράπεζα εκτιμά ότι τα ποσοστά απορρόφησης των πόρων του Ταμείου από τη χώρα μας θα είναι υψηλά, και η χρήση τους θα έχει σημαντική επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ ξεκινώντας από το 2021 και έως το 2025.
Πάντως η αμερικανική τράπεζα τονίζει πως οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις είναι αρκετές με τη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας να παραμένει αδύναμη λόγω των δημογραφικών στοιχείων και της ακόμη υποτονικής ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει στο μεταρρυθμιστικό μέτωπο. Ωστόσο, τα κονδύλια της Ε.Ε μπορούν να βοηθήσουν στην περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και να ενισχύσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα οικονομικά στοιχεία, η Citi εκτιμά πως το δημοσιονομικό ισοζύγιο, από έλλειμμα 8,1% το 2020, το 2021 το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 6% (από 5,4% που προέβλεπε πριν), το 2022 στο 3,7% (από 3%) και το 2023 στο 2,1% (από 1,3%), το 2024 στο 0,7% (ενώ πριν προέβλεπε πλεόνασμα) και το 2025 θα “γυρίσει” σε πλεόνασμα, οριακά στο 0,4%.
Κατά τη Citi ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα κινηθεί άνω του 200% τα επόμενα πέντε χρόνια, με τα υψηλοτέρα επίπεδα να σημειώνονται φέτος στο 220% από 216% το 2019.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ομόλογα, η Citi εκτιμά πως η βελτίωση θα συνεχιστεί με την απόδοση του 10ετούς να κινείται στο 0,59% σε μέσο όρο φέτος (από 0,81% σήμερα), ενώ το 2022 θα κινηθεί στο 0,83% και το 2023 στο 0,93%. Το 2024-2025 εκτιμά ότι θα αυξηθεί ελαφρώς πάνω από το 1% (στο 1,02% με 1,14%) ακολουθώντας την πορεία και των υπόλοιπων ομολόγων της ευρωζώνης, ενώ θα είναι ευθυγραμμισμένη με τα επίπεδα των ιταλικών ομολόγων. Τη διετία αυτή εκτιμά μάλιστα πως οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, μετά από μία μεγάλη περίοδο όπου κινήθηκαν στα αρνητικά, θα βρεθούν σε θετικό έδαφος.
Είναι σημαντικό πως αυτές οι προβλέψεις της αμερικάνικης τράπεζας έγιναν με δεδομένο ότι το PEPP θα σταματήσει τον Μάρτιο του 2022, με την περίοδο επανεπενδύσεων να καλύπτει όλο το 2023. Όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις της Citi, το τέλος του PEPP δεν θα προκαλέσει αναταραχή στους ελληνικούς τίτλους, με την Ελλάδα να αντέχει χωρίς τη στήριξη της ΕΚΤ – ίσως γιατί μπορεί να έχει ανακτήσει έως τότε την επενδυτική βαθμίδα – και να διατηρεί την ελκυστικότητά της απέναντι στους επενδυτές.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις της για το σύνολο της ευρωζώνης, προχωρά σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για το ΑΕΠ το 2021 και το 2022 κατά 0,1% και 0,4% σε 3,6% και 4,3% αντίστοιχα, μετά από μικρότερη από την αναμενόμενη πτώση (6,8%) το 2020. Μια τεχνική ύφεση παραμένει το βασικό της σενάριο για το πρώτο τρίμηνο, ακόμη και αν τα αυστηρότερα μέτρα δεν είναι σίγουρα ότι θα διαρκέσουν έως το τέλος του τριμήνου, καθώς τα κρούσματα φαίνεται να υποχωρούν. Η ταχύτερη οικονομική δραστηριότητα θα ξεκινήσει από το β’ τρίμηνο και μετά, καθώς οι εκστρατείες εμβολιασμού θα επιταχυνθούν και οι κυβερνήσεις θα αρχίσουν να άρουν ορισμένους περιορισμούς.