Παραβίαση του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων κακουργηματικού χαρακτήρα – Ανάρτηση βίντεο σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου
Με απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς επικύρωσε την απόφαση σχετικά με την καταβολή του ποσού των 12.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη μία γυναίκα σε υπόθεση που αφορά revenge porn.
Συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορά σε έναν έγγαμο άνδρα (εναγόμενος) και μία γυναίκα (ενάγουσα), που είχαν συνάψει σχέση εκτός γάμου.
Έπειτα από τη διακοπή της σχέσης τους, αποδείχθηκε στο δικαστήριο ότι ο εναγόμενος είχε αποστείλει πληθώρα μηνυμάτων στην ενάγουσα με την οποία την απειλούσε ότι θα αναρτούσε στο διαδίκτυο βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα ερωτικών τους συνευρέσεων και παράλληλα της ανέφερε ότι υπήρχε η δυνατότητα να αντιγράψει τα αποσπάσματα αυτά σε δέκα συσκευές αποθήκευσης usb και (δήθεν) να τα χάσει, ώστε άλλοι να προβούν στην ενέργεια αυτή, επισημαίνοντάς της ότι είχε τον κωδικό της για την πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Διαβάστε επίσης: Revenge porn και προσωπικά δεδομένα: Μία πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση του Αρείου Πάγου για βίντεο ερωτικού περιεχομένου στο διαδίκτυο (ΑΠ Ποιν. 505/2020)
Σε άλλα δε μηνύματα της ανέφερε ότι θα απέστελνε τα εν λόγω αποσπάσματα, με μήνυμα ή μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο του πατέρα της, ότι θα διέσυρε την οικογένειά της στη γειτονιά τους και στον περίγυρό τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξέλθουν της οικίας τους, να υποχρεωθούν σε αλλαγή του τόπου κατοικίας τους και να μην μπορούν καν να επιβιώσουν, στερούμενοι εργασίας και σπιτιού, ενώ και ως προς τον αδερφό της ανέφερε ότι λόγω της διαπόμπευσης που θα τους προκαλούσε, δεν θα είχε τη δυνατότητα να πάει στην εργασία του.
Ο ίδιος δε ο εναγόμενος σε μήνυμά του, λίγες ημέρες προ της μετάβασης του πατέρα της ενάγουσας στην Υποδιεύθυνση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς ότι είχε αναρτήσει τα μαγνητοσκοπημένα αυτά αποσπάσματα σε διάφορες ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, μετά την καταγγελία του πατέρα της ενάγουσας σχηματίστηκε ποινική δικογραφία στο πλαίσιο της οποίας έγινε νομότυπη έρευνα στην οικία του κατηγορουμένου, όπου κατασχέθηκε προσωπικός φορητός του ηλεκτρονικός υπολογιστής και δύο συσκευές κινητών τηλεφώνων με κάρτες μνήμης, συσκευές στις οποίες ανευρέθησαν καταγεγραμμένες ερωτικές στιγμές του εναγομένου, εκτός της ενάγουσας και με άλλες γυναίκες.
Κατόπιν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εναγομένου και δυνάμει βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παραπέμφθηκε αυτός στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος, μεταξύ άλλων, της παραβίασης του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων κακουργηματικού χαρακτήρα, με την μορφή της μετάδοσης, σε τρίτα, μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την απόφαση, συνεπεία της αυθαίρετης, χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας, μετάδοσης των προσωπικών ερωτικών της στιγμών με τον εναγόμενο, που συνιστούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν.2472/ 1997, η ενάγουσα έχει υποστεί σοβαρή προσβολή στην προσωπικότητά της και τούτο διότι η παρά τη θέλησή της ηλεκτρονική διαπόμπευση της προκαλούσε συνεχές και έντονο άγχος ότι οποιαδήποτε στιγμή στη συνέχεια της ζωής της, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σ΄αυτό το υλικό (όπως και πράγματι έγινε εφόσον ο πατέρας της ενημερώθηκε για την ανάρτηση των επίμαχων αποσπασμάτων από τρίτο πρόσωπο- φίλο του), καθώς και ένα βαθύ αίσθημα ντροπής, ταπείνωσης και αναξιότητας για τον εαυτό της και για τους λόγους αυτούς η ενάγουσα εκδήλωνε όλα τα τυπικά συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης που εκδηλώνουν άνθρωποι που έχουν δεχθεί ανάλογη ψυχική βία.
Μετά δε από όλα αυτά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και την επίδραση στην ψυχολογική κατάσταση της ενάγουσας, αυτή για μεγάλο διάστημα σταμάτησε να εργάζεται, δεν έβγαινε από το σπίτι της, αδυνατούσε να έχει διαπροσωπικές σχέσεις (φιλικές και κοινωνικές) και βίωνε άγχος, θλίψη και πανικό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε – και το Εφετείο συμφώνησε – πως με τις παραπάνω ενέργειες του εναγομένου προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα της ενάγουσας, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή της και προκλήθηκε σ΄αυτήν ηθική βλάβη.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, έκρινε ότι πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων (12.500) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Το Εφετείο έκρινε ότι το ποσό αυτό είναι δίκαιο και εύλογο, δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο efeteio-peir.gr