ΑΠΟΦΑΣΗ
Pavel Shishkov κατά Ρωσίας της 02.03.2021 (αρ. προσφ. 78754/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παιδί εκτός γάμου. Επιμέλεια τέκνου. Αγωγή για επιμέλεια από τον αποξενωθέντα πατέρα. Δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής και βέλτιστο συμφέρον παιδιού.
Ο προσφεύγων πατέρας διεκδίκησε την επιμέλειας της ανήλικης κόρης του που είχε αποκτήσει σε σχέση εκτός γάμου. Η κόρη του, όπως και το μεγαλύτερο παιδί του, αγόρι, τέθηκαν υπό την φροντίδα του κράτους και δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια επειδή δεν υπήρχαν άλλοι στενοί συγγενείς, η δε μητέρα τους τα είχε εγκαταλείψει και ο πατέρας τους καθυστέρησε να τα αναγνωρίσει και μετά την εγκατάλειψη τους από την μητέρα τους αδιαφόρησε για δύο χρόνια. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή να του χορηγηθεί η επιμέλεια της ανήλικης κόρης του V. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή του.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης δεν είναι απόλυτη. Η επανένωση ενός γονέα με ένα παιδί που δεν έχει ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα με αυτόν μπορεί να απαιτήσει λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν αιτιολογήσει επαρκώς την άρνηση ανάθεσης της επιμέλειας στον προσφεύγοντα, κυρίως λόγω της αποξένωσής του αλλά και της μακρόχρονης αδράνειάς του να αναγνωρίσει τα παιδιά του. Επίσης επισήμανε ότι η γονική μέριμνα δεν είχε αφαιρεθεί από αυτόν, είχε διατηρήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με την κόρη του και είχε τη δυνατότητα εφόσον μεταβάλλονταν οι συνθήκες να διεκδικήσει εκ νέου την επιμέλεια.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Pavel Grigoryevich Shishkov, είναι Ρώσος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1989 και ζει στη Μόσχα.
Ο προσφεύγων ήταν ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης κόρης του, που την είχε αποκτήσει σε εξώγαμη σχέση. Οι εθνικές αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν την επιμέλεια της. Το ανήλικο παιδί βρισκόταν σε ανάδοχη οικογένεια, αφού η γονική μέριμνα είχε αφαιρεθεί από την μητέρα του παιδιού, χωρίς να το γνωρίζει ή να δώσει την συγκατάθεσή του ο προσφεύγων.
Στηριζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την άρνηση των αρχών να του αναθέσουν την επιμέλεια της κόρης του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η επικοινωνία μεταξύ γονέα και παιδιού αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της «οικογενειακής ζωής» κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, ακόμη και αν η σχέση μεταξύ των γονέων έχει διαλυθεί. Επί του θέματος αυτού, υπάρχει ευρεία συναίνεση – συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου – για την υποστήριξη της ιδέας ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, τα συμφέροντά τους είναι υψίστης σημασίας. Πέρα από την προστασία από αυθαίρετες παρεμβολές, το άρθρο 8 επιβάλλει στο κράτος θετικές υποχρεώσεις που συνδέονται με τον αποτελεσματικό σεβασμό της οικογενειακής ζωής. Όταν έχει δημιουργηθεί οικογενειακός δεσμός, το κράτος πρέπει κατ’ αρχήν να ενεργεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την ανάπτυξη της σχέσης. Ταυτόχρονα, είναι επίσης προς το συμφέρον του παιδιού να διασφαλίσει την ανάπτυξή του σε ένα υγιές περιβάλλον και ένας γονέας δεν μπορεί να έχει το δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 8 να λαμβάνει μέτρα που βλάπτουν την υγεία και ανάπτυξη του παιδιού.
Σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι από το 2006 έως το 2009 ο προσφεύγων είχε σχέσεις εκτός γάμου με την κα Ye. Δύο παιδιά γεννήθηκαν από αυτήν τη σχέση, ο Κ. το 2007 και η V. το 2008. Ο προσφεύγων δεν έζησε ποτέ με την μητέρα των παιδιών ή με τα παιδιά σε μόνιμη βάση. Η επαφή του μαζί τους περιοριζόταν στις επισκέψεις του, οι οποίες, κατά την άποψή του, ήταν τακτικές. Στις 22 Φεβρουαρίου 2010, ως εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη όπου δύο πολύ μικρά παιδιά παραμελήθηκαν από τη μητέρα τους, οι αρχές απομάκρυναν επειγόντως τα παιδιά K. και V. από την μητέρα τους. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, εκείνη τη στιγμή, ο προσφεύγων δεν είχε αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση ως πατέρας των παιδιών, και ως εκ τούτου δεν υπήρχαν καταχωρήσεις σχετικά με την ταυτότητα του στα πιστοποιητικά γέννησής τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν παράλογο για τις αρχές να θεωρήσουν εγκαταλελειμμένα τα παιδιά και να τα αναθέσουν σε δημόσια φροντίδα. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τόνισε την αδράνεια του προσφεύγοντα μεταξύ τον Μάρτιο έτους 2010, όταν είχε μάθει για την απομάκρυνση των παιδιών από τη μητέρα τους και την τοποθέτησή τους σε δημόσια φροντίδα, και τον Μάιο του έτους 2012, όταν είχε υποβάλει τη σχετική αγωγή του. Παρατήρησε επίσης ότι το κορίτσι ζούσε με την ανάδοχη οικογένειά της από τον Ιανουάριο του 2012. Με βάση διάφορες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων και καταθέσεις μαρτύρων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η άμεση ανάθεση της V. στην επιμέλεια του πατέρα της θα μπορούσε να έχει επιζήμιες ψυχολογικές συνέπειες γι’ αυτήν και έτσι δεν θα ήταν προς το συμφέρον της.
Όπως αναφέρθηκε και από τα εγχώρια δικαστήρια, τον Μάρτιο του 2010 ο προσφεύγων έμαθε για την απομάκρυνση των παιδιών από τη μητέρα τους και την τοποθέτησή τους σε ανάδοχη οικογένεια. Ωστόσο, μόλις τον Μάιο του 2012, περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα, άσκησε αγωγή στο δικαστήριο ζητώντας επίσημη αναγνώριση της πατρότητας και την ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών σε αυτόν, οπότε η V. ζούσε ήδη σε ανάδοχη οικογένεια. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν είχε λάβει επίσημα μέτρα, καθώς εμπιστεύτηκε τις δηλώσεις της κ. Ye ότι είχε πάρει τα παιδιά από τις κοινωνικές δομές και ότι είχε προσπαθήσει να διευθετήσει την κατάσταση μαζί της. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα επιχειρήματα αυτά εξετάστηκαν προσεκτικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκαν ως μη πειστικά. Το Δικαστήριο δεν θεώρησε την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αδράνεια του προσφεύγοντος οδήγησε στη διακοπή των δεσμών μεταξύ αυτού και της κόρης του και προκάλεσε την κατάσταση που προσπάθησε να επιλύσει στην εν λόγω διαδικασία.
Κατά τη διαδικασία σχετικά με την ανάθεση της V. στην επιμέλεια του προσφεύγοντος, σημειώθηκε ότι το κορίτσι δεν είχε δει τον βιολογικό της πατέρα για τέσσερα χρόνια και δεν τον γνώριζε. Ταυτόχρονα, από τις έγγραφες αποδείξεις και τις καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν από τα εγχώρια δικαστήρια αποδείχθηκε ότι ήταν καλά ενσωματωμένη στην ανάδοχη οικογένεια της και ήταν στενά δεμένη με τους θετούς γονείς της, ιδιαίτερα την ανάδοχη μητέρα της. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η V. ήταν ευάλωτη λόγω της μικρής ηλικίας της και της προηγούμενης τραυματικής εμπειρίας της, και ως εκ τούτου τα εγχώρια δικαστήρια υποχρεώθηκαν να επιδείξουν ιδιαίτερη επαγρύπνηση στην αξιολόγηση του συμφέροντός της και στην παροχή αυξημένης προστασίας της.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια εκτίμησαν την αγωγή του προσφεύγοντος υπό το φως των περιστάσεων που επικρατούσαν εκείνη τη περίοδο. Ωστόσο, κατέστησαν σαφές ότι ενδέχεται να επανεξετάσουν την κατάσταση σε περίπτωση αλλαγής αυτών των περιστάσεων. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της επανένωσης δεν είναι απόλυτη. Η επανένωση ενός γονέα με ένα παιδί που δεν έχει ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα με αυτόν έα μπορεί να μην είναι σε θέση να λάβει χώρα αμέσως και μπορεί να απαιτηθεί η λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων. Σημειώνεται ότι ο προσφεύγων εξακολούθησε να έχει την γονική μέριμνα της V. σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος επικοινωνίας. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αποκάλυψαν ότι ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με την V. και σύμφωνα με τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων. Μια πρακτική και αποτελεσματική οδός παρέμενε έτσι ανοιχτή για τον προσφεύγοντα να ζητήσει την επιμέλεια της κόρης του εάν υπάρξει μεταγενέστερα μεταβολή των συνθηκών που οδήγησαν στην άρνηση του δικαστηρίου στο πρώτο αίτημα του.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια πραγματοποίησαν λεπτομερή και προσεκτικά ισορροπημένη αξιολόγηση της όλης κατάστασης και των αναγκών της V. βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, εξέτασαν διεξοδικά τα σχετικά γεγονότα και έδωσαν τη δέουσα προσοχή στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Διαπίστωσε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια παρείχαν «σχετική και επαρκή» αιτιολογία στις αποφάσεις τους, βάσει του περιθωρίου εκτίμησής τους.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η άρνηση των αρχών να διατάξουν την ανάθεση επιμέλειας της V. στον προσφεύγοντα ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης κόρης του και ευρίσκοντο εντός του περιθωρίου εκτίμησής τους και βασίστηκε σε «συναφείς και επαρκείς» λόγους.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (επιμέλεια echrcaselaw.com).