ΑΠΟΦΑΣΗ
Trivkanović κατά Κροατίας (αρ. 2) της 21.01.2021 (αρ. προσφ. 54916/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Άρνηση αναψηλάφησης απόφασης που αφορούσε δίκη της προσφεύγουσας κατά του κράτους εν όψει νέων στοιχείων για την εξαφάνιση και τον θάνατο των δύο υιών της και του συζύγου της, οι οποίοι είχαν συλληφθεί το 1991 από την αστυνομία. Κατά την αρχική δίκη, οι αξιώσεις της κρίθηκαν παραγεγραμμένες, διότι εν απουσία εκκρεμούς ποινικής δίκης, οι μεγαλύτερες προθεσμίες που προβλέπονται για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων δεν είχαν εφαρμογή. Στην μεταγενέστερη αίτηση αναψηλάφησής της, προέβαλε ως νέο στοιχείο την καταδίκη ενός άνδρα, αρχηγού μίας ομάδας που πραγματοποιούσε εγκλήματα πολέμου εναντίον του άμαχου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των υιών της. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν την αίτησή της, υποστηρίζοντας ότι ο εν λόγω άντρας καταδικάστηκε για την εξαφάνισή τους και όχι για τον θάνατό τους.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το συμπέρασμα των εθνικών αρχών ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εγκληματικής συμπεριφοράς του καταδικασθέντος και του θανάτου των υιών της προσφεύγουσας, ήταν προφανώς παράλογο, λαμβάνοντας υπόψη της αποκλειστικής ευθύνης των αρχών για τα γεγονότα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το βάρος της απόδειξης βαραίνει τις αρχές να παρέχουν ικανοποιητική και πειστική εξήγηση. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, τα εθνικά δικαστήρια έθεσαν ένα υπερβολικό βάρος στην προσφεύγουσα, το οποίο ήταν απαράδεκτο λόγω της σοβαρότητας των σχετικών πράξεων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Stoja Trivkanović, ήταν υπήκοος της Κροατίας, γεννήθηκε το 1950 και ζούσε στο Sisak της Κροατίας. Η προσφεύγουσα απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2019. Τα εγγόνια της συνέχισαν την προσφυγή.
Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση αναψηλάφησης της αστικής απόφασης για αποζημίωση παρά την εμφάνιση νέων στοιχείων.
Στις 25 Αυγούστου 1991, η αστυνομία Sisak συνέλαβε τους δύο υιούς της και τον πρώην σύζυγό της. Ο πρώην σύζυγός της βρέθηκε νεκρός στον ποταμό Σάβα. Οι υιοί της εξαφανίστηκαν. Στις 21 Νοεμβρίου του 2005 κηρύχθηκαν άφαντοι.
Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του κράτους το 2006. Ωστόσο, οι αξιώσεις της απορρίφθηκαν ως παραγραμμένες, καθώς οι προθεσμίες δεν είχαν παραταθεί δεδομένης της απουσίας δίωξης ποινικών αδικημάτων.
Στις 16 Δεκεμβρίου 2011 ένας άντρας κατηγορήθηκε ότι ήταν ο ηγέτης μιας ομάδας που διέπραττε εγκλήματα εναντίον του άμαχου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των υιών της προσφεύγουσας, και κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Ο ίδιος κρίθηκε ένοχος από τα δικαστήρια και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης. Στηριζόμενη σε αυτήν την απόφαση, η προσφεύγουσα άσκησε αίτηση αναψηλάφησης την 1η Αυγούστου 2014.
Το τοπικό Δικαστήριο Sisak απέρριψε την αίτησή της αναψηλάφησης, υποστηρίζοντας ότι ο εν λόγω άντρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για την εξαφάνιση των υιών της και όχι για τον θάνατό τους.
Η συνταγματική της προσφυγή κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Βασιζόμενη στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι είχε στερηθεί την δίκαιη πρόσβαση σε δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, κατά την αρχική αστική διαδικασία, τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά του Κράτους, με την οποία ζήτησε αποζημίωση για το θάνατο των δύο υιών της, οι οποίοι είχαν εξαφανιστεί αφού συνελήφθησαν από την αστυνομία στις 25 Αυγούστου 1991, και οι οποίοι κηρύχθηκαν δικαστικά ως άφαντοι στις 21 Νοεμβρίου 2005. Τα δικαστήρια αυτά έκριναν ότι η αξίωση αποζημίωσης είχε παραγραφεί, δεδομένου ότι άσκησε την αστική της αγωγή τον Σεπτέμβριο του 2006, δηλαδή, μετά από πέντε χρόνια μετά την εξαφάνιση των παιδιών της και τον (υποτιθέμενο) θάνατό τους τον Αύγουστο του 1991. Τον Δεκέμβριο του 2013, ο VM κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα πολέμου εναντίον του άμαχου πληθυσμού κ.α., συμπεριλαμβανομένης της εξαφάνισης των υιών της προσφεύγουσας, που διαπράχθηκαν από μέλη των αστυνομικών δυνάμεων υπό τη διοίκησή του. Σύμφωνα με την κροατική νομοθεσία, εάν η ζημία προήλθε από ποινικό αδίκημα, οι κανονικές προθεσμίες για αξιώσεις αποζημίωσης παρατείνονται, ώστε να αντιστοιχούν στις προθεσμίες που προβλέπονται για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων. Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να παραγραφεί η δίωξη για εγκλήματα πολέμου, η προσφεύγουσα ζήτησε την αναψηλάφηση της αρχικής αστικής διαδικασίας, στηριζόμενη στην καταδίκη του VM για έγκλημα πολέμου. Σύμφωνα με το κροατικό δίκαιο, το κράτος ευθύνεται σύμφωνα με τους κανόνες της αντικειμενικής ευθύνης για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από μέλη των ενόπλων δυνάμεών του, εκτός εάν η εν λόγω ζημία είναι αποτέλεσμα εγκλήματος πολέμου.
Ωστόσο, τα εγχώρια δικαστήρια αρνήθηκαν να ανοίξουν εκ νέου την υπόθεση μέσω της αναψηλάφησης , θεωρώντας ότι η καταδίκη του VM δεν αποτελούσε νέο αποδεικτικό στοιχείο ικανό να οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση, διότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου των παιδιών της προσφεύγουσας και της εγκληματικής συμπεριφοράς του VM.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι δεν είναι καθήκον του να αντικαταστήσει τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ενώπιον τους, να αποδείξουν γεγονότα και να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ενεργεί ως τέταρτος βαθμός δικαιοδοσίας και επομένως δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1, την απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, εκτός εάν τα συμπεράσματά τους ήταν αυθαίρετα ή προδήλως παράλογα.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε επίσης ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που εξετάστηκαν βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης διαπίστωσε ότι τα πρόσωπα που είχαν εξαφανιστεί μετά την κράτησή τους από κρατικούς υπαλλήλους έπρεπε να θεωρηθούν ως άφαντοι και ότι το κράτος ήταν συνεπώς υπεύθυνο για την εξαφάνισή τους. Τέτοια συμπεράσματα έγιναν σε απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε η εναγόμενη κυβέρνηση ότι αυτά τα άτομα ήταν ακόμα ζωντανά ή δεν αποδείχθηκε ότι πέθαναν στα χέρια κρατικών υπαλλήλων. Η νομολογία του δεν είναι χωρίς σημασία, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της προσφυγής της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης. Αυτό συμβαίνει επειδή η ευθύνη του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βασίζεται μόνο στην αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος στη ζωή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, το οποίο κατατάσσεται ως μία από τις πιο θεμελιώδεις διατάξεις της Σύμβασης. Η κρατική ευθύνη βασίζεται επίσης στο ισχυρό τεκμήριο ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κράτησης και του θανάτου, το οποίο ισχύει όταν τα γεγονότα που αφορούν τον θάνατο ενός ατόμου βρίσκονται εντός της αποκλειστικής ευθύνης των αρχών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το βάρος της απόδειξης βαραίνει τις αρχές να παρέχουν ικανοποιητική και πειστική εξήγηση.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων στην παρούσα υπόθεση δεν εξετάστηκαν ποτέ από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην μεταγενέστερη νομολογία του που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των ίδιων ιστορικών γεγονότων που σχετίζονται με τον πόλεμο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι όταν ένα έγκλημα πολέμου που διαπράχθηκε από τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων συνεπάγεται αναγκαστικές εξαφανίσεις και το θύμα που εξαφανίστηκε αργότερα ισοδυναμούσε με κήρυξη νεκρού, το κράτος ευθύνεται για το θάνατο και την επακόλουθη ζημία λόγω της προφανούς αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εξαφάνισης και του (υποτιθέμενου) θανάτου του θύματος. Η νομολογία αυτή πρότεινε επίσης ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το βάρος της απόδειξης μετατοπίζεται, καθώς εναπόκειται στο κράτος να αποδείξει ότι το θύμα είχε επιζήσει ή πέθανε σε διαφορετικές περιστάσεις.
Όσον αφορά το αν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων στην προκειμένη περίπτωση μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυθαίρετες ή προδήλως παράλογες, το Δικαστήριο τόνισε ότι o VM καταδικάστηκε για την παράλειψη να αποτρέψει και να τιμωρήσει έναν αριθμό εγκλημάτων πολέμου εναντίον του άμαχου πληθυσμού που διαπράχθηκαν από μέλη των αστυνομικών δυνάμεων υπό τη διοίκησή του, συμπεριλαμβανομένης της εξαφάνισης των υιών της προσφεύγουσας. Το συμπέρασμα, υπό τις συνθήκες αυτές , ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εγκληματικής συμπεριφοράς του VM και του θανάτου των παιδιών της προσφεύγουσας, σύμφωνα τα εγχώρια δικαστήρια που αρνήθηκαν το αίτημά της για αναψηλάφηση της δίκης, είναι προφανώς παράλογο λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, η οποία μνημονεύθηκε σε εθνικό επίπεδο από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο σε μεταγενέστερες παρόμοιες υποθέσεις έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό είναι αβάσιμο και υπερβολικά φορμαλιστικό. Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, τα εθνικά δικαστήρια επέβαλαν ένα υπερβολικό βάρος στην προσφεύγουσα, το οποίο ήταν απαράδεκτο λόγω της σοβαρότητας των σχετικών πράξεων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη στους εγγονούς της προσφεύγουσας από κοινού και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.